Μπορεί η σύγχρονη τεχνολογία να βοηθήσει στην αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Α, της μινωικής γραφής που κρατά ακόμα καλά τα μυστικά της; Η δρ. Εστερ Σαλγκαρέλα, ερευνήτρια στο St John’s College του Κέιμπριτζ, όχι μόνο το πιστεύει αλλά και το επιχειρεί με την ανοικτής πρόσβασης βάση δεδομένων SigLA (https://sigla.phis.me/ \), που έφτιαξε σε συνεργασία με τον επιστήμονα υπολογιστών δρ. Σίμον Καστελάν από το Πανεπιστήμιο Ρεν στη Γαλλία. Η SigLA περιλαμβάνει έναν κατάλογο 300 τυπικών συμβόλων από 400 επιγραφές Γραμμικής Α οι οποίες έχουν αντιγραφεί στο χέρι από την ερευνήτρια. Η βάση δεδομένων βρίσκεται ακόμα υπό κατασκευή, αλλά περισσότερα από 3.000 μεμονωμένα σύμβολα που εντοπίστηκαν στις επιγραφές μπορούν να αναζητηθούν.
«Η SigLA εμφανίζει επιγραφές Γραμμικής Α σε μια διαδραστική βάση δεδομένων, όπου οι χρήστες μπορούν να βλέπουν και να αναγνωρίζουν με σαφήνεια μεμονωμένα σύμβολα (συλλαβογράμματα, λογογράμματα, σημάδια συναλλαγών, αν ένα σύμβολο είναι απλό ή σύνθετο), καθώς και λέξεις και όρια λέξεων. Πριν τη SigLA, αυτή η γνώση περιοριζόταν στους ειδικούς, οι οποίοι έκαναν οι ίδιοι τις ταυτοποιήσεις, δεδομένου ότι η μοναδική δημοσιευμένη συλλογή (corpus) επιγραφών Γραμμικής Α δεν διαθέτει φωνητικές μεταγραφές των κειμένων» αναφέρει η δρ. Σαλγκαρέλα επεξηγώντας ότι για κάθε κείμενο σε Γραμμική Α που εμφανίζεται στη SigLA υπάρχει ένας διαδικτυακός σύνδεσμος που παραπέμπει στις σκαναρισμένες σελίδες του σώματος (corpus), οι οποίες έχουν διατεθεί στο Ίντερνετ από τους εκδότες του, δηλαδή τη Γαλλική Σχολή Αθηνών.
Επιπλέον, η βάση δεδομένων επιτρέπει την εκτέλεση προηγμένων παλαιογραφικών αναζητήσεων οι οποίες φιλτράρονται από ένα σύνολο παραμέτρων. «Με αυτόν τον τρόπο, τα δεδομένα προσαρμόζονται στις ερευνητικές ανάγκες κάθε χρήστη. Ελπίζουμε ότι όλες αυτές οι αναζητήσεις και η ευελιξία στην αναδιοργάνωση των δεδομένων θα βοηθήσει τελικά στο ‘σπάσιμο’ του κώδικα», προσθέτει η ερευνήτρια, τονίζοντας ωστόσο ότι «’αποκρυπτογράφηση’ σημαίνει την κατανόηση της γλώσσας που έχει κωδικοποιηθεί σε μια γραφή, καθώς και του γλωσσικού δεσμού της, αν αυτός είναι δυνατόν να εντοπιστεί. Ως εκ τούτου, προς το παρόν μπορούμε να ‘διαβάσουμε’ τη Γραμμική Α γραφή, αλλά δεν μπορούμε ακόμα να την κατανοήσουμε», σημειώνει η ίδια που ασχολείται με τις σχέσεις μεταξύ των αιγαιακών γραφών της εποχής του Χαλκού, δηλαδή των Κρητικών Ιερογλυφικών (περίπου 1900 – 1600 π. Χ.), της Γραμμικής Α (περίπου 1800/1700 – 1450 π. Χ.) και της Γραμμικής Β (περίπου 1400/1370 – 1190 π.Χ.).
«Από αυτές, μόνο η Γραμμική Β γραφή έχει αποκρυπτογραφηθεί ως η παλαιότερη γραπτή μορφή της ελληνικής γλώσσας που γνωρίζουμε, ενώ η γλώσσα (ή οι γλώσσες) πίσω από τις άλλες δυο γραφές μένει να προσδιοριστεί. Στις έρευνές μου χρησιμοποιώ διεπιστημονική προσέγγιση συνδυάζοντας αρχαιολογική, επιγραφική και παλαιογραφική ανάλυση και ενοποιώντας τα δεδομένα που προκύπτουν», επισημαίνει. Η ίδια μάλιστα προχώρησε στην έκδοση μιας μονογραφίας με τίτλο Aegean Linear Script(s): Rethinking the Relationship Between Linear A and Linear B («Αιγαιακή Γραμμική Γραφή(ές): Επανεξετάζοντας τη σχέση μεταξύ Γραμμικής Α και Γραμμικής Β»).
«Η μονογραφία μου εστιάζει στην ‘παράδοση της Γραμμικής γραφής’. Εξετάζει τη μετάδοση της γραφής και την προσαρμογή της διαδικασίας από το πρότυπο της Γραμμικής Α στη Γραμμική B. Αντιμετώπισα τις δυο γραφές από μια δομική και παλαιογραφική προοπτική, που σημαίνει ότι αφενός ανέλυσα τα δομικά χαρακτηριστικά και των δυο συστημάτων γραφής (δηλαδή, τυπολογία και λειτουργία συμβόλων) και αφετέρου ερεύνησα το ‘ρεπερτόριο’ των γραφικών συμβόλων τους (σχήματα και παραλλαγές συμβόλων) ώστε να εκτιμήσω το επίπεδο του ‘χρέους’ που έχει η Γραμμική Β στη Γραμμική Α. Η δομική ανάλυση αποκάλυψε ότι ο τρόπος που οι δυο γραφές οργανώνουν και χρησιμοποιούν τα σύμβολα διαφέρει σε κάποιο βαθμό, κυρίως σε σχέση με την εννοιολογική λειτουργία των συμβόλων», εξηγεί.
