Σε αύξηση των επιτοκίων κατά μισή μονάδα προχώρησε η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), όπως είχε προϊδεάσει, αψηφώντας το χάος των χρηματοπιστωτικών αγορών και τις εκκλήσεις των επενδυτών να περιορίσει την σκληρή πολιτική της τουλάχιστον μέχρι να σταθεροποιηθεί το κλίμα.
Έτσι το βασικό επιτόκιο της τράπεζας (καταθέσεων), αυξημένο κατά 50 μονάδες βάσης, διαμορφώνεται πλέον στο 3% και αυτό για τις πράξεις αναχρηματοδότησης στο 3,5%.
Το Διοικητικό Συμβούλιο δηλώνει έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα στο πλαίσιο της εντολής του για να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα και να διατηρήσει την ομαλή λειτουργία της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Η ΕΚΤ ανεβάζει τα επιτόκια με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί ποτέ για να περιορίσει τον πληθωρισμό, αλλά οι τριγμοί στις παγκόσμιες αγορές από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank στις Ηνωμένες Πολιτείες την περασμένη εβδομάδα είχε απειλήσει να ανατρέψει αυτά τα σχέδια.
Η κεντρική τράπεζα των 20 χωρών που μοιράζονται το ευρώ αύξησε το επιτόκιο καταθέσεων στο 3%, το υψηλότερο επίπεδο από τα τέλη του 2008, καθώς ο πληθωρισμός φαίνεται να ξεπερνά τον στόχο του 2% έως το 2025.
«Το αυξημένο επίπεδο αβεβαιότητας ενισχύει τη σημασία μιας προσέγγισης που εξαρτάται από τα δεδομένα για τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια πολιτικής», ανέφερε η ΕΚΤ.
Το πρωί της Πέμπτης, μετά από μέρες αναταραχής στις αγορές, οι χρηματοοικονομικοί επενδυτές έβλεπαν πιθανότητες 50% για μια μικρότερη αύξηση 25 μονάδων βάσης από την ΕΚΤ. Εχουν επίσης υποβαθμίσει τις προσδοκίες για μελλοντικές αυξήσεις, προβλέποντας το μέγιστο επιτόκιο στο 3,25%.
Οι μετοχές των τραπεζών της ευρωζώνης ήταν σε ελεύθερη πτώση αυτή την εβδομάδα, τρομοκρατημένες πρώτα από την κατάρρευση της SVB και μετά από την πτώση της αξίας της Credit Suisse, ενός δανειστή που εδώ και καιρό αντιμετωπίζει προβλήματα.
Ωστόσο, η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας έδωσε στη Credit Suisse ένα σωσίβιο 54 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα σε μια νύχτα - μια αρκετά μεγάλη επίδειξη δύναμης για να επαναφέρει τις μετοχές της κατά περίπου 20% και να ανυψώσει άλλες τραπεζικές μετοχές.
Η βασική ανησυχία για την ΕΚΤ είναι ότι η νομισματική πολιτική λειτουργεί μέσω του τραπεζικού συστήματος και μια πλήρης οικονομική κρίση θα καθιστούσε την πολιτική της αναποτελεσματική.
Αυτό έβαλε την ΕΚΤ σε δίλημμα, αντιπαραθέτοντας την εντολή της για την καταπολέμηση του πληθωρισμού με την ανάγκη διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ενόψει της εισαγόμενης αναταραχής.
Ο πληθωρισμός, η κύρια ευθύνη της τράπεζας, είναι πολύ υψηλότερος από ό,τι σε προηγούμενες κρίσεις και οι νέες προβλέψεις της ΕΚΤ, που δημοσιεύθηκαν την Πέμπτη, θέτουν την αύξηση των τιμών πάνω από τον στόχο του 2% έως το 2025 - μια πρωταρχική ανησυχία για πολλούς διοικητές της ΕΚΤ.
Ο πληθωρισμός υπολογίζεται κατά μέσο όρο 5,3% φέτος, 2,9% το 2024 και 2,1% το 2025, ανέφερε η ΕΚΤ, προσθέτοντας ότι αυτές οι προβλέψεις οριστικοποιήθηκαν πριν από την τρέχουσα αναταραχή.
«Το Διοικητικό Συμβούλιο παρακολουθεί στενά τις τρέχουσες εντάσεις στην αγορά και είναι έτοιμο να ανταποκριθεί όπως απαιτείται για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ», ανέφερε η ΕΚΤ.
