Γράφει η Ιωάννα Θεοδοσίου, Συνεργάτιδα πολιτικής, The Green Tank
Από τη στιγμή που ξεκίνησε ο δημόσιος διάλογος για την ενεργειακή μετάβαση περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από την ανάγκη απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, τις εναλλακτικές επιλογές και τις διαθέσιμες τεχνολογίες, καθώς και την επάρκεια και αξιοπιστία ή μη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στην κάλυψη της ζήτησης. Η διάσταση, όμως, της συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών στη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή, ενώ είναι κοινά παραδεκτή, ελάχιστα απασχολεί την πολιτική αλλά και τον δημόσιο διάλογο.
Η αλήθεια είναι ότι η εικόνα που έχουμε οι περισσότεροι για τον ενεργειακό τομέα είναι ότι κυριαρχείται από λίγους «μεγάλους παίκτες». Αγνοούμε, μάλλον, ότι τοπικές κοινωνίες σε διαφορετικές γωνιές του πλανήτη έχουν ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες να αναζητούν τρόπο συμμετοχής, με την Ευρώπη να μετράει πολλά και επιτυχημένα παραδείγματα τοπικών ενεργειακών σχημάτων.
Στην Ελλάδα το να θεωρεί μια τοπική κοινότητα ότι μπορεί να κατέχει μερίδιο στην αγορά ενέργειας ή ότι μπορεί να αποφασίζει για την πηγή της ενέργειας που θα αξιοποιεί φαντάζει στους περισσότερους ως κάτι πολύ μακρινό. Ίσως να επηρεάζει το γεγονός ότι η ΔΕΗ ήταν η μία και μοναδική εταιρεία παραγωγής και προμήθειας ενέργειας στη χώρα για περισσότερο από 50 χρόνια. Όμως οι καιροί αλλάζουν.
Η ευρωπαϊκή πολιτική και οι ενεργειακές κοινότητες στην Ελλάδα
Η ευρωπαϊκή πολιτική για την ενεργειακή μετάβαση στοχεύει στη στροφή του ενεργειακού μοντέλου σε καθαρές μορφές ενέργειας και, παράλληλα, αναγνωρίζει ότι η ενεργειακή μετάβαση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την εμπλοκή της κοινωνίας σε αυτή.
Το πακέτο της ΕΕ «Καθαρή Ενέργεια για όλους τους Ευρωπαίους» που συμφωνήθηκε το 2017 και η Οδηγία για τις ΑΠΕ (2019/944) που ακολούθησε παροτρύνουν τους ευρωπαίους πολίτες να γίνουν οι ίδιοι παραγωγοί της καθαρής ενέργειας που θα καταναλώνουν, αναγνωρίζοντας τον σημαντικό ρόλο που μπορούν και πρέπει να έχουν στον μετασχηματισμό του ενεργειακού συστήματος. Οι ενεργειακές κοινότητες κινούνται ακριβώς σε αυτή τη βάση και το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο παρέχει κίνητρα για την ανάπτυξή τους.
Στην Ευρώπη τα ενεργειακά συνεργατικά σχήματα είναι διαδεδομένα εδώ και δεκαετίες. Όμως και στην Ελλάδα, αν δει κανείς τον αριθμό των ενεργειακών κοινοτήτων θα εκπλαγεί. Καταγράφονται σήμερα 528 ενεργειακές κοινότητες ανά την επικράτεια, με βάση τα στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου. Αν αναλογιστεί κανείς ότι το σχετικό εθνικό θεσμικό πλαίσιο μετρά μόνο δύο χρόνια ζωής, θα θεωρήσει ότι στη χώρα συντελείται μια μικρή «επανάσταση». Είναι όμως έτσι;
Σήμερα, στη Δυτική Μακεδονία που πρωτοστατεί στην ενεργειακή μετάβαση της χώρας, με τα λιγνιτικά εργοστάσια της ΔΕΗ να κλείνουν και την περιοχή να αναζητά ένα νέο ενεργειακό και αναπτυξιακό μοντέλο, καταγράφονται[1] 37 ενεργειακές κοινότητες.
