Οι πρόσφατες εκλογές στην Ελλάδα έδειξαν ορισμένα πράγματα τα οποία έχουν διπλές ή και περισσότερες αναγνώσεις. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία συνιστά το κόμμα που έχει ασπαστεί πλήρως τη μετανεωτερικότητα, τότε -μαζί με αυτό- ήττα υπέστη και αυτή.
Ο εθνομηδενισμός ο οποίος διακατέχει τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία είναι τόσο έκδηλος, ώστε ενώ βλέπει ότι η ελληνική κοινωνία σταδιακά προσπαθεί να αγκαλιάσει ξανά τον εαυτό της, (και επομένως την ελληνική ταυτότητά της) δεν κατάφερε ούτε ψηφοθηρικά να υποκριθεί μια έστω «ανοχή» αυτής της εξέλιξης, κάνοντας μια καμπάνια η οποία «ακροδεξιοποιούσε» για ακόμη μια φορά όλες τις εθνικές ανησυχίες της ελληνικής κοινωνίας, είτε αυτές αφορούν τα εθνικά θέματα (Τουρκία, Βόρεια Ήπειρος, θέση της Ελλάδας στον κόσμο, κ.α.) είτε καθαρά κοινωνικά ζητήματα που συνδέονται σαφώς με τα εθνικά θέματα (παιδεία, εκπαίδευση, προσφυγικό, δημογραφικό, κ.α.). Το εντυπωσιακό συμπέρασμα των μετρήσεων των κριτηρίων των ψηφοφόρων ήταν κόλαφος για τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και για τα κόμματα τα οποία τον μιμούνταν/μιμούνται.
Τρίτο κριτήριο για το ελληνικό εκλογικό σώμα ήταν τα εθνικά θέματα και οι εξοπλισμοί. Όλα αυτά τα ψήγματα, αποδεικνύουν ότι ο Ελληνισμός έχει τη δυνατότητα να επαυξηθεί με ένα όραμα το οποίο δυστυχώς, δεν διατυπώθηκε από κανένα κόμμα στις εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν σε ένα πεδίο πολιτικών συγκρούσεων που αφορούν τη διαχείριση καταστάσεων και όχι μακρόπνοων στόχων. Τι είναι τελικά το όραμα, ποιο θα μπορούσε να είναι και γιατί είναι απαραίτητο για την Ελλάδα;
Μία από τις πολλές αναγνώσεις των αποτελεσμάτων των εκλογών, είναι ότι συνεχίζουν να υπάρχουν αντισυστημικές ψήφοι οι οποίες -σε συνδυασμό με τη μεγάλη αποχή- μας δείχνουν ότι νικητής των εκλογών δεν ήταν μόνο η ΝΔ αλλά και το «καινούριο που δεν έχει ακόμη έλθει». Η ενίσχυση της αντισυστημικής ψήφου έχει αρκετές αιτίες, όμως η σημαντικότερη είναι ότι τα κόμματα εξουσίας (συμπεριλαμβανομένης της ΝΔ) δεν έχουν καταφέρει να εκφράσουν μια εθνική πρόταση στην οποία θα νιώσουν απαραίτητοι για την πατρίδα, όλοι οι πολίτες.
Η συστηματική προώθηση του εθνομηδενισμού από τις θητείες του Κωνσταντίνου Σημίτη και μετά, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση των πρακτικών των «Αφυπνισμένων» (Wokesters) την τελευταία δεκαετία, έχει οδηγήσει μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος σε δύο ακραίες εκλογικές συμπεριφορές. Η μία είναι η απαξίωση του πολιτικού βίου (αποχή, απολιτικοποίηση) και η άλλη είναι η αποδοχή ακραίων κομμάτων-κινημάτων τα οποία απλώς κατακεραυνώνουν την πολιτική και οικονομική ελίτ, η οποία δεν μπορεί να δημιουργήσει χώρο γι’ αυτούς.
Η έλλειψη οράματος, αποδείχθηκε επίσης και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, αφού απουσίασαν εντελώς οι συζητήσεις για τον Απόδημο Ελληνισμό και τον ρόλο του σε ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα αλλά και για το Κυπριακό.
Η ευχάριστη έκπληξη των εκλογών είναι οι νέοι οι οποίοι -παρόλο που συνιστούν «τη γενιά των μνημονίων και της πανδημίας»- δεν συμμετείχαν σε μια νεάζουσα εκλογική συμπεριφορά (η οποία και πάλι θα ήταν δικαιολογημένη) και απομυθοποίησαν τη σχέση «αριστεράς και νεολαίας». Κάπου εδώ οφείλει να χτιστεί το όραμα. Τα όνειρα της γενιάς αυτής φαίνεται να είναι η συνεχής βελτίωση της εκπαίδευσής τους, η οποία θα οδηγήσει σε μια ευνοϊκή γι’ αυτήν, κοινωνική κινητικότητα.
