Ένας ατελής και ασταθής μονοπολισμός

Η ολοκληρωτική υπέρβαση της μεταπολίτευσης συνιστά ”βαθύ” πολιτικό αίτημα.
|
Open Image Modal
glamstock / Imazins via Getty Images

Στο παρόν σημείωμα θα ασχοληθούμε με δύο ζητήματα που συνδέονται με την οιονεί μονοπολική διάταξη του πολιτικού συστήματος ενόψει των επικείμενων (ενδεχομένως διπλών) εκλογών.

Το πρώτο αφορά στην πραγμάτευση των κυριότερων λόγων για τον οποίον η Νέα Δημοκρατία απολαμβάνει την μονοπολικότητα αυτή· το δεύτερο, να συζητήσουμε τον από ιδεολογική και πολιτική άποψη ατελή χαρακτήρα της μονοπολικότητας αυτής, που ενδέχεται να αποτελέσει και το μεγαλύτερο πρόβλημα μιας δεύτερης θητείας της, εφ’ όσον καταφέρει να ξεπεράσει τις εκλογικές συμπληγάδες που έχει μπροστά της.

Κατ’ αρχάς η μονοπολική συνθήκη, τεκμηριώνεται με ευκολία από τις πρόσφατες εξελίξεις αλλά και τα ευρήματα όλων των τελευταίων δημοσκοπήσεων: όπως διαφάνηκε στην περίπτωση του δυστυχήματος των Τεμπών ή τις υποκλοπές, η Νέα Δημοκρατία καταφέρνει και ανακτά το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών που καταγράφει έπειτα από κάθε πολιτική κρίση. Την ίδια στιγμή σε όλες τις έρευνες που γίνονται, επιβεβαιώνεται η πρωτοκαθεδρία της σε ό,τι αφορά στην κυβερνησιμότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, αποτυγχάνει πάντοτε να κεφαλαιοποιήσει την φθορά, καθώς υπολείπεται μονίμως στους ποιοτικούς δείκτες και ιδίως σε εκείνους που σχετίζονται με την εμπιστοσύνη και την αποτελεσματικότητα.

Ωστόσο, η μονοπολικότητα που πραγματευόμαστε δεν επιτυγχάνεται πρωτογενώς, εξαιτίας των επιδόσεων της Νέας Δημοκρατίας. Συμβαίνει μεν λόγω της καθήλωσης των υπολοίπων, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι αναδεικνύεται επειδή μια κρίσιμη εκλογικά και πολιτικά μάζα έχει μεταβάλει αισθητά την πολιτική της στάση και προσανατολίζεται πλέον σε ένα σύνολο αιτημάτων με τα οποία μόνον η ΝΔ έχει επιλέξει να συνδιαλέγεται. Εξ ου και το προβάδισμά της.

Εδώ υπάρχει κάτι που υπερβαίνει τους κομματικούς συσχετισμούς ή την εκλογολογία, και αγγίζει σε βάθος την πολιτική πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας: τα τελευταία χρόνια συγκροτήθηκε μια νέα εκδοχή πολιτικού και κοινωνικού κέντρου η οποία έχει αποδεσμευτεί ριζικά από την μεταπολιτευτική συνείδηση και ιδεολογία, και αναδεικνύει ως κεντρικό αίτημα την υπέρβασή της.

Συγκροτείται, επομένως, ένας καινούργιος, και μαζικός ”κοινός τόπος” ο οποίος συγκροτείται καθώς εκβάλλουν σε αυτόν διάφορα κοινωνικά στρώματα, κατηγορίες ψηφοφόρων που προέρχονται τόσο από την δεξιά/κεντροδεξιά όσο και από την αριστερά/κεντροαριστερά.

Η ολοκληρωτική υπέρβαση της μεταπολίτευσης συνιστά ”βαθύ” πολιτικό αίτημα: δεν είναι δηλαδή μόνον απαίτηση για τομές και μεταρρυθμίσεις στο επίπεδο των θεσμών ή του κράτους· αγγίζει νοοτροπίες, συστήματα αξιών, συμπεριφορές, τρόπους να αντιλαμβάνεται κανείς τα δημόσια πράγματα. Ξεκινάει από την κορυφή της κοινωνίας και καταλήγει στη βάση της. Είναι η υπέρβαση ενός συλλογικού εαυτού με τον οποίον πορευτήκαμε για δεκαετίες.