Ωστόσο, η παλαιογραφική έρευνα έδειξε ότι, σε καθαρά γραφικό επίπεδο, η ομοιότητα είναι πολύ πιο έντονη από ό, τι αρχικά θεωρείτο. «Μελετώντας τις παλαιογραφικές παραλλαγές (δηλαδή, γραφικά σχήματα συμβόλων, γραφικές παραλλαγές και διανομή τους σε θέσεις που παρήγαγαν στοιχεία Γραμμικής Α), τόσο στην κάθε γραφή ξεχωριστά όσο και συγκριτικά μεταξύ τους, έγινε δυνατόν να παρατηρηθεί ότι αρκετές παραλλαγές συμβόλων στη Γραμμική Β είχαν ήδη ένα γραφικό προηγούμενο στη Γραμμική Α. Αυτό υποδηλώνει ότι δεν υπήρχε ισχυρή τυποποίηση στα σύμβολα κατά τη μετάδοση της γραφής όσον αφορά τη γραφική μορφή της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρξαν τροποποιήσεις, όπως και έγιναν. Ωστόσο, η γραφή παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη στο συνολικό γραφικό της περίγραμμα. Αυτός είναι και ο λόγος που επέλεξα ως τίτλο της μονογραφίας μου το ‘Script(s)’ –που είναι σκόπιμα διφορούμενος (σ.σ. δηλαδή γραφή ή γραφές)», προσθέτει. Η παλαιογραφική έρευνα τής επέτρεψε να παρατηρήσει και κάτι επίσης σημαντικό: «Επιγραφές Γραμμικής Α που βρέθηκαν σε θέσεις βόρεια και βορειοανατολικά της Κρήτης (κυρίως Χανιά, Αρχάνες και Ζάκρο) δείχνουν τη μεγαλύτερη γραφική ομοιότητα με τις επιγραφές της Γραμμικής Β. Αυτό θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι η Γραμμική Β αναπτύχθηκε υπό τις γραφικές επιρροές της Γραμμικής Α που ήταν σε χρήση στα βόρεια και βορειανατολικά παράκτια της Κρήτης», πληροφορεί επίσης.
“Συνολικά, γραπτές μαρτυρίες σε Γραμμική Α γραφή - που δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί - ανέρχονται σε περίπου 1.400 επιγραφές, κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, ιδίως σε σύγκριση με τη Γραμμική Β - που έχει αποκρυπτογραφηθεί - για την οποία έχουμε περίπου 6.000 επιγραφές.”
Γιατί, όμως, είναι τόσο δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί η Γραμμική Α; «Συνολικά, γραπτές μαρτυρίες σε Γραμμική Α γραφή ανέρχονται σε περίπου 1.400 επιγραφές, κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, ιδίως σε σύγκριση με τη Γραμμική Β, για την οποία έχουμε περίπου 6.000 επιγραφές. Έτσι, το πρώτο πρόβλημα είναι το αρκετά μικρό υπάρχον σύνολο δεδομένων –επιπλέον, οι περισσότερες επιγραφές είναι αποσπασματικές ή σε κακή κατάσταση συντήρησης. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι οι περισσότερες επιγραφές είναι σύντομης και τυπικής φύσης (σύντομα αρχεία οικονομικών συναλλαγών), χωρίς να εμφανίζεται πολύ σύνταξη, γεγονός που δεν βοηθά στον εντοπισμό της γραμματικής δομής της γλώσσας. Τρίτον, δεν έχουμε κάποιο δίγλωσσο κείμενο που θα μπορούσε να μας βοηθήσει στη σωστή αναγνώριση της σημασιολογικής σημασίας των λέξεων. Αυτοί όλοι μαζί οι λόγοι δυσκολεύουν προς το παρόν την αναγνώριση της γλώσσας που έχει κωδικοποιηθεί στη Γραμμική Α», μας απαντά.
Όσο για το πόσο πιθανή θεωρεί την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Α, συμπληρώνει: «Όπως ανέφερα και παραπάνω, μια σειρά εμποδίων δεν μας επιτρέπουν να αποκρυπτογραφήσουμε τη Γραμμική Α. Παρόλο που μπορούμε να ‘διαβάσουμε’ τις επιγραφές σε Γραμμική Α χρησιμοποιώντας κάποιες φωνητικές αξίες που έχουμε για τη Γραμμική Β, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τα σύμβολά της. Μέχρις ότου αυτό γίνει, η γραφή παραμένει ‘μη κρυπτογραφημένη’. Μεγάλη πρόοδος μπορεί να επιτευχθεί με τη διεπιστημονική ανάλυση και τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας: Χρειαζόμαστε συνεργασίες μεταξύ μελετητών που εργάζονται σε διαφορετικά πεδία, προκειμένου να χρησιμοποιήσουμε όσες διαφορετικές και συμπληρωματικές προσεγγίσεις μπορούμε. Η SigLA μπορεί να βοηθήσει από αυτή την άποψη, αλλά δεν είναι το ‘μαγικό λυχνάρι με το τζίνι’. Πρέπει να δημιουργήσουμε εργαλεία για να διερευνήσουμε περαιτέρω τα χαρακτηριστικά των επιγραφών καθώς και την υποκείμενη γλώσσα –εκτός εάν βρούμε τελικά ένα δίγλωσσο κείμενο», καταλήγει.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