Υπάρχει μία ασπρόμαυρη φωτογραφία, στην οποία κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να απαθανατίσει τον Τσέχο Μίλαν Κούντερα, τον Μεξικανό Κάρλος Φουέντες και τον Κολομβιανό Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες μαζί στην Πράγα του 1968. Ο Μάρκες κοιτάζει περήφανα τον φακό με μια πόζα παλιάτσου, ο Φουέντες σχεδόν κρύβεται γελώντας πίσω από τον δεξιό ώμο του Μάρκες και ο Κούντερα κάπως παράμερα κοιτάζει με ένα έκθαμβο βλέμμα τον Μάρκες.
Τέχνη είναι να υποχρεώνεις έναν ολόκληρο κόσμο να βλέπει κάτι αλλιώς. Το μαγεμένο βλέμμα της Κεντρικής Ευρώπης (Κούντερα) προς τη Λατινική Αμερική (Μάρκες) στη φωτογραφία το μόνο που μαρτυρούσε ήταν ότι ήδη το ΄68 ο Κολομβιανός με την παρδαλή συμπεριφορά και ενδυμασία ήταν ένας μεγάλος συγγραφέας.
Τηρουμένων των αναλογιών, ο Κωστής Παπαγιώργης, που γεννήθηκε στο Νεοχώρι Υπάτης στις 20 Μαρτίου το 1947 και έφυγε σαν σήμερα πριν από 9 χρόνια, στις 21 Μαρτίου το 2014 στην Αθήνα, αγαπήθηκε πολύ και φανατικά από ένα ετερόκλητο κοινό. Οι οπαδοί του, και όχι αναγνώστες του, που αναγνωρίζονται μεταξύ τους από μία φράση ή μία συντακτική ανάσα, καλούνται συχνά-πυκνά να απαντήσουν γιατί τα κείμενα αυτού του αποσυνάγωγου και ιδιόρρυθμου γραφιά δημιούργησαν λέσχες που ακόμη και σήμερα προσιδιάζουν σε σέκτες και μυστικιστικές αιρέσεις.
Η απάντηση είναι απλή, όπως σε όλα τα δύσκολα στη ζωή. Σχεδόν παιδαριώδης. Ο Κωστής Παπαγιώργης αγαπήθηκε, γιατί αγάπησε. Τον νεοέλληνα, την ελληνική γλώσσα, το ελληνικό τοπίο, τη βαλκάνια γειτονιά, τους λογοτέχνες, τους φιλοσόφους και τελικά τον εαυτό του.
Η γλώσσα που εφηύρε ο Παπαγιώργης για τα «κειμενάκια» και τα «βιβλιαράκια» του περιείχε κάθε πτυχή της ελληνικής γλώσσας μέσα στην ιστορία, το κοινωνικό και πολιτικό της εύρος. Δημοτική, καθαρεύουσα, αρχαϊκή, λαϊκή, ξένα δάνεια, όλα ήταν εκεί παρόντα και ισότιμα, καμία λέξη, καμία αργκό δεν περίσσευε. Το ίδιο ίσχυε και για τα σχήματα και τους τρόπους της γλώσσας («Λάδια-ξύδια»). Μεταφορές, παρομοιώσεις, συνεκδοχές, ομηρικές ανάσες, παπαδιαμάντιες περπατησιές. Η γλώσσα ήταν μία, στην οποία κάθε παλιοκαιρισμένη φράση έπρεπε να ακονιστεί εκ νέου, γιατί ο Παπαγιώργης δεν ήταν συγγραφέας, «φρασάκιας» ήταν, και κάθε φράση έπρεπε να καταλαμβάνει τον ανυποψίαστο αναγνώστη εξαπίνης σαν πολεμική λαβή.
Με τον ίδιο παράφορο τρόπο αγάπησε το ελληνικό τοπίο και τους ανθρώπους του. «Ο τόπος είναι ρουφιάνος του χρόνου», έγραφε, γι’ αυτό και δεν διάβαινε απλώς τον τόπο, αλλά στεκόταν, να ψυχανεμιστεί τους χρόνους. Κάπως έτσι προέκυψε και η τριλογία για το 1821. «Εμμανουήλ Ξάνθος», «Καπάκια», «Κανέλλος Δεληγιάννης».