Υπάρχουν ορισμένα αιτήματα που συσπειρώνουν μέγιστη κοινωνική αποδοχή και λειτουργούν εμβληματικά σε σχέση με την συγκεκριμένη δυναμική: η αξιολόγηση στο δημόσιο, το συμμάζεμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η ευταξία στους δημόσιους χώρους και τα ζητήματα που συνδέονται με την ασφάλεια και την τάξη.

Απολαμβάνουν διαταξική απήχηση, εκφράζουν την ίδια στιγμή τα μικρά και μεσαία στρώματα των πόλεων, τους νέους αγρότες, ή εκείνα του παραγωγικού επιχειρείν και της οικονομίας της γνώσης. Όχι τυχαία. Αν πάψει το πανεπιστήμιο να αποτελεί άσυλο ανιάτων μηδενιστών, θα ανοίξει ο δρόμος για την μεταβολή του σε σημαντικό μοχλό ανάπτυξης. Οι δε αναχρονιστικοί θύλακες μέσα στον κρατικό μηχανισμό συντηρούν μια μαύρη τρύπα εξόδων που θα μπορούσαν να ανακατευθυνθούν σε επενδύσεις για κρίσιμες υποδομές που τόσο πολύ έχει ανάγκη η χώρα. Η ικανοποίηση των αιτημάτων αυτών, δηλαδή, θα οδηγήσει σε μια ριζική αναβάθμιση στο κλίμα της οικονομίας και της κοινωνίας, που θα έχει αντίκτυπο στην ζωή της πλειοψηφίας.

Επίσης, η τομή με τον μεταπολιτευτικό εαυτό αγγίζει και πιο θεμελιακές διαστάσεις. Είναι και πολιτισμική, καθώς στην κουλτούρα μιας ασύδοτης ελευθεριότητας και ενός ισοπεδωτικού εξισωτισμού, αντιτάσσεται μια νέα, που επιμένει στα όρια, τον σεβασμό, την αυτοπειθαρχία, ή αναθεωρεί την ριζική απόρριψη κάθε έννοιας ιεραρχίας ή αυθεντίας που χαρακτήριζε την προηγούμενη περίοδο.

Και βέβαια, η νέα αυτή πολιτική στάση έρχεται να αποκαταστήσει την ιστορική σχέση που υφίσταται μεταξύ της εθνικής ευθύνης, του πατριωτισμού, της κοινωνικής δικαιοσύνης και των μεταρρυθμιστικών αιτημάτων. Η μεταπολίτευση είχε διαρρήξει αυτήν την σχέση ήδη από τις απαρχές της, μιας και το κλίμα ανάταξης, δημοκρατικής αποκατάστασης, οικονομικής ανόδου, και διεύρυνσης –σίγουρα, σημαντικής– των σημαντικών πολιτικών, κοινωνικών και ατομικών ελευθεριών συνδυάστηκε με την λήθη και την αποπομπή από το συλλογικό φαντασιακό της εθνικής καταστροφής στην Κύπρο.  Στα μυαλά των περισσότερων ανθρώπων, η κοινωνική πρόοδος τοποθετήθηκε σε ανταγωνιστική σχέση με κάθε εκδοχή εθνικής ολοκλήρωσης. Εξ άλλου κάθε χρήση του επιθέτου ”εθνικός” παρέπεμπε για πολλούς στη Δικτατορία, και ενεργοποιούσε όλα τα συμπαραμαρτούντα αρνητικά αισθήματα.

Αυτό δεν συμβαίνει πλέον, και η ανάγκη των καιρών έχει γύρει την πλάστιγγα: ο τουρκικός επεκτατισμός εκδηλώνεται πλέον ξεκάθαρα, ενώ στην διεθνή σκηνή δεν κυριαρχεί η μονοπολική παγκοσμιοποίηση αλλά ο ανταγωνισμός μεταξύ Δύσης και Ευρασίας και η “permacrisis” –οι αλλεπάλληλες κρίσεις ως νέα κανονικότητα.