Στην Αρκαδία, που φιλοξενεί το έτερο λιγνιτικό κέντρο της χώρας στη Μεγαλόπολη, αντίστοιχα επτά. Είναι όμως αυτό αρκετό για να ισχυριστεί κανείς ότι η τοπική κοινωνία συμμετέχει ήδη ενεργά στη μετάβαση στη μεταλιγντική εποχή, ιδίως όταν ακόμα οι ενεργειακές κοινότητες δεν συνεισφέρουν στην παραγωγή ενέργειας;
Από τον μέχρι τώρα σχεδιασμό αντιλαμβάνεται κανείς ότι ναι μεν οδηγούμαστε στην απεξάρτηση από τον λιγνίτη, αλλά οι λιγνιτικές περιοχές θα παραμείνουν ενεργειακά κέντρα.
Η βασική πρόβλεψη για τη διατήρηση του ενεργειακού χαρακτήρα των λιγνιτικών περιοχών αφορά σε μεγάλες επενδύσεις σε ΑΠΕ λίγων εταιρειών, μεταξύ των οποίων και της ΔΕΗ που θέλει να αναβαθμίσει το προφίλ της στρεφόμενη στις ΑΠΕ.
Μάλιστα τη διατήρηση του ενεργειακού χαρακτήρα των λιγνιτικών περιοχών με ανάπτυξη ΑΠΕ και τεχνολογιών αποθήκευσης προκρίνουν και οι ίδιοι οι πολίτες των λιγνιτικών περιοχών, σύμφωνα με την έρευνα κοινής γνώμης[2] που πραγματοποίησαν το Green Tank, η καθηγήτρια ΕΚΠΑ Εμμανουέλα Δούση, η ΔιαΝΕΟσις και η εταιρία δημοσκοπήσεων MARC.
Ο ενεργειακός σχεδιασμός της χώρας πρασινίζει, λοιπόν, το μίγμα ενέργειας από τη μια, αλλά παραμένει συγκεντρωτικός από την άλλη. Σε αυτό το πλαίσιο οι ενεργειακές κοινότητες μπορούν να αποτελέσουν τον βασικό μοχλό αποκέντρωσης του ενεργειακού συστήματος και ενεργοποίησης των τοπικών κοινωνιών στη διαδικασία της μετάβασης, ώστε να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη από την ενεργειακή μετάβαση για τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες.
Το γεγονός ότι στις λιγνιτικές περιοχές έχουν ήδη ιδρυθεί ενεργειακές κοινότητες είναι ελπιδοφόρο, αλλά ακόμα δεν έχουν βρει τη θέση τους στον σχεδιασμό της επόμενης μέρας.
Στο πρόσφατο Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης που παρουσίασε η κυβέρνηση δεν περιλαμβάνονται προβλέψεις για τα έργα των ενεργειακών κοινοτήτων.
Κι αυτό παρά το γεγονός ότι ήδη από το 2018 υπάρχουν διαθέσιμοι εθνικοί πόροι στο Πράσινο Ταμείο για την ενίσχυση των ενεργειακών κοινοτήτων στις λιγνιτικές περιοχές, που προέρχονται από τη διάθεση μέρους των εσόδων από τη δημοπράτηση των δικαιωμάτων εκπομπών.
Μέχρι σήμερα οι πόροι αυτοί δεν έχουν αξιοποιηθεί, πέρα από την ανάθεση εκπόνησης ενός τεχνικού οδηγού στο Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης στην ανάπτυξη ενεργειακών κοινοτήτων προς μια δίκαιη μετάβαση
Διακριτό ρόλο στη δίκαιη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών έχουν οι ενεργειακές κοινότητες που έχουν συστήσει οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ).
Η ευρωπαϊκή αλλά και η ελληνική εμπειρία της δίκαιης μετάβασης[3] μας δείχνει ότι η τοπική αυτοδιοίκηση παίζει καθοριστικό ρόλο τόσο στη διαμόρφωση των πολιτικών για τη μετάβαση όσο και στο να θέσει ζητήματα στον δημόσιο διάλογο, να συνομιλήσει με την τοπική κοινωνία, να την παρακινήσει, να προβάλει διεξόδους και να εφαρμόσει δημοκρατικές διαδικασίες στη λήψη αποφάσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο οι ενεργειακές κοινότητες των ΟΤΑ μπορούν και πρέπει να συμμετέχουν στην ενεργειακή μετάβαση. Κι αυτό θα σήμαινε την ανάπτυξη τόσο μικρών όσο και μεγάλων έργων που ανταποκρίνονται στις δικές τους ενεργειακές ανάγκες και εκείνες άλλων τοπικών φορέων αλλά και των κατοίκων άμεσα, ή και έμμεσα, με τη συμμετοχή τους στα μεγάλα ενεργειακά έργα που αναπτύσσονται στην περιοχή.
