Αν παρακολουθήσει κανείς την ελληνική συζήτηση γύρω από την απουσία γυναικών από το νέο κυβερνητικό σχήμα, εύκολα μπορεί να θεωρήσει ότι ενδιαφέρει μόνο μερικούς/ές γραφικούς/ές που δε βλέπουν πέρα από το μύτη τους και αφήνουν στην άκρη τα μεγάλα και σημαντικά για να εστιάσουν σε μια λεπτομέρεια δευτερεύουσας σημασίας.
Ώσπου έρχεται η Zeinad Badawi, δημοσιογράφος στην εκπομπή του BBC “Hard Talk” και, παράλληλα με τα υπόλοιπα μεγάλα και σημαντικά, ρωτάει τον νέο πρωθυπουργό: «Πώς εξηγείτε το ότι σε σύνολο 51 στελεχών της κυβέρνησης μόλις 5 είναι γυναίκες;». Τώρα, η Zeinad Badawi δεν συμμετέχει στην ελληνική συζήτηση και γι’ αυτό δεν βασανίζεται από αμφιβολίες γύρω από το αν γίνεται γραφική, γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι το θέμα εντάσσεται σε μια παγκόσμιας εμβέλειας σημαντική συζήτηση γύρω από την ισότητα των φύλων. Οπότε δείχνει αξιοπρόσεχτη επιμονή προσπαθώντας να λάβει μια ικανοποιητική απάντηση από τον πρωθυπουργό, ο οποίος της δίνει, συνοπτικά, σε μια αφήγηση με δύο σκέλη: 1. Εμείς προσπαθήσαμε να έχουμε περισσότερες γυναίκες. 2. Οι γυναίκες δεν ήθελαν.
Δε θα μείνω για πολύ στο πρώτο σκέλος της απάντησης, θα πω μόνο ότι η ύπαρξη προσπάθειας δεν αποτελεί άλλοθι για την ανεπάρκειά της. Για να αρχίσει κανείς να ανατρέπει μια παγιωμένη ανισορροπία αιώνων, δεν αρκεί η προσπάθεια των λίγων ωρών μετά την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος, ούτε των λίγων εβδομάδων της προεκλογικής περιόδου, ούτε καν των λίγων μήνες της προ-προεκλογικής προετοιμασίας ενός πιθανού κυβερνητικού σχήματος. Χρειάζεται προσπάθεια πολλών μηνών και χρόνων για να βρεθούν οι ικανές υποψήφιες και να δημιουργηθούν εκείνες που ακόμα δεν υπάρχουν. Αλλά αυτά τα είπαμε και προχθές και θα τα ξαναπούμε.
Προς το παρόν το δεύτερο σκέλος φωνάζει για διευκρινήσεις.
Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα, με ένα ποσοστό της τάξης του 20%, βρίσκεται (μαζί με την Κύπρο, την Ουγγαρία και τη Μάλτα) ανάμεσα στις τελευταίες χώρες της κατάταξης που αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στα εθνικά κοινοβούλια, ο σωστός τροπος να διατυπωθεί το δεύτερο σκελος της απάντησης είναι ότι οι Ελληνίδες δεν ήθελαν να αναλάβουν μια θέση πολιτικής ευθύνης.
Γιατί οι Σουηδέζες (47% του εθνικού τους κοινοβουλίου) θέλουν. Οι Φινλανδές (42%), επίσης. Οι Βελγίδες, οι Ισπανίδες, οι Αυστριακές, οι Δανές και οι Πορτογαλίδες (όλες πάνω από 36%), θέλουν.
Κι ακόμα και εκτός ΕΕ, οι Αμερικανίδες (6 υποψήφιες για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών) θέλουν. Σε πολλές χώρες της Αφρικής, η εκπροσώπηση των γυναικών ξεπερνά το 40% στα εθνικά κοινοβούλια.
Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κάνει τις Ελληνίδες να μη «θέλουν»; Τι είναι αυτό που κερδίζουμε μη συμμετέχοντας, τι είναι αυτό που μας κάνει τόσο δελεαστικό το να μη διεκδικούμε (ή, έστω, να αποδεχόμαστε όταν μας τις προσφέρουν) θέσεις ευθύνης στην πολιτική;
Διάλεξα πέντε πηγές, που δίνουν μερικές πιθανές (και όχι αλληλοαποκλειούμενες) ερμηνείες.