Έτσι το έθνος, ως κυριαρχία, ως ταυτότητα, ως συλλογικότητα, δεν αντιμετωπίζεται πια σαν αναχρονισμός· αποτελεί ένα από τα πρωτεύοντα συστατικά μια νέας πολιτικής ατζέντας για την διαχείριση του ρίσκου, την αντιμετώπιση της ανασφάλειας, και την αποκατάσταση της συνοχής ιδίως των δυτικών κοινωνιών. Όχι μόνο του, ή υπό την εκδοχή του εθνικού κράτους που μεσουράνησε στο β΄ μισό του 20ου αιώνα, αλλά συνδυαζόμενο με μορφές περιφερειακής ολοκλήρωσης, εδώ, σε ό,τι αφορά στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας.

Η ύπαρξη της συγκεκριμένης, κρίσιμης εκλογικά, μάζας είναι που διαμορφώνει τις συνθήκες του μονοπολισμού. Κι αυτό γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μικρότερο βαθμό το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, και οπωσδήποτε το ΚΚΕ, και το ΜΕΡΑ-25, υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια την μεταπολίτευση. Είναι μάταιη, επομένως, και πυροτεχνηματική η στροφή του Αλέξη Τσίπρα προς το κέντρο, ακριβώς διότι το κόμμα του –σαρξ εκ της σαρκός του μεταπολιτευτικού αναχρονισμού– έχει αναδειχθεί στην κατ’ εξοχήν πολιτική δύναμη που αντιστρατεύεται τα αιτήματα αυτά.

Την ίδια στιγμή, όμως, η Νέα Δημοκρατία στρέφεται σε αυτήν την ατζέντα αποσπασματικά, και εν πολλοίς ευκαιριακά. Προσπαθεί να την ικανοποιήσει όχι οικοδομώντας ένα νέο πολιτικό προφίλ, που θα μπορούσε να συνθέσει τα αιτήματα αυτά σε ένα ολοκληρωμένο όραμα και πρόγραμμα, αλλά δια της προσθετικής μεθόδου. Δηλαδή αντιμετωπίζοντας το κάθε ένα από αυτά σαν διαχειριστική πρόκληση, δίχως συνοχή, με συνέπεια ενίοτε να δίνει αντιφατικά μηνύματα.

Δεν υπάρχει παγιωμένη στρατηγική ούτε σε ό,τι αφορά στα εθνικά, την αντιμετώπιση της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης ή την δημογραφική πολιτική. Ούτε, όμως, σε ό,τι αφορά όμως σε κρίσιμα πεδία των μεταρρυθμίσεων, όπως είναι η αξιολόγηση στο δημόσιο, ή το συμμάζεμα των πανεπιστημίων.

Έτσι, πολλές φορές αποτυγχάνει ή πισωγυρίζει· χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της πανεπιστημιακής αστυνομίας, όπου η μάχη για την αλλαγή του κλίματος στα πανεπιστήμια δόθηκε με μέτρα πρόχειρα και αποσπασματικά, που δεν συνοδεύονταν από αντίστοιχες απόπειρες για τομές στο επίπεδο της ”μάχης των ιδεών”.

Αυτό συμβαίνει, τόσο γιατί υπάρχουν εστίες αναχρονισμού και παλαιοπολιτικής μέσα στο ίδιο το κόμμα όσο και γιατί, εν τέλει, η ολοκληρωτική υπέρβαση του ”παλαιού καθεστώτος” προϋποθέτει την υποκατάστασή του από ένα νέο. Και η Νέα Δημοκρατία δεν δείχνει ότι διαθέτει τα εφόδια από την άποψη της ιδεολογίας, του προγράμματος και των στελεχών να ολοκληρώσει ένα τέτοιο εγχείρημα.

Επομένως η μονοπολικότητα που απολαμβάνει είναι ατελής. Το νέο κοινωνικό και πολιτικό κέντρο, η δύναμη δηλαδή που της αποδίδει προβάδισμα και παράσταση νίκης, την υποστηρίζει στη λογική του ”μη χείρον, βέλτιστον”. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ζούμε στο μεσοβασίλειο της μετάβασης και όχι την στιγμή ολοκλήρωσής της.   

Κι αυτό εγκυμονεί κινδύνους. Κινδύνους, όχι μόνον μιας καταστροφικής παλινόρθωσης και εν τέλει καθήλωσης της χώρας σε μια στιγμή που χρειάζεται να κάνει άλματα ώστε να απαντήσει στις προκλήσεις των καιρών· υπάρχουν και καινούργιοι. 

