Το απολίθωμα του μεγαλύτερου- και βαρύτερου- γνωστού ελασμόσαυρου κατάφεραν να ανασκάψουν, μετά από προσπάθειες δεκαετιών ενάντια στις αντίξοες καιρικές συνθήκες της Ανταρκτικής, επιστήμονες.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του National Geographic, το πλάσμα αυτό- ένα προϊστορικό θαλάσσιο ερπετό, το οποίο κολυμπούσε στις θάλασσες της Κρητιδικής Περιόδου- είχε βάρος που έφτανε μέχρι και τους 15 τόνους και είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα απολιθώματα προϊστορικών όντων που έχουν βρεθεί ποτέ στην Ανταρκτική.
Οι ελασμόσαυροι αποτελούν μια από τις «οικογένειες» των πλησιοσαύρων, που περιελάμβαναν κάποια από τα μεγαλύτερα θαλάσσια πλάσματα της Κρητιδικής. Οι ερευνητές θεωρούν πως το απολίθωμα ανήκει στην κατηγορία Aristonectes, με κύρια χαρακτηριστικά τους πιο κοντούς λαιμούς (συγκριτικά με άλλες «οικογένειες», γιατί γενικά μιλώντας οι πλησιόσαυροι είναι γνωστοί για τα μεγάλα μήκη των λαιμών τους) και τα μεγάλα κρανία.
«Για χρόνια ήταν μυστήριο...δεν ξέραμε αν ήταν ελασμόσαυροι ή όχι» λέει ο Χοσέ Ο′ Γκόρμαν, παλαιοντολόγος του CONICET (Εθνικό Συμβούλιο Επιστημονικής και Τεχνολογικής Έρευνας της Αργεντινής) που βασίζεται στο Μουσείο Λα Πλάτα κοντά στο Μπουένος Άιρες. «Ήταν κάποιο είδος περίεργων πλησιοσαύρων που κανείς δεν γνώριζε».
Οι ερευνητές χρειάζονταν ένα πιο ολοκληρωμένο δείγμα. Ο Γουΐλιαμ Ζινσμάιστερ του Πανεπιστημίου Purdue είχε ανακαλύψει ένα τέτοιο στο νησί Σέιμουρ, νότια της βορειότερης άκρης της Ανταρκτικής Χερσονήσου σε αποστολή του 1989, ωστόσο δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει ανασκαφή, οπότε αρκέστηκε να ενημερώσει επιστήμονες στην Ανταρκτική.
Το Ινστιτούτο Ανταρκτικής της Αργεντινής ενεπλάκη και άρχισε ανασκαφή, στο πλαίσιο των ετήσιων ερευνητικών αποστολών του, ωστόσο επρόκειτο για πολύ δύσκολη διαδικασία, λόγω του καιρού και των γενικότερων δυσκολιών.
Η ανασκαφή ολοκληρώθηκε εν τέλει το 2017, και απέδωσε ένα μεγάλο μέρος του σκελετού, τον οποίο ο Ο′ Γκόρμαν και οι συνάδελφοί του περιγράφουν σε επιστημονικό άρθρο στο Cretaceous Research. «Δεν έχουμε κρανίο, αλλά έχουμε πολλά κομμάτια του δείγματος» λέει ο επιστήμονας.
Όπως εκτιμάται, ο συγκεκριμένος ελασμόσαυρος ζύγιζε μεταξύ 11,8 και 14,8 τόνους, και το μήκος του, από το κεφάλι ως την ουρά, ήταν περίπου 12 μέτρα. Αν και κάποιοι άλλοι γνωστοί Aristonectes είχαν βάρος 11 τόνους, οι περισσότεροι ήταν γύρω στους 5 τόνους.
Το συγκεκριμένο δείγμα παρουσιάζει επιπλέον ενδιαφέρον επειδή χρονολογείται κοντά στο τέλος της Κρητιδικής- «μόλις» 30.000 χρόνια πριν την εξαφάνιση των δεινοσαύρων, περίπου 66 εκατ. χρόνια πριν. Για να μπορέσει να επιζήσει ένα τόσο μεγάλο πλάσμα σε εκείνη την περιοχή του Νοτίου Ημισφαιρίου, θα έπρεπε πραγματικά να σφύζει από από ζωή- και έτσι προκύπτει πως ο θαλάσσιος κόσμος ήταν μια χαρά μέχρι το γεγονός που προκάλεσε τη μαζική εξαφάνιση.