Ελληνικός Τουρισμός: Η δεκαετία των ρεκόρ

Η ραγδαία ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού, κράτησε όρθιο μεγάλο μέρος τηςελληνικής οικονομίας στην εποχή της κρίσης.
Open Image Modal
Westend61 via Getty Images

Αν γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, τίποτα σήμερα δεν θυμίζει το τότε. Από τα 15 εκατ. τουρίστες που είχε η Ελλάδα το 2010, όσα περίπου είχε μόνο η Μαγιόρκα (!!!) και τα 9,6 δισ. ευρώ έσοδα, φθάνουμε στο φινάλε του 2019, να έχουμε κοντά στα 34 εκατ. τουρισμό και πάνω από 18 δισ. ευρώ έσοδα.

Τέτοια, ραγδαία τουριστική ανάπτυξη στην Ελλάδα, δε νομίζω να συντελέστηκε σε κανένα από τα πιο ηχηρά ονόματα του παγκόσμιου τουριστικού χάρτη, όπως είναι η Ισπανία και η Γαλλία.

Η Ελλάδα, χρειαζόταν αυτή τη δυναμική, καθώς είχε και έχει όλα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα για την ανέλιξη, ποιοτική και ποσοτική, του εισερχόμενου τουρισμού. Και μάλιστα τη χρειαζόταν, διότι κατά έναν περίεργο λόγο, πραγματοποιήθηκε στην εποχή της κρίση. Και δεν ήταν η μείωση των τιμών, προκειμένου να προσελκύσουμε τουρισμό, που ενδεχομένως να σκεφτεί κάποιος.

Ηταν κυρίως το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας, με επικεφαλής τον ΣΕΤΕ και τον πιο δραστήριο -τότε πρόεδρό του- Ανδρέα Ανδρεάδη, έβαλε τον τουρισμό σε μια άλλη τροχιά. Τον διασύνδεσε διεθνώς, τον έκανε εταίρο συνομιλητή της κυβέρνησης, όπως οι βιομήχανοι. Ηταν η εποχή που όλοι, αρχικά οι ξενοδόχοι και εν συνεχεία το Υπουργείο Τουρισμού, διαπίστωσαν ότι «η ισχύς εν τη ενώσει» θα αποφέρει αποτελέσματα και μάλιστα πολύ σύντομα.

Με επενδύσεις εκατομμυρίων, μέσα στην κρίση, αναβαθμίστηκαν οι τουριστικές μονάδες, δημιουργήθηκαν καινούργιες, υπογράφθηκαν συμφωνίες με μεγάλους τουριστικούς πράκτορες, ήρθαν περισσότερες αεροπορικές εταιρείες συνδέοντας δεκάδες περιοχές της χώρας μας απευθείας με διεθνείς προορισμούς, άλλαξε το «μενταλιτέ» των ανθρώπων του τουρισμού και κυρίως βελτιώθηκαν οι παρεχόμενες υπηρεσίες.

Τίποτα δεν έγινε τυχαία. Υπήρξε οργάνωση, σχέδιο και τελικά αποτελεσματικότητα. Σύμφωνα με τον νυν πρόεδρο του ΣΕΤΕ, Γιάννη Ρέτσο, που συνεχίζει ένα θαυμαστό έργο και προσθέτει νέα δεδομένα, «τα χρόνια της κρίσης 2010-18, ο τουρισμός στήριξε οικονομία και κοινωνία με 230 εκατ. αφίξεις επισκεπτών και 150 δισ. άμεσα έσοδα από επισκέπτες και τουριστικές επενδύσεις. Πλέον, στην προσπάθεια ανάπτυξης, συνεχίζει να τονώνει το ΑΕΠ, παραμένοντας βασικός πυλώνας.»

Τα στοιχεία είναι αμείλικτα, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος:

 

 

Ποιο είναι το μέλλον; Τι πρέπει να βελτιώσουμε;

Τα ρεκόρ είναι για να καταρρίπτονται. Αλλωστε, αυτός είναι ο στόχος, σε κάθε επίπεδο, ορμώμενοι από τον αθλητισμό. Οσο ψηλότερα βάζεις τον πήχη, πρέπει να τον ξεπερνάς. Είναι όμως, αυτό αυτοσκοπός για τον ελληνικό τουρισμό; Μπορούμε και θέλουμε να έχουμε συνεχή ρεκόρ; Πώς θα υποστηρίξουμε μια τέτοια διαρκή ανέλιξη;

Είναι κάποια από τα ερωτήματα που τίθενται και οι απόψεις είναι πολλές, μερικές φορές αντικρουόμενες.

Σε κάθε περίπτωση, για να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε αυτή την ανάπτυξη, χρειαζόμαστε υποδομές. Οι αυτοκινητόδρομοι, σχεδόν τελείωσαν. Μένει η Πατρών – Πύργου, ο Ε65 σε νότιο και βόρειο τμήμα, στην Κεντρική Ελλάδα και ο ΒΟΑΚ στην Κρήτη. Τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια, παραδίδονται μέχρι το 2021. Απομένει το νέο αεροδρόμιο στο Καστέλι της Κρήτης. Νέα ξενοδοχεία φτιάχνονται, αλλά κυρίως σε πιο δημοφιλείς τουριστικά περιοχές.

Όμως, επαρχιακό δίκτυο δεν έχουμε της προκοπής (για να λέμε την αλήθεια), στο ηλεκτρικό υπάρχουν ζητήματα, όπως και στο νερό, ενώ σχεδόν η μισή Ελλάδα είναι άγνωστη στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη. Ναι, επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου μπορούμε να έχουμε στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου και του Ιουνίου, άντε και στη νότια Πελοπόννησο.

Τι γίνεται, όμως, με τις υπόλοιπες περιοχές; Εκεί δεν μιλάμε για διεύρυνση τουριστικής περιόδου, αλλά για διαμόρφωση τουριστικής περιόδου. Όταν το 95%, και πλέον, των τουριστικών εσόδων προέρχεται από τις 5 εκ των 13 Περιφερειών της χώρας, τότε γίνεται άμεσα αντιληπτό η ανισορροπία της τουριστικής κατανομής.

Το μοντέλο «ήλιος – θάλασσα» πρέπει να το διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού. Ωστόσο, πρέπει να το εμπλουτίσουμε με νέα προϊόντα, με θεματικές μορφές τουρισμού και κυρίως με εμπειρία, με βιωματικό τουρισμό.

Αυτό είναι το ζητούμενο της επόμενης δεκαετίας. Αξιοποίηση των νέων εργαλείων της τεχνολογίας, βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, διασύνδεση του τουρισμού με τον πολιτισμό και τον αγροδιατροφικό τομέα - τον πρωτογενή, διεύρυνση των θεματικών μορφών τουρισμού.

Οσο πιο σύντομα κινηθούμε προς αυτές τις κατευθύνσεις, τόσο πιο άμεσα θα διατηρήσουμε τα κεκτημένα και θα κοιτάξουμε το μέλλον με αισιοδοξία.