Ένας αίωνας Σοφίας, Πίστης και Αγάπης μέσα σ΄ένα μπουκαλάκι

Με αφορμή τη σημερινή εορτή της Αγίας Σοφίας, Πίστης και Αγάπης
Open Image Modal
.
.

Αρχές 20ου αιώνα. Δύσκολα χρόνια. Σχεδόν γι όλους. Πολιτικές αστάθειες, φτώχεια και αγώνας για το αυτονόητο. Την επιβίωση.

Τέτοια ήταν και η κατάσταση για τα ορεινά χωριά της Ηπείρου. Έπρεπε να “πολεμάς” για τον άρτο τον καθημερινό. Που χρόνος για όνειρα. Προσπάθεια σκληρή για μια λίγο καλύτερη ζωή. Αυτός ήταν ο στόχος. Να έχεις στο κατώγι ένα σακί αλεύρι, και λίγα προβστα και γίδια στον στάβλο. Καποιες κότες στην αυλή. Σταγόνες πετρέλαιο στη λάμπα που θα άναβες το βράδυ.

Τα αγόρια σπούδαζαν τα απαραίτητα γράμματα. Οι πρώτες τάξεις δημοτικού ήταν αρκετές, Τι να κάνουν τα πτυχία άλλωστε; Σκοπός ήταν να ακολουθήσουν το επάγγελμα του πατέρα. Οι περισσότεροι στα χωράφια και άλλοι μαθαίνοντας την τέχνη της οικογένειας.

Τα κορίτσια να γίνουν καλές νοικοκυρές, άξιες όταν έρθει η ώρα τους να ανοίξουν το δικό τους σπιτικό. Αυτή, ήταν η ζωή. Σκληρή. Αδιέξοδη.

Μια πραγματικότητα, που γρήγορα ξεθώριαζε τις διηγήσεις των παραμυθιών. Τα παιδιά από νωρίς έπρεπε να “ενηλικιωθούν”. Που καιρός γι όνειρα; Εξάλλου, που να βρεθούν στα βουνά οι πρίγκηπες για να τις αγαπήσουν και να τις κάνουν βασίλισσες; Σε ποιους δρόμους θα έτρεχαν τα άλογα με την πλούσια χαίτη τους; Κάτι δύσβατα μονοπάτια υπήρχαν αντί για δρόμους που και τα γαϊδουράκια δεν άντεχαν να τα διαβούν σαν έπεφταν τα χιόνια.

Εκεί μεγάλωσε και η μικρή μας Αγγελική. Παπαδοκόρη ήταν. Ξεχώριζε από τα αδέλφια της. Προσπαθούσε να βοηθάει την οικογένεια της αλλά και όσους είχαν ανάγκη στο χωριό. Σχολείο δεν πήγε για πολύ. Κορίτσι ήταν άλλωστε όπως λέγαν και οι παππούδες. Τι να τα κάνει τα γράμματα; Και όταν μεγάλωσε λίγο της προξένεψαν ένα καλό παιδί για την παντρέψουν.

Ήταν από καλή οικογένεια το παλληκάρι. Δουλευταράς στα χωράφια, αλλά είχε και καλλιτεχνική φλέβα. Ήξερε να παίζει κλαρίνο. Τον ζητούσαν από τα χωριά για τα πανηγύρια. Ταλαντούχος έλεγαν όλοι. Η νεαρή Αγγελική ήταν τυχερή. Με τέτοιο γαμπρό θα είχε καλή ζωή. Όλα έδειχναν τόσο φωτεινά και όμορφα.

Έτσι κι έγινε. Το ζευγάρι “ενώθηκε” με τις ευλογίες του Θεού και έφεραν στον κόσμο τρία κορίτσια. Η καθημερινότητα, όμως, είχε δυσκολέψει ακόμα περισσότερο τώρα. Είχε ξεσπάσει ο Β΄Παγκόσμιος. Ο καθένας κοιτούσε πως να επιβιώσει. Καθημερινή ανασφάλεια. Μοναδική χαρά για το ζευγάρι τα παιδιά τους. Οι φωνές και τα νάζια τους πάντα γλύκαιναν τις δυσκολίες και την ανασφάλεια που προκαλεί το κακό του πολέμου.

Οι μέρες κύλησαν και ο πόλεμος τελείωσε. Όλοι ήλπιζαν και προσδοκούσαν τώρα καλύτερες μέρες. Με ειρήνη και ασφάλεια. Με υγεία. Τόσος κόσμος είχε χαθεί από τον πόλεμο. Βαρύς ο φόρος αίματος. Η ελπίδα έτοιμη να ξαναγεννηθεί στις καρδιές τους.

