Του Κώστα Υφαντή, Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων και Δ/ντη του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Η συνάντηση του Αμερικανού ΥΠΕΞ με τον Έλληνα Πρωθυπουργό ήταν σημαντική και δημιούργησε δικαιολογημένο ενδιαφέρον, αλλά ήταν τελικά μια συνάντηση «στρατηγικής» ρουτίνας, παρά το επείγον της συγκυρίας. Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις έχουν εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε ένα περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας και κρίσιμων γεωπολιτικών προκλήσεων. Οι προτεραιότητες και τα συμφέροντα και των δύο συναντήθηκαν σχεδόν σε απόλυτο βαθμό την τελευταία δεκαετία μετά την ρωσική επιχείρηση στην ανατολική Ουκρανία και την Κριμαία. Ο ρωσικός αναθεωρητισμός και η ωμή επιθετικότητα της Μόσχας το 2014 σε συνδυασμό με την τουρκική διαφοροποίηση από τις προτιμήσεις των ΗΠΑ και της Δύσης σε μια σειρά από μέτωπα (Συρία, Ουκρανία, Λιβύη κλπ) ανέδειξαν την Ελλάδα σε πολύτιμο εταίρο.
Επίσης, η προσέγγιση Ισραήλ-Ελλάδος ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία της Αθήνας και άνοιξε πόρτες στην Ουάσιγκτον με αποτέλεσμα την υπογραφή της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας το 2022, την αύξηση των επενδύσεων εκσυγχρονισμού αμερικανικών σε στρατηγικά σημεία (Αλεξανδρούπολη και Κρήτη) καθώς και αρκετά άλλα, όπως η απόφαση για τα F-35 στην ελληνική πολεμική αεροπορία.
Για τα ελληνικά συμφέροντα και τα όποια ζητήματα ασφαλείας αντιμετωπίζει η χώρα, η σχέση με τις ΗΠΑ είναι ζωτικής σημασίας. Οι ΗΠΑ είναι ο μόνος παράγοντας που μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τους συσχετισμούς ισχύος στην ευρύτερη περιοχή. Παρά τα λάθη που η Ουάσιγκτον έχει κάνει στο παρελθόν και είναι σίγουρο ότι θα κάνει και στο μέλλον, οι ΗΠΑ θα παραμείνουν για το ορατό μέλλον η πιο ισχυρή χώρα στον πλανήτη. Η μόνη που μπορεί και έχει το «στομάχι» να προβάλει στρατιωτική ισχύ σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Είναι η μόνη οικονομία που μπορεί να διαμορφώσει τις εξελίξεις σε τόσο μεγάλο βαθμό και είναι ο μοναδικός παράγοντας εξισορρόπησης κάθε αναθεωρητικής απειλής στην Ευρασία και στο στρατηγικό θέατρο του Ινδικού-Ειρηνικού. Η όποια συζήτηση για το τέλος της αμερικανικής ηγετικής θέσης στο παγκόσμιο σύστημα δεν είναι καινούργια και παραπέμπει περισσότερο σε αντιαμερικανικό ευχολόγιο παρά σε μια ουσιαστική αλλαγή του παγκόσμιου συσχετισμού ισχύος εις βάρος των ΗΠΑ. Σε ζητήματα που προσδιορίζονται ως κρίσιμα για τα αμερικανικά συμφέροντα και τα συμφέροντα των συμμάχων τους οι ΗΠΑ δεν έχουν αντίπαλο, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα.
Αν υπάρχει κάποια αμφιβολία αυτή έχει να κάνει με την εσωτερική πολιτική και κοινωνική συνθήκη στις ΗΠΑ. Σε ένα έτος Προεδρικών εκλογών, η αμερικανική πολιτική και κοινωνία μοιάζει να βρίσκεται σε (ένα ακόμη) σταυροδρόμι. Το καθόλου απίθανο ενδεχόμενο να γίνουμε μάρτυρες μιας νίκης του Ντόναλντ Τραμπ τον Νοέμβριο προκαλεί έντονες συζητήσεις για το μέλλον της αμερικανικής ομοσπονδίας και την θέση των ΗΠΑ στον κόσμο. Η προηγούμενη θητεία του ήταν ένας τραγέλαφος από πολλές απόψεις αλλά τελικά δεν επηρέασε τις βασικές προτεραιότητες των ΗΠΑ. Ίσως δεν πρόλαβε… Η σχέση με την Ρωσία εξαντλήθηκε σε μια επιφανειακή διάδραση με τον Πρόεδρο Πούτιν, η αμερικανική πολιτική στην Μέση Ανατολή δεν μετακινήθηκε σχεδόν καθόλου από την παραδοσιακή στήριξη στο Ισραήλ και τα παλαιά σουνητικά καθεστώτα στις Αραβικές χώρες (και αυτό μεταφράστηκε στις Συμφωνίες του Αβραάμ), η σχέση με τον Κιμ της Βορείου Κορέας ήταν μια ανεκδοτολογικού χαρακτήρα απόπειρα προσωπικής προσέγγισης χωρίς βάθος και περιεχόμενο. Αυτό που κινδύνεψε, βεβαίως, ήταν η συνοχή της Δύσης με την ανιστόρητη αντίληψή του Τραμπ για την σημασία της διατλαντικής σχέσης.
Το διακύβευμα, λοιπόν, ίσως να μην βρίσκεται στις βασικές επιλογές. Σε τακτικό επίπεδο σίγουρα θα δούμε διαφορές. Το διακύβευμα αφορά στην εσωτερική συνοχή στις ΗΠΑ. Το γεγονός ότι οι Ρεπουμπλικάνοι δεν μπορούν να απαλλαγούν από έναν λαϊκιστή και χωρίς αρχές υποψήφιο, ενώ οι Δημοκρατικοί δεν έχουν άλλη επιλογή νίκης από τον Πρόεδρο Μπάιντεν είναι αποκαλυπτικό της πόλωσης και της ενίσχυσης των άκρων. Στις ΗΠΑ σήμερα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να δημιουργηθούν διακομματικές πλειοψηφίες που παραδοσιακά παρήγαγαν τις μεγάλες συναινέσεις. Το θεσμικό σύστημα δοκιμάζεται συνεχώς και αρκετοί και αρκετές δείχνουν να έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς που έκαναν την Αμερική την ισχυρότερη και ελκυστικότερη από κάθε άποψη χώρα στην ανθρώπινη ιστορία.
Αυτό είναι το μεγάλο ζήτημα και μια εκλογή Τραμπ απλώς θα επιτείνει την αβεβαιότητα. Όλοι οι παίκτες στην παγκόσμια σκακιέρα θα βρίσκονται σε κατάσταση αναμονής μέχρι τις 5 Νοεμβρίου 2024.
Ελληνοαμερικανικές σχέσεις και διεθνής αβεβαιότητα