Ο εθνοκεντρισμός διαχρονικά είναι μια κυρίαρχη τάση στην πολιτική σκηνή Κύπρου και Ελλάδας. Η ισχύς του εδράζεται στα υπαρκτά προβλήματα που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες. Η εσωστρέφεια, οι μονομέρειες, οι αυταρέσκειες, ακόμη και ο εθνικισμός, συνιστούν εκφράσεις του. Όλες τους κατατείνουν στην ακραία αντίληψη να θεωρούμε τον τόπο μας ως το κέντρο του κόσμου και τους άλλους να μας εποφθαλμιούν. Υιοθετώντας τη, οδηγηθήκαμε στα γνωστά αδιέξοδα.
Ένας κορυφαίος πολιτικός που αντιτάχθηκε σθεναρά στις εθνοκεντρικές απόψεις ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Εξωστρεφής, κοσμοπολίτης και τολμηρός, διέθετε τη διορατικότητα και την ικανότητα να θέτει προτεραιότητες. Έτσι προωθούσε αποτελεσματικότερα τα συμφέροντα της χώρας του. Το κυριότερο, είχε τη δυνατότητα να διαχειρίζεται τα προβλήματα που ανέκυπταν, συνδέοντάς τα με τις γενικότερες εξελίξεις. Η εύστοχη στρατηγική που ακολουθούσε τού επέτρεπε να ισχυροποιεί περαιτέρω τις θέσεις του, να βρίσκει συμμάχους στις επιδιώξεις του, ενισχύοντας ταυτόχρονα το κύρος και την εμβέλειά του. Μάλιστα, όταν κατά καιρούς επικρίνονταν από τους αντιπάλους του, γιατί στις διεθνείς επαφές του προέτασσε τα μεγάλα ζητήματα της εποχής, βάζοντας σε δεύτερο πλάνο τα «ειδικά» θέματα της Ελλάδας, απαντούσε με το επιχείρημα ότι «είναι ο καλύτερος τρόπος για να επιτύχεις τους στόχους σου».
Οι συνομιλίες του Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα, με τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό ήταν αποκαλυπτικές. Αφενός έδειξαν τις ανερμάτιστες πολιτικές της τουρκικής ηγεσίας. Αφετέρου την ανυπαρξία μιας εξωστρεφούς εθνικής στρατηγικής της ελληνικής πλευράς. Ο Τούρκος Πρόεδρος, υιοθετώντας ακραίες απόψεις, εστίασε πρωτίστως στη Συνθήκη της Λωζάνης, αλλά και στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, φορτίζοντας έτσι τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Από την άλλη, ο Πρ. Παυλόπουλος και ο Αλ. Τσίπρας παγιδεύτηκαν στο πεδίο αντιπαράθεσης που επέλεξε ο Τ. Ερντογάν.
Οι παρενέργειες που προκλήθηκαν θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αν η Ελλάδα είχε αντιτάξει απέναντι στην εθνικιστική τουρκική πολιτική μια καλά θεμελιωμένη και επεξεργασμένη εξωστρεφή στρατηγική. Αν προέτασσε την ανάγκη εναρμόνισης της γείτονος με την Ευρώπη, συνδέοντας εμπράκτως τις όποιες διενέξεις με το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο. Η εμπειρία του Ελσίνκι είναι χειροπιαστό παράδειγμα. Η επιτυχία του ήταν ότι ενέταξε όλα τα ζητήματα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, διασυνδέοντας τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό με τις ευρωτουρκικές. Το κεκτημένο αυτό δεν ακυρώθηκε μόνο με ευθύνη της Τουρκίας, αλλά και της Ελλάδας. Κι αυτό γιατί η ελλαδική ηγεσία κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή (2004-2009) παλινδρόμησε στις γνωστές και επιζήμιες εθνοκεντρικές προσεγγίσεις.
Η επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου επιβεβαίωσε ακόμη μια πικρή αλήθεια. Το Κυπριακό δεν φαίνεται να είναι στις προτεραιότητες καμιάς πλευράς. Στην πραγματικότητα βρέθηκε στο περιθώριο των συνομιλιών, όπως έγινε γνωστό. Οι δε αναφορές δεν πρόσθεσαν τίποτα το καινούργιο. Η επισήμανση από τον Αλ. Τσίπρα ότι επί σαράντα τρία χρόνια διατηρείται η παράνομη κατοχή έδωσε την ευκαιρία στον Τ. Ερντογάν να υπενθυμίσει τη θετική του στάση στο Σχέδιο Ανάν, λέγοντας ότι αν το είχαν αποδεχτεί και οι Ελληνοκύπριοι, σήμερα θα είχαν αποχωρήσει τα στρατεύματα κατοχής. Οι δημόσιες μομφές του ολοκληρώθηκαν με την κατηγορία περί αποχώρησης των Ελληνοκυπρίων και των Ελλαδιτών από τον Κραν Μοντανά, επιβεβαιώνοντας ότι το ρήγμα που έχει δημιουργηθεί παραμένει ενεργό.
Η εθνικιστική έξαρση και παραζάλη του Τούρκου Προέδρου δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί με τις άσφαιρες πολιτικές του εθνοκεντρισμού, της εσωστρέφειας και της φοβικότητας. Ο παροξυσμός του δεν κατευνάζεται με μάχες χαρακωμάτων. Ούτε με συμπεριφορές πινγκ-πονγκ. Πόσω μάλλον με επικοινωνιακά φληναφήματα για εσωτερική κατανάλωση. Ο αχρείαστος μακρόσυρτος τηλεοπτικός διάλογος του Πρ Παυλόπουλου με τον Τ. Ερντογάν εξελίχθηκε σε φιάσκο για τον Έλληνα Πρόεδρο. Το βασικότερο, με τις απαίδευτες απαντήσεις του αντιστρατεύτηκε τις ελληνικές θέσεις. Συνεπώς, εκείνο που απαιτείται είναι μια δυναμική, εξωστρεφής στρατηγική που θα εκθέτει τη γειτονική χώρα για τις ανακολουθίες της, δημιουργώντας γύρω της κλίμα ασφυξίας. Ακολουθώντας την Τουρκία στο πεδίο που εκείνη έχει επιλέξει να πολιτεύεται, το μόνο που επιτυγχάνουν Ελλάδα και Κύπρος είναι να ανατροφοδοτούν την επιθετικότητά της.