Ακόμη θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τη διαχείριση του τοπικού ενεργειακού δικτύου, ώστε να μπορέσουν να συμβάλλουν στην περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ, να μειώσουν τα ενεργειακά κόστη για τους κατοίκους τους, να αναπτύξουν την τοπική παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας και να διασφαλίσουν την ενεργειακή τους αυτονομία.
Επιπλέον, το κομβικό για τις λιγνιτικές περιοχές ζήτημα της θέρμανσης, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αξιοποιώντας το εργαλείο των ενεργειακών κοινοτήτων για την ανάπτυξη ΑΠΕ με συμμετοχή ΟΤΑ και συνεργασία με τους κατοίκους.
Παραδείγματα συνεργασίας ενεργειακών κοινοτήτων και τοπικών αρχών σε μεγάλης κλίμακας έργα υπάρχουν αρκετά στην Ευρώπη.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Κοπεγχάγης, όπου η στενή συνεργασία του ενεργειακού συνεταιρισμού Middelgrunden[4] με τη δημοτική αρχή της Κοπεγχάγης το 2000 οδήγησε στην εγκατάσταση ενός υπεράκτιου αιολικού πάρκου (20 ανεμογεννητριών δυναμικότητας 2 MW η κάθε μία) μόλις 3,5χλμ έξω από το λιμάνι της πόλης.
Το 50% του πάρκου ανήκει στην τοπική δομή κοινής ωφέλειας του Δήμου της Κοπεγχάγης και το άλλο 50% στον ενεργειακό συνεταιρισμό Middelgrunden.
Αρχικά μόνο οι κάτοικοι του Δήμου μπορούσαν να είναι μέτοχοι σε αυτό το έργο, αλλά πλέον είναι ανοιχτό σε όποιον θέλει να επενδύσει σε αυτή τη μορφή συνεργασίας.
Ο ενεργειακός συνεταιρισμός που ιδρύθηκε το 1995 μετράει σήμερα περίπου 8.600 μέλη ενώ το υπεράκτιο αιολικό πάρκο εγκατεστημένης ισχύος 20 MW παράγει 50 GWh/έτος καλύπτοντας τις ενεργειακές ανάγκες 40.000 νοικοκυριών της Κοπεγχάγη.
Επίσης το αιολικό πάρκο στην περιοχή Hvide Sande της Δανίας[5] παράγει οφέλη πλέον όχι μόνο για την ίδια την ενεργειακή κοινότητα που το ανέπτυξε αλλά και για την τοπική κοινωνία γενικότερα μέσω δράσεων τοπικής ανάπτυξης.
Το 2010 τοπικά σωματεία, βιομηχανίες και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας δημιούργησαν ένα ίδρυμα της τοπικής κοινότητας και επένδυσαν σε τρεις υπεράκτιες ανεμογεννήτριες.
Η συμφωνία της τοπικής κοινωνίας και η ενεργοποίησή της για την πραγματοποίηση του έργου ήταν καθοριστική για να ξεπεραστούν εμπόδια στον σχεδιασμό και την υλοποίησή του.
Προηγούμενες απόπειρες ιδιωτών για την υλοποίηση αντίστοιχου έργου στην ίδια περιοχή είχαν αποτύχει. Σήμερα το 80% του αιολικού πάρκου ανήκει στο τοπικό κοινοτικό ίδρυμα και το υπόλοιπο 20% στη σύμπραξη Hvide Sande Nordhavn Mollelaug I/S.
Η συμμετοχή λοιπόν των τοπικών κοινωνιών στα μικρά αλλά και στα μεγάλα ενεργειακά έργα δεν είναι κάτι καινούριο. Σε αυτή τη λογική κινείται και η πρόσφατη δέσμευση[6] του Διευθύνοντα Συμβούλου της ΔΕΗ για τη μετοχοποίηση του 5% των έργων των 2,55 GW φωτοβολταϊκών που σχεδιάζει η εταιρεία προς τους κατοίκους των λιγνιτικών περιοχών με μερίδιο 1000€ και ετήσια απόδοση της τάξης του 8-10%.
Το μοντέλο αυτό μπορεί να ενισχυθεί και να επεκταθεί, αρχικά σε άλλες μεγάλες εταιρείες που επενδύουν στις λιγνιτικές περιοχές ώστε οι τοπικές κοινωνίες να απολαμβάνουν τα οφέλη από τις επενδύσεις αυτές αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας όπου αναπτύσσονται έργα ΑΠΕ.
