Εκπαιδευτική ηγεσία και κοινωνική δικαιοσύνη

Εκπαιδευτική ηγεσία και κοινωνική δικαιοσύνη
Open Image Modal
Klaus Vedfelt via Getty Images

Η ιδέα της ηγεσίας της κοινωνικής δικαιοσύνης έχει επιβλητική παρουσία στον επιστημονικό εκπαιδευτικό λόγο, ωστόσο ακόμα δεν έχει βρεθεί εκείνη η θεραπεία που θα επουλώσει τις χρόνιες πληγές της οπτικής της κοινωνικής αποτελεσματικότητας στην εκπαίδευση. Η έλλειψη πολιτικής συνοχής, προϋπολογισμού, χρόνου, κατάρτισης και πολλών άλλων, ορθώνονται σαν συμπληγάδες ανάμεσα από τις οποίες καλείται το κοινωνικά δίκαιο σχολείο να βγει αλώβητο. Πολλά από τα προβλήματα που ταλανίζουν τους σχολικούς ηγέτες/ιδες απορρέουν από βαθύτερες ελλείψεις στην εκπαιδευτική πολιτική, στον οργανωσιακό χαρακτήρα των σχολικών κοινοτήτων, αλλά και από τις ασθενικές σχέσεις με την ευρύτερο κοινότητα που εκτείνονται πέρα από τα τείχη του προαυλίου. Κάθε σχολείο έρχεται αντιμέτωπο με τις δικές του πιθανές εσωτερικές διαφοροποιήσεις όπου πρέπει να δοθούν λύσεις πέραν της κάλυψης των γενικότερων αναγκών.

Επιλογικά, η ύπαρξη ενός ενιαίου οράματος για τη σχολική ηγεσία που θα συντίθεται από επιμέρους συστατικά, όπως η συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων εκπαιδευτικών διαμέσου της κατανομής των αρμοδιοτήτων από το δ/ντή/ντρια στις ομάδες και τα πρόσωπα, με απώτερο σκοπό να μη δρουν κατά το δοκούν, αλλά ως ολότητα για την εκπλήρωση του σχολικού έργου. Αυτό είναι το συμπέρασμα που εξήγαγαν μέσα από την έρευνά τους οι Παπαβασιλείου-Πυργιωτάκη (2015) [1], συστήνοντας ένα κατανεμητικό μοντέλο ηγεσίας όπου η λήψη των αποφάσεων δε θα γίνεται ερήμην των μελών του σχολείου και καμία ενέργεια δε θα απορρέει από ένα πρόσωπο (τον διευθυντή/ντρια), αλλά θα συντελούνται οι όποιες αλλαγές με την προϋπόθεση να υπάρχει σύμπνοια απόψεων από όλα τα μέλη του σχολείου. Έτσι, δύναται η αποστολή και το έργο του σχολείου να γίνει κτήμα των εκπαιδευτικών, που με τη σειρά τους θα συνηγορήσουν υπέρ των ευκταίων αλλαγών στη σχολική κουλτούρα και θα επιφέρουν το μετασχηματισμό της. Μόνο όταν η εκάστοτε μεταρρύθμιση πραγματωθεί έχοντας πρώτα εμποτίσει τη συνείδηση των εκπαιδευτικών, υπάρχουν πιθανότητες να επέλθουν οι προσδοκώμενες αλλαγές στη σχολική κουλτούρα και κατά αντιστοιχία στη σχολική πραγματικότητα.

Ολοκληρώνοντας, οφείλουμε να κάνουμε μνεία στο γεγονός ότι η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή της δημοκρατίας. Ούτως ειπείν, όταν εκλείπει από τα σχολεία, αυτομάτως εντείνεται η ανισότητα και ο κοινωνικός αποκλεισμός. Ο παγκοσμιοποιημένος χάρτης, επίσης, χρωματίζει ολοένα και περισσότερο το κοινωνικά δίκαιο σχολείο με τα χρώματα της «ετερότητας» ως αποτέλεσμα της κατάρριψης των εθνικών συνόρων και φραγμών. Αντιπαραβάλλοντας τα δρώμενα της ελληνικής εκπαίδευσης με τις παγκόσμιες κατευθύνσεις οδηγούμαστε αυτομάτως στη συναγωγή ότι δεν υπάρχουν περιθώρια να παραμείνουμε ενδεδυμένοι /ες το φθαρμένο μανδύα της ομοιογένειας, αλλά να φορέσουμε το καινούργιο ένδυμα της ποικιλομορφίας και να αγκαλιάσουμε το ό,τι διαφορετικό στο βωμό της δίκαιης και αρμονικής συνύπαρξης. Βέβαια, αυτές οι επιταγές δεν μπορούν εύκολα να γίνουν πράξη, καθότι τόσο ο μικρόκοσμος του ίδιου του σχολείου όσο και το μακρο-επίπεδο της εκπαιδευτικής πολιτικής συνθέτουν τροχοπέδη σε αυτό το εγχείρημα.

Οι ηγέτες/ιδες της εκπαίδευσης θα πρέπει διαρκώς να επαναδιαπραγματεύονται ζητήματα αυτονομίας και ελέγχου, εγκολπώμενοι/ες μια ολιστική προσέγγιση, η οποία καταδικάζει κάθε μορφής – αποκαλούμενη «ομαλότητα», ενώ συνάμα θα συνηγορεί υπέρ της κριτικής στάσης απέναντι σε κάθε κανονιστική κοσμοθεώρηση που βασίζεται στην «κοινή λογική».

