Είναι φανεροί οι λόγοι για τους οποίους οι ΗΠΑ υπόσχονται στην Τουρκία τα F16, αλλά δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτοί. Η προσπάθεια να κρατηθεί ο παραδοσιακά ”επιτήδειος ουδέτερος” σε δυτική τροχιά είναι μέχρις ενός σημείου κατανοητή διότι οι όροι που πιστεύει ο Μενέντεζ και η, ας την πούμε, φιλελληνική πλευρά στις ΗΠΑ, ότι θα θέσει για τη χρήση των αεροσκαφών, δε θα γίνουν σεβαστοί. Αυτό τουλάχιστον διδάσκει η ιστορία της γειτονικής χώρας.
Η ιστορική εμπειρία επομένως όπως και οι πραγματικές τουρκικές απειλές εναντίον της Ελλάδας, θα έπρεπε να καθιστούν τις ΗΠΑ προσεχτικότερες. Μπορούν πραγματικά οι τελευταίες να εγγυηθούν ότι τα αμερικανικά όπλα δε θα χρησιμοποιηθούν για επιθετικούς σκοπούς και μάλιστα εναντίον συμμάχου χώρας;
Από την άλλη, η Τουρκία είναι που έχει απόλυτη ανάγκη την αμερικανική στήριξη για την αεροπορική της ισχύ διότι ακόμη κι αν αποφασίσει να στραφεί προς άλλους προμηθευτές, θα μεσολαβήσει ένα μεγάλο κενό έως ότου τα ρωσικά ή άλλης προέλευσης αεροσκάφη καταστούν επιχειρησιακά έτοιμα. Και πάλι ούτε ισχυρότερα των αμερικανικών αυτά είναι ούτε και οι τρίτες χώρες μπορούν να εξασφαλίσουν στην Τουρκία επαρκή και σταθερή προμήθεια ανταλλακτικών και πυρομαχικών.
Για άλλη μια φορά η έλλειψη ιστορικής συνείδησης και διορατικότητας από αμερικανικής πλευράς θέτει σε κίνδυνο την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή μας. Το ζήτημα εδώ βεβαίως είναι ότι τα σπασμένα δεν θα τα πληρώσουν τόσο οι ίδιες οι ΗΠΑ που επιμένουν στην πολιτική του Ποντίου Πιλάτου, σε βάρος, τελικά και των δικών τους συμφερόντων και της δύσης γενικότερα, αλλά η Ελλάδα και η Κύπρος.
Φαίνεται πάντως ότι οι ΗΠΑ θα προσπαθήσουν να διασφαλίσουν ότι η προεκλογική περίοδος και στα δύο κράτη, Ελλάδα και Τουρκία, θα κυλήσει χωρίς να σημειωθεί κάποιο πολεμικό επεισόδιο ή «ατύχημα». Το εάν, όμως, αυτό θα επιτευχθεί χωρίς ετεροβαρείς παραχωρήσεις προς την Τουρκία οι οποίες θα αποβούν μεσοπρόθεσμα σε βάρος της Ελλάδας αφορά βεβαίως την αμερικανική κυβέρνηση, αλλά είναι και δουλειά δική μας να εξηγούμε με έμφαση το γιατί η στρατιωτική ενίσχυση της γειτονικής χώρας υπονομεύει την ειρήνη στην περιοχή και αντί να επιλύει το πρόβλημα, το επιδεινώνει. Σε κάθε περίπτωση στην Ελλάδα – και στη Δύση – συμφέρει η αταλάντευτη προσήλωση αφενός στην καταγγελία της τουρκικής επιθετικότητας και στην ανάγκη τερματισμού της κι αφετέρου στη δική μας στρατιωτική και διπλωματική ισχυροποίηση.
Το δίλημμα εν τέλει για τις ΗΠΑ και τον δυτικό κόσμο δεν είναι το εάν θα πετύχουν να κρατήσουν την Τουρκία στη δική τους σφαίρα επιρροής, με κάθε κόστος, διότι αφενός αυτό φαίνεται να έχει χαθεί οριστικά, αλλά το κόστος μιας τέτοιας επιλογής. Γιατί εάν το σύνορο-Ελλάδα και Κύπρος, καταρρεύσει, καμία δύναμη δε θα μπορέσει να αντισταθεί αποτελεσματικά στον ανατολικό δεσποτισμό, τον ισλαμικό φονταμενταλισμό και τον τουρκικό νεοοθωμανισμό.