Το παράδειγμα της μετάβασης των Απαλάχιων
Η διαδικασία της δίκαιης μετάβασης έχει κι άλλες διαστάσεις πέρα από την ενεργειακή μετάβαση και τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών σε αυτή. Μια πολύ σημαντική παράμετρος είναι η κοινωνική συνοχή και αντιμετώπιση των επιπτώσεων της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου των λιγνιτικών περιοχών στις τοπικές κοινωνίες.
Για το λόγο αυτό η διαμόρφωση πολιτικών και συνεργειών με άξονα την κοινωνία, την αλληλεγγύη, τη δικαιοσύνη και τη βιωσιμότητα καθώς και η ενίσχυση της κοινωνικής οικονομίας συμβάλλουν σημαντικά σε μια μετάβαση χωρίς αποκλεισμούς και εν τέλει σε μια πραγματικά δίκαιη μετάβαση.
Ένα τέτοιο παράδειγμα προέρχεται από την λιγνιτική περιοχή Απαλάχιων στις βορειοανατολικές ΗΠΑ, μια περιοχή όπου την δεκαετία του 1940 απασχολούνταν 140.000 εργαζόμενοι στην εξόρυξη κάρβουνου ενώ σήμερα μόλις 16.000.
Το 2013, με πρωτοβουλία των μελών του Appalachian Regional Commission[7], του βασικού δηλαδή σχήματος διακυβέρνησης της μετάβασης της περιοχής των Απαλάχιων, δημιουργήθηκε το Appallachian Community Capital[8].
Πρόκειται για ένα οικονομικό ίδρυμα για την κοινοτική ανάπτυξη που στοχεύει στην οικονομική υποστήριξη των λιγνιτικών περιοχών των Απαλάχιων και στη δημιουργία θέσεων εργασίας που υποστηρίζουν τη βιώσιμη ανάπτυξη μέσα από την παροχή πρόσβασης σε βασικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και προϊόντα, σε ανεκτό δανεισμό και στην εύρεση επενδυτικού κεφαλαίου σε κατοίκους και τοπικές επιχειρήσεις στις περιοχές αυτές που στερούνται επενδυτικών προνομίων.
Στόχος είναι η ευημερία της κοινότητας και όχι του μέτοχου. Μέχρι σήμερα έχει δανειοδοτήσει περισσότερες από 70 μικρές επιχειρήσεις και έχει συμβάλει στη δημιουργία περισσότερων από 1.800 θέσεων εργασίας.
Ακόμα στην ίδια περιοχή έχουν αναπτυχθεί κοινωνικές επιχειρήσεις, όπως η Coalfield Development[9], που στοχεύει στην ανάσχεση του κύκλου της διαγενεακής φτώχειας στις λιγνιτικές περιοχές των Απαλάχιων μέσα από την εμπέδωση σχέσεων, την ολιστική προσέγγιση της κατάρτισης των ανέργων και της ανάδειξης νέων επιχειρήσεων.
Οι ενεργειακές κοινότητες, λοιπόν, ως αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, μπορούν, πέρα από τη συνεισφορά τους στη στροφή του ενεργειακού μοντέλου, να αποτελέσουν το επίκεντρο για την ανάπτυξη του τρίτου τομέα της οικονομίας ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τη δίκαιη μετάβαση στις λιγνιτικές περιοχές.
Η τοπική συμμετοχή στον σχεδιασμό της επόμενης μέρας
Η αξιοποίηση όμως του εργαλείου των ενεργειακών κοινοτήτων στη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή είναι σημαντική και για έναν επιπλέον λόγο. Η ευρωπαϊκή εμπειρία έχει δείξει ότι η επιτυχία της μετάβασης εξαρτάται άμεσα από την ενεργό συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών.
Οι ενεργειακές κοινότητες προσφέρουν μια εξαιρετική δυνατότητα για την ενίσχυση αυτής ακριβώς της συμμετοχής. Για να γίνει όμως αυτό πραγματικότητα, απαιτούνται τα εξής για τα έργα ενεργειακών κοινοτήτων:
Να συνυπολογιστούν στα νέα χωρικά σχέδια που διαμορφώνονται στις λιγνιτικές περιοχές.
