Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και υπουργοί Δικαιοσύνης πολιτειών θα έχουν συνάντηση μέσα στον Σεπτέμβριο προκειμένου να συζητήσουν προβληματισμούς που δείχνουν να κερδίζουν έδαφος σχετικά με το αν οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης «σκόπιμα καταπνίγουν την ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών», όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση που εξέδωσε το υπουργείο την Τετάρτη.
Στην ανακοίνωση αυτή δεν κατονομάζονταν το Facebook και το Twitter, στελέχη των οποίων κατέθεσαν ενώπιον του Κογκρέσου την Τετάρτη, ωστόσο οι δύο κορυφαίες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης έχουν δεχθεί έντονες κριτικές από τον Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, και άλλους Ρεπουμπλικανούς, για αυτό που αντιλαμβάνονται ως προσπάθεια σίγασης/ «φίμωσης» των φωνών που που εκφράζουν συντηρητικές απόψεις. Οι εταιρείες, όπως ήταν αναμενόμενο, αρνούνται πως ισχύει κάτι τέτοιο.
Τη συνάντηση συγκάλεσε ο υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, Τζεφ Σέσιονς, και έχει οριστεί για τις 25 Σεπτεμβρίου. Σκοπός, σύμφωνα με τον Ντέβιν ο′ Μάλεϊ, εκπρόσωπο του υπουργείου, είναι να συζητηθούν οι «αυξανόμενοι προβληματισμοί πως αυτές οι εταιρείες ίσως βλάπτουν τον ανταγωνισμό και σκόπιμα καταπνίγουν την ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών στις πλατφόρμες τους».
Οι μετοχές των εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης σημείωσαν πτώση την Τετάρτη, καθώς κορυφαία στελέχη του Facebook και του Twitter (η Σέριλ Σάντμπεργκ και ο Τζακ Ντόρσεϊ αντίστοιχα) κατέθεταν ενώπιον της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας σχετικά με τις προσπάθειές τους να αντιμετωπίσουν προερχόμενες από το εξωτερικό προσπάθειες επηρεασμού των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, αλλά και του πολιτικού διαλόγου στη χώρα γενικότερα. Τόσο η Σάντμπεργκ όσο και ο Ντόρσεϊ είπαν πως οι εταιρείες τους έχουν εντείνει τις προσπάθειές τους να αντιμετωπίσουν τέτοιες δραστηριότητες, ωστόσο Αμερικανοί κοινοβουλευτικοί είπαν ότι μπορούν να γίνουν πολλά περισσότερα, υποδεικνύοντας πως το Κογκρέσο ίσως θα έπρεπε να αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία. Επίσης, έντονες κριτικές δέχθηκε από μέλη της επιτροπής η Google, η οποία αρνήθηκε να στείλει κορυφαία στελέχη της να καταθέσουν ενώπιον της Γερουσίας, λίγες μόνο εβδομάδες πριν τις ενδιάμεσες εκλογές της 6ης Νοεμβρίου.
Ο Τζακ Ντόρσεϊ, διευθύνων σύμβουλος του Twitter, μιλώντας ενώπιον της Επιτροπής Ενέργειας και Εμπορίου της Βουλής των Αντιπροσώπων, αναφέρθηκε στο ζήτημα των προκαταλήψεων. Ο Ρεπουμπλικανός Γκρεγκ Γουόλντεν, πρόεδρος της επιτροπής, είπε πως το Twitter έχει κάνει «λάθη», τα οποία, όπως πρόσθεσε, μείωναν την παρουσία των Ρεπουμπλικανών στο κοινωνικό δίκτυο, μια πρακτική την οποία οι συντηρητικοί αποκαλούν «shadow banning». Από πλευράς του ο Ντόρσεϊ αρνήθηκε πως υπάρχει οποιαδήποτε σκόπιμη προσπάθεια στοχοποίησης συντηρητικών ή προώθησης και υποστήριξης προοδευτικών- παραδεχόμενος ωστόσο πως έγιναν λάθη. «Πρόσφατα είχαμε μια αποτυχία όσον αφορά στην επιδιωκόμενη αντικειμενικότητά μας. Οι αλγόριθμοί μας φίλτραραν άδικα 600.000 λογαριασμούς, περιλαμβανομένων κάποιων μελών του Κογκρέσου, από το search auto-complete και τα πρόσφατα αποτελέσματα. Το επιδιορθώσαμε» είπε σχετικά, τονίζοντας πως «δεν κάνουμε shadow-ban σε κανέναν με βάση πολιτικές ιδεολογίες».
Σημειώνεται πως ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ (φανατικός χρήστης του Twitter ο ίδιος), έχει εξαπολύσει επανειλημμένα επιθέσεις κατά των social media, με πιο πρόσφατη δήλωσή του στη συντηρητικών απόψεων ιστοσελίδα Daily Caller πως οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης είναι «super liberal» («σούπερ προοδευτικές»), και κατηγορώντας τες ότι πιθανότατα έχουν ήδη παρέμβει στις εκλογές του Νοεμβρίου. Από πλευράς τους, όσον αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα, οι Δημοκρατικοί κατηγορούν τους Ρεπουμπλικανούς για θεωρίες συνωμοσίας και υποστηρίζουν ότι πίσω από την όλη διαδικασία των ακροάσεων ενώπιον των μελών του Κογκρέσου βρίσκονται πολιτικοί λόγοι.
Υπενθυμίζεται πως δεν είναι η πρώτη φορά που το συγκεκριμένο ζήτημα βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας: Μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις όπου τα social media έγιναν στόχος κατηγοριών για καταστολή συντηρητικών απόψεων ήταν το 2016, όταν σε εκτενές ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στο Gizmodo αναφερόταν πως εργαζόμενοι του Facebook «έθαβαν» συστηματικά στα Trending Topics ειδήσεις και δημοσιεύσεις που παρουσίαζαν ενδιαφέρον για αναγνώστες συντηρητικών αντιλήψεων. Το εν λόγω ρεπορτάζ είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων τόσο στον χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όσο και στην αμερικανική πολιτική, και είχε ως αποτέλεσμα το Facebook να προβεί σε σειρά αλλαγών στον τρόπο λειτουργίας των Trending Topics. Γενικότερα μιλώντας, σε πολλούς κύκλους συντηρητικών στις ΗΠΑ είναι διάχυτη η αντίληψη πως η Σίλικον Βάλεϊ απεχθάνεται τους ίδιους και τις απόψεις τους, και χρησιμοποιεί τη δύναμή της για να τις «καταπνίγει».
(με πληροφορίες από Reuters, BBC, Gizmodo, Newsweek, Associated Press)