Ενώ οι συστημικές τραπεζικές κρίσεις γενικά μεταμορφώνονται σε βαθιά ύφεση, το χρηματοπιστωτικό σύστημα της ευρωζώνης βρίσκεται στην καλύτερη κατάσταση εδώ και χρόνια, με κεφάλαιο, ρευστότητα και κέρδη σε υγιή επίπεδα.
Ορισμένοι οικονομολόγοι λένε επίσης ότι η ΕΚΤ διαθέτει πολλά μέσα για να καταπολεμήσει το άγχος της αγοράς και, επομένως, δεν χρειάστηκε να θυσιάσει την κίνηση των επιτοκίων για να διατηρήσει τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία σε άνθηση.
Νέες αυξήσεις επιτοκίων προανήγγειλε η Λαγκάρντ
Νέες αυξήσεις των επιτοκίων προανήγγειλε εμμέσως πλην σαφώς η πρόεδρος της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, αναφορικά με τις επόμενες κινήσεις στο μέτωπο των επιτοκίων, απέφυγε να προσδιορίσει με σαφήνεια το πόσο θα αυξηθούν τα επιτόκια και με πιο «βηματισμό» θα γίνουν οι αυξήσεις.
Ανέφερε ωστόσο ότι «έχουμε ακόμη πολύ έδαφος να καλύψουμε» με δεδομένο ότι οι όποιες αποφάσεις θα ληφθούν λαμβάνοντας ύπόψιν τόσο τις προοπτικές του πληθωρισμού όσο και τη δυναμική του. Έτσι με δεδομένο ότι ο πληθωρισμός, παρόλο που υποχωρεί, θα παραμείνει υψηλός για πολύ καιρό ακόμη, η ίδια δικαιολόγησε την απόφαση για αύξηση των επιτοκίων κατά 0,5%.
Η απόφαση αυτή ελήφθη με μεγάλη πλειοψηφία από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, μετά από σχετική εισήγηση του Εκτελεστικού Συμβουλίου. Όπως αποκάλυψε η Κριστίν Λαγκάρντ μόνο δύο- τρεις κεντρικοί τραπεζίτες εξέφρασαν διαφορετική άποψη. Υπεραμύνθηκε μάλιστα της συγκεκριμένης απόφασης, παρά τα νέα δεδομένα που έχει δημιουργήσει η πρόσφατη χρηματοοικονομική αναταραχή, υπογραμμίζοντας ότι δεν υπάρχει δίλλημμα μεταξύ χρηματοποιστωτικής σταθερότητας και σταθερότητας των τιμών.
Διαβεβαίωσε, δε, ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες διαθέτουν επαρκή ρευστότητα και ισχυρή κεφαλαιακή βάση. Βρίσκονται σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σχέση με αυτή που ήταν όταν ξέσπασε η χρηματοοικονομική κρίση μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers. Υποστήριξε, μάλιστα, ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών και της αμερικανικής SVB που πτώχευσε. Τόνισε ότι η ΕΚΤ διαθέτει αποτελεσματικά εργαλεία στην περίπτωση που οι ευρωπαϊκές τράπεζες χρειαστούν ενίσχυση της ρευστότητας τους.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ αναγνώρισε πάντως ότι τα υψηλά επιτόκια έχουν αρχίσει να προκαλούν αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο χρηματοπιστωτικό τομέα όσο και στο μέτωπο της ανάπτυξης, γεγονός που ήδη αντανακλάται στην επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων της Τράπεζας για το ρυθμό ανάπτυξης τη διετία 2024-25.
Όπως ανέφερε η ίδια η αύξηση των επιτοκίων στις αγορές έχει αντιστραφεί έντονα τις τελευταίες ημέρες μετά τις μεγάλες αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Αναγνώρισε ότι τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ έχουν γίνει πλέον πιο ακριβά. Η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις έχει μειωθεί περαιτέρω τόσο, λόγω της χαμηλότερης ζήτησης όσο και των αυστηρότερων όρων με τους οποίους οι τράπεζες χορηγούν τα νέα δάνεια. Όσον αφορά στον δανεισμό των νοικοκυριών η κυρία Λακγάρντ ανέφερε ότι έχει γίνει επίσης πιο ακριβός, ειδικά λόγω των υψηλότερων επιτοκίων στεγαστικών δανείων. Αυτή η αύξηση του κόστους δανεισμού και η συνακόλουθη μείωση της ζήτησης, σε συνδυασμό με τα αυστηρότερα πιστωτικά κριτήρια που εφαρμόζουν οι τράπεζες οδήγησαν σε περαιτέρω επιβράδυνση της αύξησης χορηγήσεων νέων δανείων προς τα νοικοκυριά.