Να αποτελούν μέρος των Εδαφικών Σχεδίων Δίκαιης Μετάβασης ώστε να μπορούν να αντλήσουν πόρους από τον νέο Μηχανισμό Δίκαιης Μετάβασης της ΕΕ.
Να αποτελέσουν προτεραιότητα στο νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που η χώρα θα πρέπει να διαμορφώσει εκ νέου για να εναρμονιστεί με τον νέο κλιματικό στόχο της ΕΕ για μείωση των εκπομπών κατά τουλάχιστον 55% σε σχέση με το 1990 μέχρι το 2030.
Να περιληφθούν στα έργα που θα ενισχυθούν από τους πόρους της νέας προγραμματικής περιόδου 2021- 2027 μέσω των περιφερειακών προγραμμάτων, του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης κ.ά.
Να ενισχυθούν μέσα από την ενεργοποίηση των πόρων του Πράσινου Ταμείου, που είναι ήδη δεσμευμένοι για την ενίσχυση των ενεργειακών κοινοτήτων στις λιγνιτικές περιοχές και να διασφαλιστεί η συνέχιση αυτής της πηγής χρηματοδότησης και τα επόμενα χρόνια.
Να τύχουν θεσμικής και οικονομικής στήριξης από την πολιτεία, ως ένας θεσμός με ισχυρά κοινωνικά χαρακτηριστικά και όχι μόνο με βάση αποκλειστικά τα κριτήρια της αγοράς. Για τον λόγο αυτό άλλωστε οι ενεργειακές κοινότητες από την ίδρυσή τους εντάσσονται στο πλαίσιο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
Τρόποι στήριξης ενεργειακών κοινοτήτων
Όσο πλησιάζουμε στην απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και στην πλήρη λειτουργία του target model, οι ενεργειακές κοινότητες θα χρειαστούν ουσιαστική στήριξη από την πολιτεία, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν σε ένα πλήρως ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Ο νόμος σύστασης των ενεργειακών κοινοτήτων περιείχε μια δέσμη μέτρων στήριξης, η οποία όμως με την πάροδο των χρόνων και με αφορμή τα προβλήματα που άρχισαν να διαφαίνονται στην αγορά άρχισε να υποχωρεί[10].
Η Ελλάδα έχει μια πλούσια εμπειρία και παράδοση στα συνεργατικά σχήματα. Η εμπειρία αυτή έχει να μας προσφέρει παραδείγματα προς μίμηση αλλά και πρακτικές που πρέπει να αποφευχθούν τόσο για την προστασία του ίδιου του συνεργατισμού όσο και για την εξασφάλιση της αξιοπιστίας του εγχειρήματος των ενεργειακών κοινοτήτων.
Για τον λόγο αυτό είναι σημαντικό να διαμορφωθούν οι συνθήκες αυτές που θα δώσουν μεν ώθηση στον θεσμό αλλά, παράλληλα, θα τον προστατεύσουν όσο περισσότερο γίνεται από την καταστρατήγηση. Τέτοια μέτρα μπορεί να είναι:
Η ενίσχυση των μη κερδοσκοπικών ενεργειακών κοινοτήτων, ώστε να αποφευχθούν κίνδυνοι για τους πολίτες που συμμετέχουν, οι οποίοι προκύπτουν από υποσχέσεις ετήσιων υπερ-αποδόσεων της τάξης του 30%.
Η προτεραιότητα στη χρηματοδότηση και την αδειοδότηση ενεργειακών κοινοτήτων των ΟΤΑ των λιγνιτικών περιοχών που εστιάζουν στην κάλυψη των τοπικών αναγκών.
Ειδικά φορολογικά κίνητρα που θα συνδέονται όμως με την κοινωνική ανταποδοτικότητα και ωφέλεια στις τοπικές κοινωνίες με τρόπο τεκμηριωμένο και μετρήσιμο.
Η θέσπιση περιορισμών στη μεταπώληση των αδειών που λαμβάνουν οι ενεργειακές κοινότητες, ως μέτρο αντιστάθμισης των ευνοϊκών ρυθμίσεων και περιορισμού της εκμετάλλευσής τους από καιροσκόπους.