Χαμηλή απασχόληση
Το γεγονός ότι οι ελάχιστες γυναίκες που αναδεικνύονται σε πολιτικά αξιώματα έχουν στην πλειονότητά τους να επιδείξουν εντυπωσιακά βιογραφικά, απλώς ενισχύει την εμπειρική παραδοχή ότι είναι πολύ δύσκολο να διεκδικήσει (να «θέλει») μια θέση ευθύνης στην πολιτική μία γυναίκα με ελάχιστη ή αποσπασματική επαγγελματική εμπειρία, σε αντίθεση με κάποια που έχει δουλέψει με μικρά ή και καθόλου χρονικά κενά και που μπορεί, μάλιστα, να έχει κατακτήσει στο παρελθόν και κάποια θέση ευθύνης εκτός πολιτικής.
Μόνο που στην Ελλάδα οι εργαζόμενες αυτές είναι συγκριτικά λίγες: είμαστε τέταρτοι από το τέλος (και τελευταίοι ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ) στην κατάταξη του ΟΟΣΑ με τα ποσοστά γυναικείας απασχόλησης, αφού στη χώρα μας δουλεύει μόνο το 46,5% των γυναικών που βρίσκονται σε εργάσιμη ηλικία. Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων (EIGE) για το 2015, το ποσοστό θέσεων που κατέχονταν από γυναίκες στα διοικητικά συμβούλια των εισηγμένων εταιρειών, της κεντρικής τράπεζας, των οργανισμών που χρηματοδοτούν ερευνητικά προγράμματα και των μεγαλύτερων αθλητικών σωματείων δεν ξεπερνούσε σε καμία περίπτωση το 11%.
Ενδιαφέρον έχει επίσης το ότι, σύμφωνα και πάλι με το EIGE, το χάσμα στην απασχόληση αντρών και γυναικών είναι σχεδόν πενταπλάσιο στην περίπτωση ατόμων με παιδιά (29 ποσοστιαίες μονάδες) σε σχέση με το χάσμα ανάμεσα σε άτεκνους άντρες και γυναίκες (6 ποσοστιαίες μονάδες).
Το οποίο μας φέρνει στην…
Έλλειψη ισορροπίας επαγγελματικής/ιδιωτικής ζωής
Γυναίκες και άντρες με παιδιά: Το 85% των γυναικών ασχολείται τουλάχιστον 1 ώρα την ημέρα με δουλειές του σπιτιού. Το αντίστοιχο ποσοστό για τους άντρες είναι 16% -κι αυτοί οι δείκτες φέρνουν την Ελλάδα στη χειρότερη θέση της ΕΕ σε ό,τι αφορά την ισότιμη χρήση χρόνου ανάμεσα στα δύο φύλα.
Προσχολική αγωγή: Οι στόχοι της Βαρκελώνης ορίζουν ότι σε κάθε χώρα της ΕΕ τουλάχιστον το 33% των παιδιών κάτω των 3 ετών και τουλάχιστον το 90% των παιδιών μεταξύ 3-5 θα πρέπει να έχουν θέσεις σε δομές φύλαξης και απασχόλησης. Στην Ελλάδα τα ποσοστά είναι 11% και 67% αντίστοιχα.
Κι αν το πρόβλημα της επιβάρυνσης των Ελληνίδων με δυσανάλογο ποσοστό απλήρωτων εργασιών φροντίδας το χρεώνουμε συχνά στις παγιωμένες αντιλήψεις και τις κακώς εννοούμενες παραδόσεις μας, ακούστε κι αυτό:
Η έρευνα Women, Business and the Law που πραγματοποιεί το World Bank Group βαθμολογεί περίπου 200 χώρες με βάση το κατά πόσο η νομοθεσία τους εξασφαλίζει την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην εργασία και σε θέσεις ευθύνης. Και η βαθμολογία της Ελλάδας δεν είναι κακή: 97,5/100.
Μόνο που τους 2,5 βαθμούς που μας λείπουν για να είναι η νομοθεσία μας άψογη με όρους ισότητας, τους χάνουμε μονοκούκι από το δείκτη «Απόκτηση παιδιών», ο οποίος αξιολογεί τους νόμους που επηρεάζουν την απασχολησιμότητα των γυναικών μετά τη δημιουργία οικογένειας.
Γιατί; Ας πούμε, ενδεικτικά, επειδή σε αυτό το διάγραμμα που παρουσιάζει συνοπτικά τη διάρκεια των αδειών πατρότητας σε κάθε χώρα της ΕΕ, η διάρκεια για όλες σχεδόν τις χώρες μετριέται σε εβδομάδες, και μόνο στην Ελλάδα υπάρχει η παρένθεση που προσδιορίζει ότι ο αριθμός 2 αναφέρεται σε ημέρες.
