Ελληνοτουρκική φιλία και Τουρκοκρητικοί

Μπορεί να είναι η ευκαιρία να αρχίσει μια επαφή, όμως αυτή πρέπει να είναι στη βάση μιας ειλικρινούς συζήτησης για το τί έχει συμβεί.
Open Image Modal
Τουρκοκρητικοί με τοπικές ενδυμασίες (τέλη 19ου - αρχές 20ού αι.).
commons wikimedia

Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη Συνθήκη της Λωζάνης και την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μουσουλμανικοί πληθυσμοί, Ελληνόφωνοι κυρίως, και Χριστιανικοί πληθυσμοί ανταλλάχτηκαν και πέρασαν στην άλλη όχθη του Αιγαίου μετά την Καταστροφή. Ήταν η τελευταία πράξη μιας διαδικασίας που είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν, με τις συνθήκες κάθε πληθυσμού να έχουν κοινά σημεία αλλά και διαφορές.

Στην περίπτωση των Τουρκοκρητικών, οι οποίοι είχαν φτάσει, μέσα από αθρόους εξισλαμισμούς οφειλόμενους στην έντονη καταπίεση των χριστιανών, να είναι το 50% του πληθυσμού, όταν έφτασε η ώρα της ανταλλαγής εκπροσωπούσαν το ένα τέταρτο των κατοίκων της Κρήτης. Η ελληνική τους καταγωγή, κι αυτών και των υπόλοιπων εξισλαμισμένων, έχει δημιουργήσει κατά καιρούς ελπίδες ότι θα επανακάμψουν στην αρχική τους ταυτότητα. Αυτό αφορά μιαν ανάγνωση της κατάστασης που πόρρω απέχει από την πραγματικότητα: Οι Τουρκοκρητικοί πέρασαν συνειδητά στην Τουρκική ταυτότητα μέσω του εξισλαμισμού τους και κατέστησαν φορείς εξουσίας στα πλαίσια της ρατσιστικής δομής της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που θεωρούσε τους μη μουσουλμάνους κατοίκους της υπηκόους δεύτερης κατηγορίας, ραγιάδες, δηλαδή πρόβατα προς άρμεγμα. Οι μέχρι χτες ραγιάδες, λοιπόν, με τον εξισλαμισμό τους περνούσαν στη σφαίρα της εξουσίας και καταπίεζαν τους χριστιανούς αδελφούς τους. Οι λίγες περιπτώσεις κρυπτοχριστιανών εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια των συνεχών επαναστάσεων του 19ου αιώνα. Οι υπόλοιποι είτε επανήλθαν στην αρχική τους ταυτότητα με την πρόοδο των διαρκών επαναστάσεων και την περιέλευση του ελέγχου της υπαίθρου στους Έλληνες, είτε παρέμειναν συνειδητοί μουσουλμάνοι και συνέχισαν να ασκούν εξουσία με βίαιο τρόπο, μέχρι να αναγκαστούν να αποχωρήσουν σταδιακά. Οι τελευταίοι έφυγαν με την Ανταλλαγή το 1924, έχοντας συμμετάσχει σε όλες τις σφαγές των Ελλήνων που λάμβαναν τακτικά χώρα.

Οι Τουρκοκρητικοί υπήρξαν οι εχθροί μας σε όλη την συνεχή επαναστατική διαδικασία που ξεκινάει από το Δασκαλογιάννη και καταλήγει στην Ένωση. Από την Ανατολή δεν ήρθαν Τούρκοι στην Κρήτη σε αριθμούς τέτοιους ώστε να αποτελέσουν κάποια κρίσιμη μάζα με δικά της χαρακτηριστικά. Αυτοί ήταν η πηγή καταπίεσης, και ο χαρακτηρισμός «γερλήδες» δηλαδή ντόπιοι, καταδεικνύει ακριβώς ότι η μάστιγα του ελληνικού πληθυσμού προερχόταν από το σώμα του, σάρκα που θέλησε να αποχωριστεί βίαια εκ της σαρκός του ελληνισμού στο νησί.