Η υιοθέτηση ενός συστήματος αδειοδότησης που θα λειτουργεί αναλογικά με το μέγεθος των έργων ΑΠΕ που ήδη κατέχει η ενεργειακή κοινότητα και όχι βάσει του μεγέθους του έργου που αιτείται. Στόχος είναι να διευκολυνθούν αρχικά οι ενεργειακές κοινότητες για να δραστηριοποιηθούν για την κάλυψη τοπικών αναγκών και προοδευτικά, όσο αυξάνεται το μέγεθος των έργων που αθροιστικά κατέχει η κοινότητα, η αδειοδότηση να γίνεται πιο απαιτητική και συγκρίσιμη με αυτή των έργων ΑΠΕ εκτός ενεργειακών κοινοτήτων.
Η διαμόρφωση ειδικών χρηματοδοτικών εργαλείων για τις ενεργειακές κοινότητες και ειδικότερα πρόβλεψη για την πρόσβαση στη χρηματοδότηση των πολύ μικρών και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ενεργειακών κοινοτήτων, οι οποίες αντιμετωπίζουν και τα μεγαλύτερα προβλήματα. Ένα μέτρο σε αυτή την κατεύθυνση είναι η παροχή εγγυήσεων. Η Αναπτυξιακή Τράπεζα, σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να έχει κομβικό ρόλο. Επίσης το Πράσινο Ταμείο (εθνικό ταμείο δίκαιης μετάβασης) πρέπει να ενισχυθεί και με άλλους πόρους πέρα από τα έσοδα εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπών, ώστε να συμβάλει το μέγιστο στην μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η χώρα, την απολιγνιτοποίηση και τη δίκαιη μετάβαση των λιγνιτικων περιοχών.
Η πορεία προς την ενεργειακή μετάβαση φέρνει σημαντικές αλλαγές στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Η διεθνής εμπειρία μας προσφέρει καλά παραδείγματα και ιδέες για την πραγματική συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών αλλά και για τη διεκδίκηση της δικαιοσύνης σε αυτή την πορεία.
Για να κερδίσουμε όμως το στοίχημα της δίκαιης μετάβασης η πολιτεία οφείλει να υποστηρίξει έμπρακτα τα κοινωνικά υποστηριζόμενα εγχειρήματα. Από την άλλη πάλι οι ίδιες οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να διεκδικήσουν δυναμικά, αποφασιστικά και ενεργητικά τη θέση τους στον ενεργειακό σχεδιασμό και στην επόμενη μέρα μετά τον λιγνίτη. Τα εργαλεία υπάρχουν, η εμπειρία υπάρχει, αλλά πρέπει να πιστέψουμε στη δύναμη που πραγματικά έχει η κοινωνία όταν αναλαμβάνει δράση.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ στις 25 Ιανουαρίου 2021, στο πλαίσιο αφιερώματος για την ενεργειακή πολιτική στην Ελλάδα σήμερα, που υλοποιείται σε συνεργασία με το Green Tank.
[1] Greenpeace, Electra Energy Cooperative, SmartRue (ΕΜΠ). 2020. Χαρτογράφηση Ενεργειακών Κοινοτήτων στην Ελλάδα. https://bit.ly/3aqqE10
[2] «Απολιγνιτοποίηση και Δίκαιη Μετάβαση στη Μεταλιγνιτική Εποχή: Tι πιστεύουν οι πολίτες των λιγνιτικών περιοχών;» https://bit.ly/34kxz81
[3] The Green Tank. 2020. «Δίκαιη Μετάβαση: Ιστορικό, εξελίξεις και προκλήσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη» https://bit.ly/34qoVET
[4] Middelgrundens Vindmøllelaug, Offshore Wind Farm outside the Harbour of Copenhagen. https://bit.ly/38l09am
[5] Hvide Sande – Folkecenter for Renewable Energy. https://bit.ly/3ap0RGn
[6] Energypress. 2020. «Γ. Στάσσης: Να κοπούν οι επιδοτήσεις στις ΑΠΕ – Συμμετοχή των κατοίκων στα φωτοβολταϊκά στις λιγνιτικές περιοχές» 18/10/2020. https://bit.ly/2WuKmjK
[7] Appalachian Regional Commission. https://bit.ly/2KACpXR
[8] Appallachian Community Capital. https://bit.ly/2KHVAz2
[9] Coalfield Development. https://bit.ly/3mwo9g2
[10] Energypress. 2019. «Καταγγελίες στο ΥΠΕΝ: Στήνουν «μη κερδοσκοπικές» ενεργειακές κοινότητες για φωτοβολταϊκά και τις… πωλούν μέσω αγγελίας» 15.11.2019. https://bit.ly/3nwEzpL