Το κοινωνικό και πολιτικό κέντρο στο οποίο αναφερόμαστε αποτελεί το μοναδικό δυνάμει πλειοψηφικό ρεύμα που είναι σε θέση να πάει την Ελλάδα παραπέρα, απ’ ό,τι βρίσκεται σήμερα. Πολιορκείται, όμως από καινοφανείς κατακερματιστικές τάσεις που δεν είναι μόνον ή κυρίως εγχώριες, αλλά συνιστούν φαινόμενα ευρύτερα, και συνδέονται με την περίφημη κρίση και παρακμή της Δύσης. 

Παντού σε αυτήν εντοπίζεται μια τάση εγκλωβισμού των κατώτερων, λαϊκών στρωμάτων σε δημαγωγικά σχήματα της άκρας δεξιάς. Την ίδια στιγμή οι ελίτ περιχαρακώνονται στην ιδεολογία της αφύπνισης, τους woke, που κηρύττει την ανάγκη για μια ολοκληρωτική ρήξη με την υπόλοιπη κοινωνία, καθώς η τελευταία είναι φύσει «βίαιη, βρώμικη και κακή» βαρύνεται με τα προπατορικά αμαρτήματα του συστημικού ρατσισμού, της πατριαρχίας, του αμετανόητου εθνικισμού.

Και εδώ η νέα αυτή πολιτική διαίρεση υποκρύπτει σημαντικές κοινωνικές μεταβολές. Οι νέες τεχνολογίες, ο τρόπος άρθρωσης μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, τα άλματα που συντελούνται προς τις κοινωνίες της γνώσης, έχουν γεννήσει νέα κοινωνικά χάσματα, όπου οι αντιθέσεις δεν είναι μόνον εισοδηματικές αλλά ταυτόχρονα αποκτούν διαστάσεις μορφωτικές, πολιτισμικές και εν τέλει ανθρωπολογικές. 

Οι ελίτ του ”θαυμαστού νέου κόσμου” ολοένα και εντονότερα αναρωτιούνται για την οικονομική και την εν γένει κοινωνική χρησιμότητα εκείνων που ”μένουν πίσω”. Δηλαδή των στρωμάτων που ήταν δεμένα με τις παλιές εκδοχές των εθνικών οικονομιών και που τώρα έπειτα από τις καταστροφές που προκάλεσα οι πρόσφατοι μετασχηματισμοί πληβειοποιούνται ταχύτατα. Η ενίσχυση μίας ακροδεξιάς που επενδύει σε αυτήν την λουμπενοποίηση, μέσα από την συνωμοσιολογία λογουχάρη, ή που ομνύει στον ευρασιατικό ολοκληρωτισμό (όχι χωρίς τη συμβολή του υβριδικού πολέμου που αυτός διεξάγει), συνιστά πολιτική έκφραση αυτής της εγκατάλειψης. 

Στην Ελλάδα η τάση αυτή εκφράζεται μέσα από την ενίσχυση των σχηματισμών προς τα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, που απορροφούν κυρίως την δυσαρέσκεια των κατώτερων στρωμάτων για τον παραγκωνισμό τους.

Εκφράζεται ακόμη από την κοινωνική στροφή της αριστεράς προς τα ανώτερα μεσοαστικά και μεγαλοαστικά κόμματα που ανταποκρίνεται περισσότερο στην προβολή αυτής ακριβώς της μεταμοντέρνας ιδεολογίας –πολυπολιτισμός, ρευστότητα του φύλου, άρνηση της εθνικής συλλογικότητας– και λιγότερο στους μεταπολιτευτικούς της αναχρονισμούς. Το ΜΕΡΑ 25 είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση του φαινομένου αυτού, και γι’ αυτό εξ άλλου συγκεντρώνει και τις προτιμήσεις εκείνης της μερίδας του αντιεξουσιαστικού χώρου που δρα προτάσσοντας κατ εξοχήν τις προαναφερόμενες θεματικές. 

Υπάρχει βέβαια και μια αντίστοιχη τάση στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας που την πιέζει προς την ίδια κατεύθυνση. Εξ ου και μια ορισμένη έμφαση που αποδίδει στις πολιτικές ρευστότητας του φύλου μέσα στην εκπαίδευση, ο δισταγμός της να διαχωριστεί από την ιδεολογία του πολυπολιτισμού (στο βαθμό που το έχει κάνει ο Μακρόν στη Γαλλία για παράδειγμα)· ή πάλι, οι ενδοιασμοί της στην εθνική στρατηγική, και η άρνησή της να παραδεχθεί ότι η μόνη βιώσιμη επιλογή έναντι της Τουρκίας, αλλά και μπροστά στους νέους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς Ευρασίας και Δύσης, είναι να αναλάβει με αυτοπεποίθηση τον ακριτικό ρόλο που η ίδια η πραγματικότητα της αποδίδει.