Τα κείμενα του θύμιζαν πειρατικούς χάρτες θησαυρών. Στις μελέτες του χαρτογραφούσε με γενναιοδωρία την ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία και την αρχαία και ξένη φιλοσοφία. Μυούσε τον αναγνώστη και ταυτόχρονα τού φανέρωνε τα μυστικά για να κόψει δρόμο. Κάπως έτσι προέκυψαν οι προσωπογραφίες «Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ», «Ντοστογιέφσκι», «Σωκράτης», ενώ τα κείμενά του βρίθουν από αναφορές σε Μπωντλαίρ, Τζέιμς Τζόις, Προυστ, Νίτσε, Σπινόζα, Κίρκεγκωρ, Χάιντεγκερ, Μάρξ και Καστοριάδη.
Το γενικό σύνθημα ήταν όλα να ιδωθούν, όλα να διαβαστούν αλλιώς. Υπό ένα λοξό βλέμμα. «Θέλει πολύ μυαλό για να προσέξει κανείς αυτό που βλέπει κάθε μέρα». Η μόνιμη μέριμνα ήταν να διασωθεί το απαρατήρητο. Ο Κωστής δεν έγραφε απλώς για τον άλλον, έγραφε κυρίως για το άλλο. Το διαφορετικό. Κανείς και τίποτα δεν περισσεύει.
«Ό,τι και να συμβεί δεν πρόκειται να αυτοκτονήσω», «δώσε μου αδιέξοδο και εγώ θα το γαμήσω», «δεν υπάρχει κύμα που να μην φτάνει στην ακτή του», «όταν δια βίου κοιτάς το θαύμα, στο τέλος θα γυρίσει να σε κοιτάξει και αυτό». Ο Παπαγιώργης ευαγγελιζόταν μία κατάδική του χαρμόσυνη πίστη στην οποία ο αναγνώστης δεν μπορούσε παρά να παραδοθεί. Εξάλλου, «άλλο πράγμα να είσαι χρήστης, και άλλο έμπορος» μία πίστης. Το μότο του ήταν «δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, δεν υπάρχουν δυνάμεις για χάσιμο».
Γιατί αγαπήθηκε τόσο ο Κωστής; Γιατί έκανε τον νεοέλληνα να αγαπήσει τον εαυτό του, να συμφιλιωθεί με τα πάθη και τις πληγές του: «Περί μέθης», «Ίμερος και κλινοπάλη», «Ζώντες και τεθνεώτες», «Μυστικά της συμπάθειας». Γιατί έκανε τον νεοέλληνα να αγαπήσει την πατρίδα του. Η ψυχή του Έλληνα πρέπει να συνομιλεί με τους Βαλκάνιους γείτονες, όχι να χαριεντίζεται μόνο με τα «Παρίσια» και τα «Λονδίνα». Διότι έκανε τον νεοέλληνα να υποψιαστεί τι μπορεί να είναι και κυρίως να πράττει η (μεγάλη) λογοτεχνία και η (αληθινή) φιλοσοφία (λες και υπάρχουν κι άλλες). «Όταν όλοι το βάζουν στα πόδια, μένει ο φιλόσοφος για να λύσει το πρόβλημα».
Ο Κωστής δεν έφυγε. Κυκλοφορεί σαν αιθερικό σώμα να προστατεύει τη γυναίκα του Ράνια και τον γιό της Θανάση που αγάπησε πιο πολύ κι από δικό του παιδί: «Όλα για εκείνον τα κάνω».
Είναι κρυμμένος στις τσέπες των παντελονιών μας για να μας τσιμπάει σαν φιδάκι κάθε φορά για το πως αλλιώς μπορούμε να σκεφτούμε και κυρίως να πράξουμε. Ίσως γι’ αυτό ακόμη και σήμερα τα κείμενα που δεν είναι εδώ για να γράψει, (μας) λείπουν ώρες-ώρες αβάσταχτα.
Μυρένα Σερβιτζόγλου
*Από τις Εκδόσεις Αρμός κυκλοφορεί το βιβλίο της Μυρένας Σερβιτζόγλου «Κωστής Παπαγιώργης Ήταν όλοι εκεί».