Από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι μεγάλες οικονομίες σε όλο τον κόσμο εκπονούν σχέδια για να απεξαρτηθούν το συντομότερο από τα ορυκτά καύσιμα αντικαθιστώντας τα με Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και νέες τεχνολογίες που υπόσχονται χαμηλότερες ή μηδενικές εκπομπές άνθρακα.
Ένα κολοσσιαίο και φιλόδοξο έργο που θα απαιτήσει τεράστια χρηματικά ποσά, πολιτική βούληση και τεχνολογική καινοτομία και περιστρέφεται γύρω από την παραγωγή πράσινου υδρογόνου το οποίο θα παίξει ίσως τον πιο σημαντικό ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση.
Στο πλαίσιο αυτό η μεγάλη συζήτηση που γίνεται στα παγκόσμια φόρα, όπως αυτό του Νταβός, είναι η σχέση μεταξύ υδρογόνου και φυσικού αερίου.
Στην ομιλία του στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ της Ελβετίας, ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας ενέργειας AES Αντρές Γκλάσκι, εξήγησε πως θα μπορούσε να συνδυαστούν το ένα με τον άλλο στο μέλλον δεδομένου ότι η εξάρτηση του πλανήτη από το φυσικό αέριο θα είναι έντονη για τα επόμενα 20 χρόνια.
«Αυτό που μπορούμε να κάνουμε σήμερα είναι να αναμειγνύουμε το φυσικό αέριο με πράσινο υδρογόνο. Έχουμε διαπιστώσει από δοκιμές που γίνονται ότι η μίξη στο 20%, δίνει αρκετά καλά αποτελέσματα ενέργειας. Το ερώτημα είναι, εάν θα υπάρχει αρκετό πράσινο υδρογόνο για να αντικαταστήσεις το φυσικό αέριο, στα επόμενα 10 χρόνια».
Υποστηρικτές του πράσινου υδρογόνου, που παράγεται με χρήση ηλεκτρόλυσης και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως ο άνεμος και η ηλιακή ενέργεια, είναι αρκετοί πολιτικοί ηγέτες, επιστήμονες και ακτιβιστές, ανάμεσα τους και ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς.
Έχει μάλιστα χαρακτηρίσει την παραγωγή υδρογόνου ως «μία από τις πιο σημαντικές τεχνολογίες για έναν κλιματικά ουδέτερο κόσμο» λέγοντας ότι είναι «το κλειδί για την απαλλαγή του πλανήτη από τον άνθρακα που καθορίζει τις οικονομίες μας».
Μείωση του πετρελαίου έως το 2050
Σύμφωνα με τη McKinsey, μέχρι το 2050, η παραγωγή πετρελαίου αναμένεται να μειωθεί πάνω από 55% σε σχέση με σήμερα, η παραγωγή φυσικού αερίου κατά 70%, ενώ ενδέχεται να έχει σταματήσει εντελώς η παραγωγή άνθρακα.
Έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF), αναφέρει οτι το πράσινο υδρογόνο έχει τεράστιες δυνατότητες και αναδεικνύεται ως μια από τις ιδανικές εναλλακτικές λύσεις απέναντι στα ορυκτά καύσιμα καθώς είναι εύκολο στην αποθήκευση και μεταφορά του.
Πολλές μεγάλες οικονομίες του κόσμου, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία και η Γερμανία, έχουν ήδη ξεκινήσει τη μετάβαση σε καθαρές πηγές ενέργειας όπως το πράσινο υδρογόνο, και έχουν δημιουργησει τις προυποθέσεις για να παράγουν και να εξάγουν υδρογόνο.
Ανάμεσα στις εταιρείες που ηγούνται της αγοράς πράσινου υδρογόνου στον κόσμο είναι η Shell plc, η Linde plc και η Reliance Industries.
Τα εμπόδια στην παραγωγή υδρογόνου
Αν και υπάρχουν πολλοί ενθουσιώδεις υποστηρικτές του πράσινου υδρογόνου και ισχυροί παίκτες στην ενεργειακή σκακιέρα, η παραγωγή του παραμένει περιορισμένη, με τα ορυκτά καύσιμα να επικρατούν, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τους στόχους για μηδενικούς ρύπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2030 και το 2050.
Το αοσιόδοξο είναι οτι παρότι ο τομέας του πράσινου υδρογόνου είναι σε σχετικά πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, τα κράτη έχουν ήδη υπογράψει μια σειρά από σημαντικές συμφωνίες που σχετίζονται με την τεχνολογία γύρω από αυτό.
Τον Δεκέμβριο του 2022, η AES και η Air Products ανακοίνωσαν ότι σχεδίαζαν να επενδύσουν περίπου 4 δισεκατομμύρια δολάρια για την ανάπτυξη μιας εγκατάστασης παραγωγής πράσινου υδρογόνου μεγάλης κλίμακας στο Τέξας.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, το έργο θα ενσωματώνει περίπου 1,4 γιγαβάτ αιολικής και ηλιακής ενέργειας και θα μπορεί να παράγει περισσότερους από 200 τόνους υδρογόνου καθημερινά.
Αυτή η παραγωγή όμως, είναι ικανή να προμηθεύσει μόνο το 1% του στόλου φορτηγών πλοίων των ΗΠΑ προκειμένου να εξαχθεί σε άλλες χώρες.
Η παραγωγή υδρογόνου είναι μια χρονοβόρα και κοστοβόρα διαδικασία που απαιτεί παγκόσμιες συνεργασίες μεταξύ κυβερνήσεων, ρυθμιστικών αρχών, περιβαλλοντικών οργανώσεων και φυσικά εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον χώρο της καθαρής ενέργειας.
Μα περισσότερο, απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση ώστε να προσπεραστούν τα νομοθετικά εμπόδια για να γίνει η μετάβαση με γρηγορότερους ρυθμούς.
Πληροφορίες από CNBC, McKinsey