Εδώ ακριβώς είναι που γίνεται ιδιαίτερη αισθητή η απουσία ενός συνεκτικού οράματος. Διότι το χάσμα που περιγράφουμε απαιτεί μια ειδική πολιτική επανένταξης των κομματιών της κοινωνίας που έχουν μείνει πίσω. Έναν μείγμα εκπαιδευτικής πολιτικής με ισορροπημένη έμφαση στην τεχνική και την γενική παιδεία, μια προσέγγιση στο κοινωνικό κράτος όχι επιδοματική αλλά από την σκοπιά των κοινωνικών επενδύσεων, την επιμονή στην παραγωγική στροφή της ελληνικής οικονομίας σα κύριο μέσο για την αποκατάσταση της κοινωνικής κινητικότητας, ή την αποκέντρωση ως απάντηση στην χωροταξική υποβάθμιση μεγάλης μερίδας των μεσαίων και κατώτερων τάξεων. Και βέβαια μια μακρόπνοη στρατηγική δημογραφικής ενίσχυσης έτσι ώστε να πάψει η Ελλάδα να εξαρτά από την μετανάστευση την επίλυση των προβλημάτων γήρανσης, συρρίκνωσης του εργατικού της δυναμικού κ.ο.κ. 

Γιατί όλα τα παραπάνω δεν καταλαμβάνουν τον χώρο που τους αναλογεί στον ευρύτερο πολιτικό διάλογο; Δεν βοηθάει ούτε ο μονοπολισμός που προς το παρόν καταγράφεται σε ό,τι αφορά στην προοπτική διακυβέρνησης της χώρας, ούτε η αναχρονιστική αντιπολίτευση που ασκείται από την αξιωματική αντιπολίτευση. Και ίσως αυτό αποτελεί και την μεγαλύτερη αδυναμία αυτού του μονοπολικού μεσοβασιλείου το οποίο διανύουμε σε αυτήν την χρονική περίοδο: στερούμαστε από τις ωφέλειες ενός κανονικού κομματικού ανταγωνισμού, μέσα στην διαδικασία του οποίου ζυμώνονται οι καινούργιες πολιτικές συνθέσεις, κι έτσι εξελίσσεται το περιεχόμενο της πολιτικής. Καταλήγουμε, επομένως, στο να διευρύνεται η αναντιστοιχία μεταξύ των προκλήσεων που όντως αντιμετωπίζει η χώρα στην παρούσα φάση, και στο ό,τι η πολιτική αντιπαράθεση αναδεικνύει ως σημαντικό.

Εδώ και 4 χρόνια, τουλάχιστον, το μεγαλύτερο κενό διεργασιών και ανανέωσης καταγράφεται στην αντιπολίτευση. Εκεί, μετά το πέρας των εκλογών και ανάλογα με το αποτέλεσμά τους θα καταγραφούν και οι εντονότερες εξελίξεις.

Εν τω μεταξύ, εφ’ όσον η κυβερνώσα παράταξη καταφέρει να εξέλθει από τις συμπληγάδες των εκλογικών αναμετρήσεων, θα πανηγυρίσει βεβαίως την επιτυχία της. Εντούτοις, η νίκη της αναμένεται να αποδειχθεί πύρρειος, καθώς εκείνον που θα πρέπει να φοβάται περισσότερο για τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες της είναι ο εαυτός της και όχι οι άλλοι.

Ωστόσο και πάλι δεν θα πρέπει να περιορίσουμε τα συμπεράσματά μας, στο κομματικό παιχνίδι ενόψει, και την επαύριον των εκλογών. Σημασία έχει να αντιληφθούμε την πολιτική δυναμική του νέου αυτού κέντρου, να την συνεισφέρουμε στις διεργασίες του ιδεολογικά και πολιτικά ώστε να ευνοήσουμε την ανάπτυξή του καθώς και να έχουμε επίγνωση των κατακερματιστικών υπονομεύσεων που αντιμετωπίζει από τις εγχώριες εκφράσεις της παρακμής που διέπει το δυτικό μοντέλο.