Συμπέρασμα: Άδειες πατρότητας. Ισότιμη πρόνοια γονεϊκότητας για το δημόσιο, τον ιδιωτικό και τον τομέα της αυτοαπασχόλησης. Πρόσβαση σε δομές προσχολικής φροντίδας. Μέχρι να θεωρηθούν κατοχυρωμένα και δεδομένα για όλες και όλους, είναι μάλλον αυθαίρετο και ανεύθυνο να χρεώνει οποιοσδήποτε -πόσω μάλλον η ίδια η πολιτεία- στις γυναίκες ότι «δεν θέλουν» να συμμετάσχουν στον απαιτητικό χώρο της πολιτικής.
Θα μου πείτε: είναι σίγουρα καλύτερα τα πράγματα στη Ευρώπη; Κι αν ακόμα ο μέσος Ευρωπαίος πλένει περισσότερα πιάτα στο σπίτι από τον μέσο Έλληνα, ασφαλώς αυτό δεν μπορεί να ισχύει για εκείνους που κατέχουν θέσεις ευθύνης και κρατάνε στα χέρια τους την τύχη κρατών.
Θα σας πω: διαβάστε το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο Η Τελευταία Μπλόφα των Ελένη Βαρβιτσιώτη & Βικτωρια Δενδρινού. Το απόσπασμα, που μου επεσήμανε, πολύ καίρια, η Βίβιαν Ευθυμιοπούλου, αμφιβάλλω αν θα υπήρχε μέσα στο βιβλίο αν οι συγγραφείς του ήταν άντρες, ωστόσο τώρα υπάρχει και είναι αυτό:
Τα Σαββατοκύριακα ο Τόμας Βίζερ (σ.σ. τότε επικεφαλής του Euroworking Group) ασχολιόταν κυρίως με δουλειές του σπιτιού. Με τη γυναίκα του Γκιζέλα, μια εξπρεσιονίστρια ζωγράφο, τις είχαν μοιράσει μεταξύ τους και ο ίδιος είχε αναλάβει το σιδέρωμα, το οποίο και απολάμβανε.
Οπότε ναι, φυσικά, η ισοκατανομή των ευθυνών φροντίδας δεν είναι θέμα αποκλειστικά νομοθετικό, γι’ αυτό ας μιλήσουμε και για…
Ασυνείδητες προκαταλήψεις
Πριν από μερικές μέρες δημοσιεύτηκαν τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας Εκλέγειν και Εκλέγεσθαι – Διερεύνηση και καταγραφή αντιλήψεων και πεποιθήσεων για θέματα συμμετοχής και εκπροσώπησης γυναικών σε δομές λήψης πολιτικών αποφάσεων, που πραγματοποιήθηκε από το Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας, με στόχο τη διερεύνηση και την καταγραφή των στάσεων, των αντιλήψεων και των αναπαραστάσεων του πληθυσμού αλλά και των γυναικών που συμμετέχουν οι ίδιες σε πολιτικές δομές και θέσεις ευθύνης, για τα θέματα συμμετοχής και εκπροσώπησης των γυναικών στις δομές λήψης πολιτικών αποφάσεων.
Τα αποτελέσματα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα σημεία όπου οι ερωτώμενοι, έχοντας δώσει πρώτα μία «σωστή» απάντηση, αφήνονται αφύλαχτοι στην αμέσως επόμενη/διερευνητική ερώτηση να απαντήσουν πιο αυθόρμητα και, τελικά, ειλικρινά. Όπως εδώ:
Οι άνδρες του δείγματος θα επιθυμούσαν η σύντροφός τους να ασχοληθεί με την πολιτική (57%), και ιδίως στον Δήμο/Δημοτικό Συμβούλιο (57,3%). Τα ποσοστά των ανδρών που θα έβλεπαν την σύντροφο τους στη θέση του Βουλευτή ή στην Περιφέρεια είναι αρκετά χαμηλότερα: 16%.
Το συμπέρασμα ότι οι άντρες (και όχι μόνο), εντός και εκτός πολιτικής, δεν υποστηρίζουν ουσιαστικά τη συμμετοχή των γυναικών σε (όλων των ειδών) τις θέσεις ευθύνης, διατρέχει ολόκληρη την έκθεση των αποτελεσμάτων:
Το 47,3% των γυναικών και το 40,7% των ανδρών υποστηρίζει ότι σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα στην πολιτική συμμετοχή και εκπροσώπηση των γυναικών αποτελεί η αρνητική στάση του οικογενειακού περιβάλλοντος (συζύγου/συντρόφου και άλλων μελών). Επίσης, το 42,4% των ανδρών και το 40% των γυναικών δηλώνει ότι η συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική επηρεάζεται αρνητικά από τη μη υποστηρικτική στάση των ηγετικών οργάνων και άλλων μελών του κόμματος, αλλά και τη στάση των ΜΜΕ.
