Ζούμε άλλη μια προεκλογική εκστρατεία όπου το ασήμαντο αναγορεύεται σε σημαντικό. Το τετριμμένο σε ιδιαίτερο, το ευτελές σε αξιόλογο. Απουσιάζουν οι νέες ιδέες και ο οραματικός λόγος. Που οφείλεται αυτό; Έχουμε λύσει τα προβλήματά μας τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως ή μήπως δεν ξέρουμε να θέτουμε ερωτήματα και στόχους; Μήπως έχουμε απογοητευτεί από «τα ψεύτικα, τα λόγια τα μεγάλα» και αρκούμαστε σε μια απλή διαχείριση της ζώσας καθημερινότητας; Έχουν πεθάνει οι ιδέες; Έχουν αμβλυνθεί οι μεγάλες πολιτικές διαιρετικές τομές;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη ούτε μονοσήμαντα προσανατολισμένη. Προφανώς, οι μεγάλες ιδεολογικές μάχες του περασμένου αιώνα δεν κατέδειξαν ξεκάθαρους νικητές. Εάν τούτο είχε συμβεί τα προβλήματα θα είχαν επιλυθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Αντιθέτως οξύνονται.
Ας δούμε τι συμβαίνει στην «κοιτίδα του καπιταλισμού». Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου το πλουσιότερο 0,1% της αμερικανικής κοινωνίας, στο οποίο ανήκουν μόλις 131.485 νοικοκυριά, κατείχε συνολική περιουσία αποτελούμενη κυρίως από μετοχές, ομόλογα και αμοιβαία κεφάλαια, ύψους 17,6 τρισ. δολαρίων! Πολύ κοντά δηλαδή στο ετήσιο ΑΕΠ των ΗΠΑ που το 2022 έφθασε τα 20,6 τρισ. δολάρια.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η ανωτέρω συσσώρευση του πλούτου διευρύνθηκε κατά περίπου 5 τρισ. δολάρια στα χρόνια της πανδημίας και ιδιαιτέρως στη διάρκεια της εκρηκτικής μεταπανδημικής περιόδου.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της FED, το πλουσιότερο 1% της αμερικανικής κοινωνίας κατείχε το 53,7% του συνόλου των μετοχών και των αμοιβαίων κεφαλαίων μέσω των οποίων συγκεντρώνεται κυρίως ο πλούτος στις ΗΠΑ. Το κορυφαίο 9% κατείχε το 88,9% όλων των μετοχών και αμοιβαίων κεφαλαίων και η μεσαία τάξη μόλις το 10,6% αυτών, από περίπου 18% που κατείχε τις προηγούμενες δεκαετίες. Το δε φτωχότερο 50% της αμερικανικής κοινωνίας κατείχε μόλις το 0,6% των κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων.
Στην Ευρώπη μετράμε κάπως διαφορετικά τη συσσώρευση του πλούτου. Δεν εστιάζουμε τόσο στην απόκτηση των μέσων παραγωγής και των εν γένει περιουσιακών στοιχείων όσο στο εισόδημα ή στην καταναλωτική δύναμη. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη το δείκτη Gini – δυνάμει του οποίου προσδιορίζεται η ανισότητα μεταξύ των αξιών μιας κατανομής συχνοτήτων, π.χ. των εισοδημάτων ή της κατανάλωσης των φυσικών προσώπων – αντιλαμβανόμαστε ότι σε χώρες όπως η Γερμανία και η Σουηδία, η εισοδηματική ανισότητα αυξάνεται, αλλά παραμένει σε αρκετά χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό, αυξήθηκε το 2020 σε 28,3% (ή 2,971 εκατ. άτομα), από 27,4% το 2019 και 29,0% το 2018. Την ίδια ώρα το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών (δηλαδή ο δείκτης που υπολογίζει το “ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις- Ευρώπη 2030”) ανέρχεται σε 13,9%, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 4 από έναν κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών (δηλαδή ο δείκτης που υπολογίζει το “ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές στερήσεις-Ευρώπη 2020”) ανέρχεται σε 14,8%.
Όλα τα ανωτέρω θα έπρεπε να προβληματίσουν όσους επιζητούν τη ψήφο μας στις επερχόμενες εκλογές. Το χάσμα ανάμεσα σε εκείνους που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και όσους εργάζονται σε αυτά προσδίδοντας προστιθέμενη αξία στα τελευταία, δεν δύναται να συνεχίσει να μεγαλώνει. Οι οικονομικές ανισότητες δεν είναι απλώς άδικες και αντιδημοκρατικές. Συμβάλλουν στην οικονομική αστάθεια, στην απουσία ανταγωνισμού και υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή. Θα ακούσουμε κάτι, άραγε, για αυτά τα ζητήματα σε τούτες τις εκλογές;
***
Του Αργύρη Αργυριάδη
Δικηγόρου