Στις 24 Φεβρουαρίου συμπληρώνεται ένας χρόνος από το ξέσπασμα της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» στην Ουκρανία. Στο πεδίο της μάχης, οι συγκρούσεις ανάμεσα στα δύο κράτη συνεχίζουν με αμείωτη ένταση. Η Ρωσία έχει ανανεώσει την επιθετικότητα της με την αποστολή νέων μονάδων και εξαπολύοντας ένα κύμα επιθέσεων στα ανατολικά της Ουκρανίας. Από την άλλη, οι Ουκρανικές δυνάμεις μετά την επιτυχία της ανακατάληψης της Χερσώνας δεν έχουν καταφέρει να προωθήσουν τις θέσεις τους. Η Δύση συνεχίζει να στηρίζει υλικά και ψυχολογικά την Ουκρανία όπως φαίνεται από την συνάντηση του Προέδρου Μπάιντεν με τον Ουκρανό ομόλογο του. Ίσως το πιο σημαντικό ερώτημα των ημέρων είναι αν μετά από ένα χρόνο εχθροπραξιών είμαστε πιο κοντά στην πιθανή παύση των εχθροπραξιών και την προσπάθεια εξεύρεσης μιας διπλωματικής λύσης.
Η σύντομη απάντηση είναι όχι. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τελειώσει άμεσα. Ακόμα και αν επιτευχθεί μια προσωρινή κατάπαυση πυρός η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Ουκρανία με την απόσχιση των περιοχών του Ντονμπάς και του Λουγκάνσκ είναι δεδομένο πως θα αποτελεί εστία συγκρούσεων για αρκετά χρόνια.
Επιπλέον, οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές πολεμούν έχοντας ως μοναδικό στόχο την επικράτηση τους. Η Ρωσία κλιμακώνει τις επιθέσεις της με στόχο να προκαλέσει την μεγαλύτερη δυνατή καταστροφή και να αναγκάσει την Ουκρανία να έρθει σε διαπραγματεύσεις από μειονεκτική θέση. Αντίθετα, η Ουκρανία γνωρίζει πως αν προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις θα αποδέχεται την απώλεια των ανεξαρτητοποιημένων περιοχών.
Είναι ακόμα νωρίς για να προβλέψουμε τα πιθανά αποτελέσματα της περαιτέρω κλιμάκωσης της Ρωσικής επιθετικότητας. Ωστόσο, αυτό που είναι σαφές είναι πως κανένα από τα δύο κράτη δεν έχει την απαιτούμενη ισχύ για να πετύχει μια ξεκάθαρη νίκη. Ο Ρωσικός στρατός αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ηγεσίας και τακτικής αποτελεσματικότητας. Από την άλλη, η ικανότητα του Ουκρανικού στρατού να αμυνθεί βασίζεται σχεδόν εξολοκλήρου στην παροχή βοήθειας από την Δύση. Το πιο πιθανό σενάριο είναι πως οι δύο χώρες θα συνεχίζουν να βρίσκονται στο ίδιο τέλμα και ο πόλεμος θα συνεχίσει να έχει τα χαρακτηριστικά ενός πολέμου φθοράς.
Όσο συνεχίζεται η παρούσα κατάσταση η Δύση θα βρεθεί σε ένα ολοένα μεγαλύτερο δίλημμα. Η παροχή βοήθειας προς την Ουκρανία δεν μπορεί να συνεχιστεί εις το διηνεκές. Επιπλέον, η Δύση θα κληθεί να συνδράμει οικονομικά και στην αποκατάσταση της Ουκρανίας. Θεωρώ δεδομένο πως ακόμα και σε περίπτωση ήττας της Ρωσίας είναι εξαιρετικά δύσκολο να δοθούν πολεμικές αποζημιώσεις. Όσο το μέγεθος της καταστροφής μεγαλώνει τόσο πιο δύσκολο θα είναι για την Δύση να συνεχίσει την απρόσκοπτη παροχή βοήθειας.
Από την άλλη, οι απώλειες του Ρωσικού στρατού είναι σημαντικές και το κόστος του πολέμου γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο. Οι απώλειες της Ρωσικής οικονομίας είναι σημαντικές αλλά καλύπτονται ως αποτέλεσμα της ενεργειακής κρίσης. Μόλις όμως ομαλοποιηθεί η κατάσταση στον ενεργειακό τομέα τότε θα φανεί το πραγματικό αποτύπωμα των κυρώσεων που έχει επιβάλλει η Δύση και το κόστος του πολέμου θα περάσει στην Ρωσική οικονομία με άγνωστες συνέπειες για τον πρόεδρο Πούτιν.
Τέλος, υπάρχει και ένα βασικό δίδαγμα από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων είναι μια διάσταση της διεθνούς πολιτικής που η φιλελεύθερη Δύση είχε απορρίψει ως λείψανο του Ψυχροπολεμικού διεθνούς συστήματος. Οι υποστηρικτές της ρεαλιστικής σχολής σκέψης για χρόνια προειδοποιούσαν πως αυτή η στάση είναι επικίνδυνη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε ως υπενθύμιση, για κάποιους, πως το διεθνές σύστημα είναι άναρχο, και οι μεγάλες δυνάμεις εξακολουθούν να παίζουν έναν σημαντικό ρόλο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποδεικνύει πως μια βασική προτεραιότητα των μικρών και μεσαίων δυνάμεων θα πρέπει να είναι η αύξηση των στρατιωτικών τους δυνατοτήτων και όχι η εξολοκλήρου εξάρτηση από συμμαχίες ως μέσο αποτροπής πιθανής επιθετικότητας.