Γενικότερα, είναι θεμιτό να μη ξεχνάμε ότι η ετοιμότητα των ηγετών/τιδων να ανταποκριθούν στα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ετερότητας εξαρτάται κατά μείζονα λόγο και από τα προσωπικά τους κίνητρα, καθότι η ορμή κάθε ατόμου για αυτοσυντήρηση είναι εγγενής. (Νάστος 2011)[2]

Με βάση τα προρρηθέντα, η αναθεώρηση των υφιστάμενων διδακτικών πρακτικών με όρους ηθικής προσήλωσης σε αξίες και ιδανικά και η δράση πέρα από τα στενά όρια του σχολικού τοπίου, προσπαθώντας να αναζητήσει και να διασφαλίσει την υποστήριξη από πρόσωπα και θεσμούς στην ευρύτερη κοινότητα, εννοώντας τους γονείς, την τοπική αυτοδιοίκηση και τις εκπαιδευτικές αρχές.

Εν κατακλείδι, η προτεινόμενη αναστοχαστική δράση πυροδοτείται από μια αέναη αναθεώρηση κάθε έκφανσης της σχολικής ζωής, όπου η αξία της δημοκρατίας δεσπόζει τόσο στις διαδικασίες όσο και στις δομές λειτουργίας των σχολείων και αυτό το πρόταγμα εγχαράσσεται στο υποσυνείδητο ολοένα και περισσότερο με φόντο το τοπίο του πλουραλισμού και των προκλήσεων του σύγχρονου κοινωνικού «γίγνεσθαι». Εκείνη η στρατηγική που θα συνδράμει στην παγίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης εκκινεί από τον εφοδιασμό των εν δυνάμει σχολικών ηγετών/ιδων με τις κατάλληλα γνωστικά εχέγγυα και την ενστάλαξή τους με την απαιτούμενη επαγγελματική ευαισθησία. Συν τοις άλλοις, το εναρκτήριο λάκτισμα για αυτήν την προσπάθεια μπορεί να αποτελέσει η ανακατανομή δύναμης. Προς αυτήν την κατεύθυνση είναι επιτακτική και η ανάγκη βολιδοσκόπησης πιθανών στρεβλώσεων και συγχύσεων αναφορικά με ζητήματα ισότητας, αλλά και της ώθησης του εκπαιδευτικού δυναμικού να εξωτερικεύει χωρίς φόβο τις προσωπικές του πεποιθήσεις πάνω σε ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, αξιακού κώδικα και ετερότητας. Ένα θεμέλιο στη δημιουργία πιο στέρεου οικοδομήματος της κοινωνικής δικαιοσύνης συνιστά και η εξέταση των τρόπων που ένα υποκείμενο χρήζεται χαρισματικό και κατάλληλο για την κάλυψη ηγετικής θέσης, καθώς και εκείνων που ταξινομούν και ιεραρχούν τους ανθρώπους σε ανώτερους ή κατώτερους με άξονα την κυρίαρχη νόρμα και τις κοινωνικές κατασκευές που εξ απαλών ονύχων αντανακλούν συγκεκριμένα κοινωνικά συστήματα, καθορίζοντας το «φυσιολογικό», «σωστό» και «πρέπον» με δικές τους εννοιολογήσεις. Άρα, τα παραπάνω συνεπάγονται την αποδοχή και τη στήριξη των μαθητών/τριών και του διδακτικού προσωπικού με ‘διαφορετικά’ χαρακτηριστικά από την πλειονότητα, αναγνωρίζοντας παράλληλα την ανάγκη καταβαράθρωσης των ανισοτήτων που έχουν ως αφετηρία αυτά τους τα γνωρίσματα. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως όλα αυτά δεν πρέπει να θεωρούνται ως πανάκεια και ως μια στατική πλατφόρμα πάνω στην οποία θα ανθίσει η κοινωνική δικαιοσύνη, διότι αναφύονται πάντοτε νέες προοπτικές που επαυξάνουν ή καταρρίπτουν τις προηγούμενες. 

[1] Παπαβασιλείου, Χ., Πυργιωτάκη, Ε., Πυργιωτάκης, I. (2015). Ο διευθυντής του σχολείου υπό το πρίσμα των σύγχρονων θεωριών περί Ηγεσίας: Ένα παράδειγμα εφαρμογής στην εκπαιδευτική πράξη. Παιδαγωγική Επιθεώρηση. σελ 153-155. Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου, 2018, από https://ojs.lib.uom.gr/index.php/paidagogiki/article/download/8612/8662

[2] Νάστος, Βασίλειος. (2011) . Διερεύνηση των αντιλήψεων των Σχολικών Συμβούλων και των Προϊσταμένων Γραφείων της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης σχετικά με τις εννοιολογήσεις και τις παραμέτρους της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ετερότητας στο πλαίσιο του θεσμού της εκπαίδευσης. (Διδακτορική Διατριβή) Βόλος: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουλίου, 2018 από http://ir.lib.uth.gr/bitstream/handle/11615/41994/9520.pdf?sequence=1/RK=2/RS=63fUdnZssYL36N977X6vsoFr2ts-