Σε νέα αύξηση των επιτοκίων της κατά μισή μονάδα, την πέμπτη συνεχόμενη από τον Ιούλιο του 2022, προχώρησε σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Μετά την νέα αύξηση το βασικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από τις Τράπεζες διαμορφώνεται στο 2,5% και το βασικό επιτόκιο για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης φθάνει πλέον στο 3%, στο υψηλότερο επίπεδο από το Νοέμβριο του 2008. Η αύξηση θα ισχύει από τις 8 Φεβρουαρίου 2023.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ είχε προαναγγείλει τη σημερινή νέα αύξηση από τον Δεκέμβριο όταν είχε ανακοινώσει ότι θα «συνεχίσει την επιθετική πολιτική με σκοπό να επαναφέρει τον πληθωρισμός σε πτωτική τροχιά προς το 2%.
Η νέα αυξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ έρχεται μετά τις αυξήσεις της τράπεζας της Αγγλίας σήμερα κατά 50 μοναδες βάσης στο 4% αλλά και της Αμερικανικής Fed χθες κατά 0,25 ποσοστιαίες μονάδες.
Νέα αύξηση τον Μάρτιο
Σε ανακοίνωσή της η ΕΚΤ αναφέρει ότι «το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να αυξήσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης ακόμα στην επόμενη συνεδρίασή του για τη νομισματική πολιτική τον Μάρτιο και στη συνέχεια θα αξιολογήσει την πορεία που θα ακολουθήσει η νομισματική του πολιτική».
Ο βασικός λόγος της νέας αύξησης είναι ο δομικός πληθωρισμός - που δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων - και ο οποίος τον Ιανουάριο παρέμεινε αμετάβλητος στο 5,2%
Η διατήρηση των επιτοκίων σε περιοριστικά επίπεδα θα μειώσει με την πάροδο του χρόνου τον πληθωρισμό περιορίζοντας τη ζήτηση και θα αποτρέψει επίσης τον κίνδυνο επίμονης μετατόπισης προς τα πάνω των προσδοκιών για τον πληθωρισμό.
Σε κάθε περίπτωση, οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια πολιτικής θα εξακολουθούν να εξαρτώνται από τα στοιχεία και να ακολουθούν μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση.
Προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε επίσης σήμερα τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για τη μείωση των τίτλων που διακρατεί το Ευρωσύστημα στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme – APP).
Όπως ανακοινώθηκε τον Δεκέμβριο, το χαρτοφυλάκιο APP θα μειώνεται με ρυθμό 15 δισεκ. ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο από τις αρχές Μαρτίου μέχρι το τέλος του Ιουνίου 2023 και στη συνέχεια ο ρυθμός αυτής της μείωσης θα καθορίζεται με την πάροδο του χρόνου.
Οι μερικές επανεπενδύσεις θα διενεργούνται γενικότερα σύμφωνα με την τρέχουσα πρακτική.
Συγκεκριμένα, οι εναπομένουσες επανεπενδύσεις θα κατανέμονται κατ’ αναλογία προς το μερίδιο εξόφλησης τίτλων μεταξύ των συστατικών προγραμμάτων του APP και, στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς τίτλων του δημόσιου τομέα (public sector purchase programme – PSPP), κατ’ αναλογία προς το μερίδιο εξόφλησης τίτλων κάθε χώρας και μεταξύ των κρατών-εκδοτών και των υπερεθνικών εκδοτών.
Σε ό,τι αφορά τις αγορές εταιρικών ομολόγων που διενεργεί το Ευρωσύστημα, οι εναπομένουσες επανεπενδύσεις θα στρέφονται περισσότερο προς εκδότες που έχουν καλύτερες κλιματικές επιδόσεις.
Με την επιφύλαξη του στόχου της ΕΚΤ για τη σταθερότητα των τιμών, αυτή η προσέγγιση θα στηρίξει τη σταδιακή απεξάρτηση των εταιρικών ομολόγων που διακρατεί το Ευρωσύστημα από τον άνθρακα σύμφωνα με τους στόχους της συμφωνίας του Παρισιού.
Οι λεπτομερείς ρυθμίσεις για τη μείωση των τίτλων που διακρατούνται στο πλαίσιο του APP παρουσιάζονται σε ξεχωριστό δελτίο Τύπου που θα δημοσιευθεί στις 15:45 ώρα κεντρικής Ευρώπης.
Πράξεις αναχρηματοδότησης
Καθώς οι τράπεζες θα αποπληρώνουν τα ποσά που δανείστηκαν στο πλαίσιο των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί τακτικά το πώς οι στοχευμένες πράξεις χρηματοδότησης συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του.
Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του εντός των ορίων της εντολής που του έχει ανατεθεί, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα.
Το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument ―TPI) είναι διαθέσιμο για να αντισταθμιστούν ανεπιθύμητες, άτακτες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, επιτρέποντας έτσι στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώσει πιο αποτελεσματικά την αποστολή του για τη σταθερότητα των τιμών.