Ένα δικαίωμα πιο αποτελεσματικό από του συνέρχεσθαι για το οποίο δεν έχει διαδηλώσει κανείς

Ένα δικαίωμα μόνο δεν κάλεσαν ποτέ τους πολίτες να διεκδικήσουν τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα: Το δικαίωμα να προκαλούν δημοψήφισμα.
|
Open Image Modal
Συγκέντρωση ενάντια στο νομοσχέδιο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη για τις διαδηλώσεις την Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020
Eurokinissi

Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τις δημόσιες συναθροίσεις προκάλεσε την δριμεία κριτική μέρους της αντιπολίτευσης, αλλά και των συνδικάτων, οι οποίοι την κατηγόρησαν δικαιολογημένα ότι επιχειρεί να περιορίσει το κατοχυρωμένο στο άρθρο 11 του Συντάγματος δικαίωμα του συνέρχεσθαι.

Για την υπεράσπιση του δικαιώματος διοργανώθηκε ογκώδης διαδήλωση, στην οποία συμμετείχαν χιλιάδες πολίτες. Αλλά η διαδήλωση δεν απέτρεψε την ψήφιση του νόμου, διότι , ως γνωστόν, οι διαδηλωτές έχουν το δικαίωμα να φωνάζουν, αλλά δεν έχουν το δικαίωμα να ψηφίζουν, ούτε να ακυρώνουν νόμους που ψηφίζει η βουλή.

Την δεκαετία της χρεοκοπίας και των μνημονίων, αλλά και καθ’ όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης, κόμματα και συνδικάτα έχουν διοργανώσει χιλιάδες μάταιες διαδηλώσεις, όπου οι πολίτες βγήκαν απελπισμένοι στους δρόμους και αγωνίστηκαν δίχως αποτέλεσμα για την διατήρηση των δικαιωμάτων τους. Ένα δικαίωμα μόνο δεν κάλεσαν ποτέ τους πολίτες να διεκδικήσουν τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα: Το δικαίωμα να προκαλούν δημοψήφισμα.

Σε αντίθεση με το δικαίωμα του συνέρχεσθαι που ανήκει στα ατομικά δικαιώματα, το δικαίωμα πρόκλησης δημοψηφίσματος είναι πολιτικό δικαίωμα, καθώς παρέχει πολιτική εξουσία. Εάν οι πολίτες διατηρούσαν το δικαίωμα να προκαλούν την διενέργεια δημοψηφίσματος για την ακύρωση νόμου συλλέγοντας, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, τον απαιτούμενο αριθμό υπογραφών, τότε αντί να διαδηλώνουν ενώπιον της βουλής και να υφίστανται τον εξευτελισμό της αστυνομικής καταστολής, θα μάζευαν υπογραφές, θα επετύγχαναν την διενέργεια δημοψηφίσματος και θα ακύρωναν κάθε νόμο που η βουλή θα ψήφιζε σε βάρος των συμφερόντων και των δικαιωμάτων τους. Εάν πάλι δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν τις απαιτούμενες υπογραφές για διενέργεια δημοψηφίσματος, αυτό θα σήμαινε ότι η κοινωνία δεν επικροτεί το αίτημά τους.

Κατά την πρόσφατη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, όπου θα μπορούσε να κατοχυρωθεί επιτέλους, κατά τα πρότυπα άλλων χωρών, το δικαίωμα του πολίτη να προκαλεί δημοψήφισμα για την ψήφιση ή την ακύρωση ψηφισμένου νόμου, την κύρωση διεθνών συνθηκών, ή την αλλαγή του συντάγματος, κανένα κόμμα και κανένα συνδικάτο δεν διοργάνωσε διαδήλωση ή, έστω, υπαίθρια συνάθροιση για την κατοχύρωση αυτού του δικαιώματος.

Αλλά και όταν η κυβέρνηση της ΝΔ ψήφισε σχεδόν εν κρυπτώ την αναστολή των δημοψηφισμάτων σε επίπεδο δήμου και περιφέρειας για 4 έτη, πάλι ουδένα κόμμα και ουδένα συνδικάτο διοργάνωσε οποιαδήποτε διαμαρτυρία για την αισχρή κατάργηση ενός κατοχυρωμένου δικαιώματος.

Ομοίως, κανένα κόμμα και κανένα συνδικάτο δεν κάλεσε τους πολίτες να διαδηλώσουν, προκειμένου να ψηφιστεί επιτέλους ο εφαρμοστικός νόμος που απαιτήθηκε δολίως ώστε να τεθεί σε εφαρμογή η παρ. 6 του άρθρου 73 του Συντάγματος, που αναγνωρίζει μετά πολλών εμποδίων το δικαίωμα των πολιτών να καταθέτουν πρόταση νόμου στην βουλή με συλλογή 500.000 υπογραφών.

Κόμματα και συνδικάτα διακηρύσσουν ότι είναι οι προστάτες των δικαιωμάτων του λαού. Αλλά όσο ο λαός δεν έχει επαρκή πολιτικά δικαιώματα ο ίδιος, δεν μπορεί να περιμένει σπουδαία πράγματα από τους αυτόκλητους προστάτες του.