Άλλα σχέδια όμως, είχε η ζωή για την Αγγελική. Εκεί που το δόξα τω Θεώ ήταν στα χείλη της, ο άντρας της αρρώστησε βαριά. Οι γιατροί έδωσαν φάρμακα, αλλά η κατάσταση του δεν καλυτέρευε. Μετά από λίγο ο άντρας της κατέληξε. Άλλοι είπαν πως οι γιατροί έκαναν λάθος διάγνωση. Άλλοι, πως δεν υπήρχε θεραπεία για την αρρώστια του.

Μα τι νόημα είχαν όλα αυτά για την Αγγελική; Δεν άλλαζε τίποτα. Αυτή πλέον είχε να ανέβει το δικό της Γολγοθά. Χήρα πριν τα τριάντα χρόνια της με τρία μικρά παιδιά στην αγκαλιά. Τι να πρωτοκάνει; Απελπισία. Αδιέξοδα παντού. Έκανε το Σταυρό της και μέρα την ημέρα πολεμούσε για την επιβίωση την δική της και των κοριτσιών της. Άτυχη την φώναζαν στο χωριό. Τι να το κάνεις; Τα λόγια δεν φτάνουν να επουλώσουν τις πληγές. Απλά τις κουκουλώνεις όπως όπως και παλεύεις για το αυτονόητο.

Από την οικογένεια του αντρός της δεν είχε και μεγάλη υποστήριξη. Κάποιοι από τους συγγενείς προσπάθησαν να τις δημιουργήσουν και προβλήματα. Ευκαιρία να της καταπατήσουν τα δυο τρία μικρά χωραφάκια που όριζε. Εξάλλου, κορίτσια έχει. Τι να τα κάνουν οι ορφανές τα χωραφάκια.

Με αυτές τις συνθήκες αγωνιζόταν η χήρα Αγγελική.

Μια μέρα έφθασε στο χωριό και ένας γυρολόγος. Μεγάλο νέο για το χωριό. Οι γυρολόγοι πραγματευτάδες πουλούσαν ένα σωρό πράγματα. Απαραίτητα και δυσεύρετα για τα χωριά. Για να τα βρεις έπρεπε να πας στην πόλη. Να περπατήσεις ώρες πολλές με τα πόδια. Δεν ήταν εύκολο. Μεγάλη εξυπηρέτηση λοιπόν, οι γυρολόγοι. Όλο το χωριό μαζεύτηκε στην πλατεία και κοιτούσε τι είχαν ανάγκη να αγοράσουν. Σαν μικρό πανηγύρι έμοιαζε. Συχνά οι νοικοκυρές διαπληκτιζόντουσαν ποια θα προλάβει να αγοράσει πρώτη γιατί δεν υπήρχε πληθώρα πραγμάτων. Λιγοστά κομμάτια. Όποια προλάβει.

Μια από τις νοικοκυρές είδε στα καλούδια του έμπορα και εικόνες. Μερικές έδειχναν παράξενες αφού δεν ήταν σε ξύλο αλλά μέσα σε μπουκαλάκια.

-“Τι είναι αυτή τον ρωτά” μια νοικοκυρά;”

-“Η Αγία Σοφία με τις τρεις κόρες της”, απαντά ο έμπορας.

-“Την Παναγία δεν την έχεις; Τι να την κάνω εγώ την Αγία Σοφία;” φώναξε εκείνη απογοητευμένη.

-“ Φερ΄την σε μένα” τους διέκοψε η Αγγελική. “Όπως και εγώ και αυτή είχε τρία παιδιά. Αυτή καταλαβαίνει τον πόνο μου.”

Κάθε βράδυ, λοιπόν, η χήρα άναβε το καντηλάκι και δίπλα στις εικόνες της Παναγίας με το Χριστό και των Αγίων προσευχόταν και στην Αγία Σοφία, τη μάνα με τα τρία της παιδιά. Της έλεγε τους φόβους, τις ανασφάλειες, της “χάριζε” τα δάκρυα της.

Τα χρόνια πέρασαν. Οι εποχές άλλαξαν. Η Αγγελική μεγάλωσε τα κορίτσια της, τα πάντρεψε και πριν κλείσει τα μάτια της χάρηκε να δει εγγόνια και δισέγγονα. Τα όνειρα που δεν πρόλαβε η ίδια να χαρεί τα έζησε μέσα από τα παιδιά και τα εγγόνια της.

Το πέρασμα μας από τη ζωή είναι μια στάλα δρόμος. Γεννιέσαι, ζεις και φεύγεις και όλα μοιάζουν σαν παραμύθι. Σαν να μην έγιναν ποτέ. Σαν να μην τα έζησες ποτέ. Κι όμως, πράγματα απλά όπως ένα μικρό μπουκάλι που έχει μια εικόνα μπορεί να κρύβει ιστορίες παλιές, δάκρυα, πόνο, ελπίδες και όνειρα χαμένα και ανεκπλήρωτα. Σχεδόν ένας αιώνας σε ένα τόσο δα μικρό μπουκαλάκι.