Εχθροί μας συνέχιζαν να είναι και αφού έφευγαν από την Κρήτη. Κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία χρησιμοποιήθηκαν από τον Κεμάλ ως ρουφιάνοι, καθώς μιλούσαν τα Ελληνικά, συμμετείχαν δε, μεταξύ άλλων, στην κατακρεούργηση του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Τουρκοκρητικοί δε μιλούσαν τουρκικά· υποχρεώθηκαν να τα μάθουν στη νέα τους εγκατάσταση, όχι απλά ως διαδικασία αναγκαία για να επικοινωνούν με το νέο τους περίγυρο, αλλά ως επιτέλεση της πολιτικής του Κεμαλικού κράτους επιβολής της Τουρκικής ως υποχρεωτικής γλώσσας συνεννόησης στην πανσπερμία των λαών και ταυτοτήτων που απαρτίζουν τη σημερινή Τουρκία. Πρόκειται για την καμπάνια «Πατριώτη μίλα Τουρκικά (Vatandas Turkce konus)», ένα από τα πολλά μέτρα πολιτιστικής γενοκτονίας για όσους είχαν επιβιώσει της φυσικής που είχε προηγηθεί.

Οι Τουρκοκρητικοί έφυγαν επειδή ηττήθηκαν κατά τις σκληρότατες συγκρούσεις με τους Έλληνες της Κρήτης. Έφυγαν λοιπόν ως εχθροί. Εδώ θα πρέπει να αντιδιασταλεί η περίπτωσή τους από το παράδειγμα που προσφέρει η αντίστοιχη διαδικασία εξισλαμισμών στον Πόντο· εκεί δεν υπήρξε σύγκρουση μεταξύ των εξισλαμισμένων και των Ελλήνων. Τη Γενοκτονία επιτέλεσαν οι Τσέτες, που μεταφέρθηκαν στην περιοχή γι’ αυτό το σκοπό, ενώ το Ποντικό αντάρτικο ενάντια σε αυτούς έδρασε, όχι ενάντια στους εξισλαμισμένους Ποντίους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι οι επαφές μεταξύ Ελλήνων και εξισλαμισμένων Ποντίων γίνονται δίχως να τις βαραίνει ένα συγκρουσιακό παρελθόν.

Στην Κρήτη δε μπορεί να συμβεί αυτό. Οι δύο πληθυσμοί οφείλουν να επικοινωνούν. Μοιράζονται κάποια κοινά πολιτιστικά στοιχεία, όπως τη μουσική και το χορό. Αλλά αυτό μπορεί να είναι η ευκαιρία να αρχίσει μια επαφή, όμως αυτή πρέπει να είναι στη βάση μιας ειλικρινούς συζήτησης για το τί έχει συμβεί. Δε μπορεί να συναντιόμαστε και να αναπολούμε πόσο ωραία μας σφάζανε στο μεγάλο αρπεντέ και στους αμέτρητους άλλους. Πρέπει να σκύψομε πάνω στο παρελθόν, να καταλάβουν ότι δεν ήταν πάντα Τούρκοι (όπως έχει εύγλωττα αναφέρει πριν καιρό μια συνειδητοποιημένη Τουρκοκρητικιά), και να αναλάβουν τις ευθύνες των εγκλημάτων που διέπραξαν. Ουσιαστικά μιλούμε για μια μικρογραφία αυτού που η επίσημη Τουρκία πρέπει να κάμει για τη γενοκτονία.

Σε αυτή τη βάση μπορούμε να ξαναβρούμε τους παλιούς μας εχθρούς (και πιο παλιούς αδελφούς μας). Μπορούμε να μιλήσουμε μαζί τους, να ξαναβρούμε μιαν επαφή ακόμα κι αν η μεταστροφή τους στο Ισλάμ δεν είναι πια αναστρέψιμη. Αυτό που δε μας επιτρέπει η ιστορία μας να κάνουμε, είναι να ξεκινήσουμε επαφές από μηδενική βάση, σα να μην έχει συμβεί τίποτα, σε μια χαζοχαρούμενη προσέγγιση που αγνοεί τα γενοκτονικά χαρακτηριστικά του τουρκικού κράτους και τον αναθεωρητισμό του. Γιατί μια επαφή σα να μην έχει συμβεί τίποτα, δεν είναι αθώα, ούτε καλοπροαίρετη· εντάσσεται στους σχεδιασμούς του τουρκικού κράτους που θα εργαλειοποιήσει και τους Τουρκοκρητικούς στα πλαίσια του υβριδικού πολέμου που ασκεί εδώ και χρόνια απέναντι στην πατρίδα μας, και θα τη βρούμε μπροστά μας πολύ σύντομα.