Αλλά και στο ποιοτικό κομμάτι της έρευνας, με συνεντεύξεις σε είκοσι (20) γυναίκες από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους του δημοκρατικού φάσματος, γίνεται εμφανές ότι αν θελήσει μία γυναίκα να πάρει μέρος στην πολιτική και να διεκδικήσει μία θέση ευθύνης, χάνει εξαρχής ένα σημαντικό μέρος της έγκρισης και της αποδοχής που θα απολάμβανε από τους άντρες του περιβάλλοντός της, αν είχε καθίσει ήσυχη και δεν ανακατευόταν με τομείς στους οποίους «δεν ανήκει».
Η «ορατότητα» και παρουσία των γυναικών στο δημόσιο χώρο και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης σπανίως γίνεται με όρους ισοτιμίας, και χωρίς τη χρήση σεξιστικών όρων και απαξιωτικών ή υποτιμητικών αναφορών.
Και:
Οι παράγοντες που αναπαράγουν τον αποκλεισμό ή στην καλύτερη περίπτωση την περιορισμένη, διαβαθμισμένη και υπό όρους πρόσβαση των γυναικών σε θέσεις / δομές πολιτικής ευθύνης, συνδέονται με: τις κυρίαρχες και στερεοτυπικές αντιλήψεις περί του πολιτικού και την ταύτιση της πολιτικής με τους άνδρες […], τις κυρίαρχες και πατριαρχικές αντιλήψεις για τη γονεϊκότητα[…], καθώς και με τον ανδροκεντρισμό της συντριπτικής πλειοψηφίας των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών (ιδιαιτέρως των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των κομμάτων), όπου κυριαρχεί η «ανδρική κουλτούρα» (“old boys culture”)
Έλλειψη προτύπων
Η τελευταία πηγή είναι εκείνη από την οποία ξεκινήσαμε όλη αυτή την κουβέντα. Οι 5 γυναίκες στο υπουργικό συμβούλιο. Οι 62 σε ολόκληρη τη Βουλή. Οι γυναίκες που ΔΕΝ βλέπουν οι επόμενες γυναίκες, ώστε να μπορέσουν να φανταστούν και τον εαυτό τους να ασχοληθεί με τα κοινά. Οι γυναίκες που ΔΕΝ υπάρχουν για να χρησιμεύσουν ως δίκτυο υποστήριξης, ενδυνάμωσης και συνεργασίας για τις άλλες, που βρίσκονται ήδη σε κάποια θέση ευθύνης. Οι γυναίκες που ΔΕΝ είναι εκεί που θα έπρεπε ώστε να προωθήσουν πολιτικές και μέτρα για να αντιμετωπιστούν τα παραπάνω εμπόδια και να μπορούν περισσότερες Ελληνίδες να θέλουν.
Άρα;
Είναι μια από τις πρώτες φορές που ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί συνειδητά να εξισορροπήσει την έμφυλη εκπροσώπηση στις θέσεις εξουσίας; Μάλλον είναι. Και μόνο γι’ αυτό το λόγο τα αποτελέσματα προφανώς δεν θα μπορούσαν να είναι ιδανικά.
Θα μπορούσαν να είναι καλύτερα; Θα μπορούσαν.
Είναι άστοχο/άχρηστο να μιλήσουμε ανοιχτά γι’ αυτό; Δεν είναι.
Το να ρίχνει κανείς την ευθύνη στις γυναίκες που δεν βρίσκονται μπροστά (ούτε, βασικά, και μέσα στην κυβέρνηση) για να απαντήσουν, αποπροσανατολίζει από τη μόνη εποικοδομητική αφήγηση, που θα ήταν: «το αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που θα έπρεπε, αλλά είναι στις προτεραιότητες μας για την επόμενη τετραετία να αντιμετωπίσουμε συστηματικά τα εμπόδια που κάνουν αυτή την εκπροσώπηση τόσο φτωχή. Θα διαφυλάξουμε και θα ενισχύσουμε τον οριζόντιο χαρακτήρα των στρατηγικών ισότητας και στις επόμενες εκλογές περισσότερες γυναίκες θα θέλουν».
Υ.Γ. Και κάτι ακόμα: μπορεί να μην έχουμε αρκετές γυναίκες πολιτικούς αλλά επίσης δεν έχουμε και αρκετούς/ές δημοσιογράφους σαν την Badawi, που να κάνουν τέτοιες δύσκολες ερωτήσεις και να επιμένουν όταν οι απαντήσεις δεν είναι ικανοποιητικές.
Πρώτη δημοσίευση στο stellakasdagli.com