Είμαστε ένας λαός ή του ύψους ή του βάθους. Ενδιάμεσο διάστημα δεν υπάρχει.
Αναγνωρίζουμε μόνο δύο χρώματα ή το μαύρο ή το άσπρο και δεν έχουμε μέτρο στις αντιδράσεις μας για κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με αυτό που πιστεύουμε ή με αυτό που μας βολεύει.
Αντιδρούμε σχεδόν πάντα με το θυμικό και σπάνια με την λογική.
Τώρα που έχουν περάσει κάποιες μέρες και ελπίζω ο κουρνιαχτός για την ποινή του Λιγνάδη να έχει κοπάσει, ας πούμε κάποια πράγματα που μέσα στην αγανάκτηση της στιγμής τα αγνοήσαμε και τα αφήσαμε στην άκρη.
Και αναφέρομαι πάντα στο ποινικό σκέλος της υπόθεσης Λιγνάδη και όχι στην πολιτική του προέκταση που κάποιοι επένδυσαν σ′ αυτήν για να έχουν πολιτικά οφέλη.
Για την πολιτική διάσταση της υπόθεσης θα πω μόνο τούτο παραφράζοντας λίγο τον στίχο της Κατερίνας Γώγου: «Μην σημαδεύετε τον Λιγνάδη, η Μενδώνη είναι ο στόχος».
Πράγματι για τα κακουργήματα των δύο βιασμών που το δικαστήριο έκρινε ότι διέπραξε, φαίνεται ότι είναι μικρή η ποινή, καθώς και η αποφυλάκισή του μέχρι την εκδίκαση της έφεσης και είναι δικαιολογημένη η απορία της κοινής γνώμης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι δικαιολογημένες οι κραυγές, ο φανατισμός, τα πλακάτ και η στοχοποίηση των δικαστών.
Και εδώ γεννάται το εξής ερώτημα:
Γιατί όλοι αυτοί που εκφράζουν την οργή τους μέσα από τις δημόσιες τοποθετήσεις τους, δεν έκαναν το ίδιο και για την περίπτωση του γνωστού ντράμερ Γιώργου Γιαννόπουλου. Και εκείνος καταδικάστηκε το 2019 πρωτόδικα σε 12 χρόνια φυλάκιση και μάλιστα χωρίς ελαφρυντικά, για ασέλγεια σε βάρος ενός 6χρονου κοριτσιού και παρέμενε εκτός φυλακής για τρία χρόνια μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο εφετείο.
Γιατί ενώ και σε κείνον επιβλήθηκαν τα ίδια περιοριστικά μέτρα με τον Λιγνάδη, της εμφάνισης δυο φορές το μήνα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του και της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα δεν είχαν όλοι αυτοί, την ανάλογη αντίδραση με αυτή του Λιγνάδη.
Που πήγε η ευαισθησία τους για το 6χρονο κοριτσάκι;
Γιατί δύο μέτρα και δύο σταθμά για σχεδόν δύο ίδιες περιπτώσεις;
Μπορεί να απαντήσει κάποιος από όλους αυτούς σε αυτά τα γιατί;
Αυτές οι επιλεκτικές αντιδράσεις, δεν μειώνουν φυσικά σε καμία περίπτωση το μέγεθος των εγκλημάτων του Λιγνάδη, αλλά δείχνουν την α λά καρτ ευαισθησία κάποιων.
Εμείς κρίνουμε τον Λιγνάδη και τις πράξεις του σύμφωνα με ότι ακούσαμε, ότι μάθαμε, ότι έχει δημοσιευτεί όλο αυτό το χρονικό διάστημα και όχι με ότι διημείφθει μέσα στο δικαστήριο.
Δεν ξέρουμε δηλαδή τι στοιχεία προέκυψαν κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας που με βάση αυτά, το δικαστήριο κρίνει και αποφασίζει και όχι με ότι έχει ειπωθεί στα πάνελ διαφόρων τηλεοπτικών εκπομπών.
Μας διαφεύγει επίσης ότι οι δικαστές μετά την ανακοίνωση της ποινής είναι υποχρεωμένοι να τεκμηριώσουν γραπτώς με επιχειρήματα και με απόλυτη σαφήνεια γιατί επέβαλαν αυτή την ποινή και όχι κάποια άλλη.
Πριν βγούμε λοιπόν στα κάγκελα και στήσουμε στο απόσπασμα αυτούς τους ανθρώπους, μήπως θα ήταν φρόνιμο να περιμένουμε να διαβάσουμε το σκεπτικό της απόφασης τους;
Να δούμε με ποια στοιχεία κατέληξαν αυτοί οι άνθρωποι σε αυτή την ποινή που πράγματι φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση μικρή.
Άλλωστε και ο εισαγγελέας της έδρας που πρότεινε για κάθε βιασμό τα 12 έτη, όπως ο ίδιος ανακοίνωσε, αυτό ακριβώς περιμένει. Να διαβάσει πρώτα το σκεπτικό της απόφασης και μετά θα αποφασίσει αν θα ασκήσει έφεση επί της ποινής.
Θα πουν τώρα κάποιοι από αυτούς που ωρύονται και γράφουν τραγούδια, σιγά τώρα, τι ξέρει περισσότερα ο εισαγγελέας της έδρας από μας.
Είναι πράγματι ένα ερώτημα αυτό που χρήζει απάντησης.
Αρκεί όμως να θυμηθούμε την περίπτωση της κοπέλας που κατήγγειλε τον βιασμό της στην σουίτα του πολυτελούς ξενοδοχείου στην Θεσσαλονίκη ανήμερα της Πρωτοχρονιάς και απεδείχθη τελικά ότι η καταγγελία της ήταν ψευδής.
Όταν η εισαγγελέας αποφάσισε ότι η καταγγέλλουσα: «Απασχόλησε τις αρχές ψευδώς και με δόλο» η κοινή γνώμη έπεσε να «φάει» την δικαστικό λειτουργό γιατί της χάλασε το αφήγημα της ενοχής του γόνου της πλούσιας οικογένειας.
Και τότε κάναμε ότι κάνουμε και σήμερα.
Θεωρήσαμε ότι αφού ήταν γόνος πλούσιας και ισχυρής οικογένειας «έπεσε στα μαλακά» όπως ο Λιγνάδης.
Αυτό από μόνο του ήταν για μας αρκετό και δεν χρειαζόμαστε άλλες αποδείξεις.
Ένας ανάστροφος ρατσισμός δηλαδή.
Αν μια Πόρσε τρακάρει με ένα Φίατ το μόνο σίγουρο είναι, ότι φταίει πάντα η Πόρσε.
Όποιος όμως διαβάσει το σκεπτικό της απόφασης της εισαγγελέως, θα διαπιστώσει ότι τεκμηριώνει με απόλυτα σαφή τρόπο γιατί και πως κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα.
Ας περιμένουμε λοιπόν το σκεπτικό της απόφασής του δικαστηρίου, να διαβάσουμε τα επιχειρήματα που επικαλούνται οι δικαστές για το ύψος της ποινής και αν αυτά δεν τεκμηριώνουν την απόφασή τους, τότε ας βγούμε όλοι στα κάγκελα.
Αυτή πρέπει να είναι η σειρά των πραγμάτων.
Να πάψουμε επιτέλους σε αυτή την χώρα να έχουμε επιλεκτική μνήμη και να μην λέμε την τελευταία λέξη πρώτη.