Η Ελλάδα για πολλές δεκαετίες προσπάθησε να δείξει στους νέους τον λάθος δρόμο κοινωνικής ανέλιξης, η οποία δεν είναι άλλη από την πεπατημένη της μεταπολίτευσης. Το παρασιτικό μοντέλο ανάπτυξης όπου στηριζόταν ο καταναλωτισμός και ο υπερδανεισμός, οδήγησε ακόμη και την τριτοβάθμια εκπαίδευση στο να γίνει όμηρος αυτού του ωχαδερφισμού. Δεκάδες σχολές στην Ελλάδα υπάρχουν για να κινούν τον «φοιτητικό τουρισμό» και παρόλο που ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, «έταξε» στους νέους είσοδο σε σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης άνευ όρων, (με εξευτελιστικές βάσεις εισαγωγής), οι νέοι πέταξαν στα σκουπίδια αυτήν την πρόκληση.
Ο κόσμος σήμερα στηρίζεται όσο ποτέ άλλοτε στο τρίπτυχο «γνώση-έρευνα-παραγωγή». Η διαφορά είναι πως η Ελλάδα όσες φορές προσπάθησε να εναρμονιστεί με τις διεθνείς εξελίξεις, το έκανε με πιθηκισμό και μιμητισμό, όπως την εποχή του Σημίτη όπου «Ιρλανδία» και «Δανία του Νότου», απέδειξαν ότι η μεταπολίτευση δεν είχε μόνο τριτοκοσμισμό αλλά και μια πολιτική ξιπασιά που είχαν υιοθετήσει οι ψευδοελίτ, μόνο και μόνο για να διαφοροποιούνται από τους «οπισθοδρομικούς».
Η Ελλάδα οφείλει να συνδέσει τη γνώση και την εκπαίδευση με την ίδια της την ταυτότητα. Ο Ελληνισμός είναι πανάκεια για την ίδια τη Δύση, η οποία εδώ και αρκετά χρόνια προχωρά σε υιοθέτησει αυτοκτονικών μετανεωτερικών αφηγημάτων. Η επένδυση σε διαβαλκανικά και μεσογειακά κέντρα μελετών, πανεπιστήμια, εκπαιδευτικές κατασκηνώσεις, σε συνεργασίες με ξένα κορυφαία πανεπιστήμια, μπορεί να καταστήσει την Ελλάδα όχι μόνο φυτώριο καινοτομίας, αλλά και να επεναφέρει στη σύγχρονη εποχή τη σύνδεση του ονόματός της με την φωτοδοσία του ελεύθερου και προηγμένου κόσμου.
Η σύζευξη της εκπαίδευσης με την καινοτομία, την τεχνολογία, την τεχνητή νοημοσύνη και την πολιτιστική διπλωματία η οποία θα στηρίζεται στην σπονδυλική στήλη του δυτικού πολιτισμού που είναι ο Ελληνισμός, θα δημιουργήσει νέους δρόμους για τον Ελληνισμό χωρίς να ετεροκαθορίζεται σε ένα χαοτικό πολυπολικό διεθνές σύστημα. Η εκπαίδευση μπορεί να γίνει και η γέφυρα του ελλαδικού κράτους με τον Απόδημο Ελληνισμό, για ευνόητους λόγους.
Μέσα σε όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε συνιστώσα της ισχύος (π.χ. εκπαίδευση, καινοτομία, κ.α.) είναι εργαλείο και όχι αυτοσκοπός. Με άλλα λόγια, αυτό που λένε αρκετοί «να γίνει η Ελλάδα μια ευρωπαϊκή χώρα» δε συνιστά όραμα, αλλά έναν αυτοσκοπό ο οποίος δεν έχει κάποια υπερβατική στοχοθεσία. Η γεωπολιτική αναβάθμιση μιας χώρας, δεν μπορεί να συμβεί μόνο και μόνο από πολιτικές που καλώς έχουν ξεκινήσει (αμυντική βιομηχανία, εξοπλισμοί, μετατροπή της χώρας σε κόμβο ή/και παραγωγό ενέργειας).
Η Ελλάδα θα κατορθώσει ν’ ανασυγκροτήσει τον γεωγραφικό της περίγυρο μέσα από την βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού και την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων μιας περιοχής που αποτελείται από χώρες οι οποίες και φτωχές είναι, και ασταθείς είναι. Με έναν τέτοιον τρόπο, η Ελλάδα θα λύσει και τα όποια συμπλέγματα έχουν μείνει από τους «οπισθοδρομικούς-προοδευτικούς» και αφορούν τη λειτουργία των πανεπιστημίων, ενώ ταυτόχρονα θα βάλει σε άλλο πλαίσιο τη συζήτηση για το προσφυγομεταναστευτικό.
Η Ελλάδα έχει μια ιστορική ευκαιρία να πετάξει τη μικροελλαδική νοοτροπία και να την υποκαταστήσει με ένα δικό της άνοιγμα στον κόσμο, χωρίς πιθηκισμό και με μια ουσιαστική προσφορά στο δυτικό πολιτισμό που την έχει πιο πολύ ανάγκη από ποτέ.