Η πολυγλωσσία ως όρος και ως έννοια δεν είναι κάτι καινούριο. Διαχρονικά είθισται να ομιλούνται περισσότερες γλώσσες σε μία περιοχή λόγω είτε του εμπορίου είτε των ευρύτερων κοινωνικών συναλλαγών που αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση των αναγκών των κατοίκων. Επομένως, πολύγλωσσος θεωρούταν και θεωρείται ακόμη ο άνθρωπος εκείνος που ομιλεί δύο ή περισσότερες γλώσσες.
Ως προς αυτή την κατεύθυνση, χαρακτηριστικό αποτελεί το παράδειγμα της Ινδίας ως πολύγλωσση χώρα, κάτι το οποίο όμως εξίσου συμβαίνει και στην Αφρική όπου το 50% του πληθυσμού της προκύπτει από πολύγλωσσους ανθρώπους που μιλούν χιλιάδες διαφορετικές γλώσσες και διαλέκτους.
Η πολυγλωσσία κρίνεται απαραίτητη όσο οι γλώσσες αποτελούν γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ των λαών. Παράλληλα με την επικοινωνία όμως, μέσω της γλωσσομάθειας, ενισχύεται και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας καθώς μεταξύ άλλων, η γνώση ξένων γλωσσών συμβάλλει καθοριστικά στην ενίσχυση της απασχολησιμότητας και της κινητικότητας. Για τον λόγο αυτό, έχει τεθεί ως προτεραιότητα η βελτίωση τόσο της διδασκαλίας όσο και της εκμάθησης γλωσσών ώστε να διευρύνουν οι πολίτες τον πνευματικό τους ορίζοντα, την κριτική τους ικανότητα, να δημιουργήσουν νέους τρόπους σκέψης και να αποκτήσουν νέες νοητικές δεξιότητες.
Ένας από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους η πολυγλωσσία έχει θέση στην εκπαίδευση είναι διότι αγκαλιάζει την διαφορετικότητα και συντελεί στην ανάπτυξη της αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ των λαών με διαφορετικό μεταξύ τους πολιτισμό. Ο εκάστοτε μαθητής μέσα από την επαφή του με πολυγλωσσικά περιβάλλοντα βελτιώνει κρίσιμες ικανότητες σκέψης κι αναθεωρεί την όποια σχέση του με το ρατσισμό, την ξενοφοβία και τη μισαλλοδοξία.
Τα σημεία των καιρών, φέρνουν τους λαούς σε καθημερινή τριβή, θέτοντας τον ρόλο της εκπαίδευσης μπροστά στην ευθύνη του να γεννήσει τους επόμενους πολίτες του κόσμου. Η πολυγλωσσία λοιπόν πλέον αποτελεί το βασικό γρανάζι για τα θεμέλια του σύγχρονου κόσμου.