«Επανάσταση», «συμμοριτοπόλεμος», «εμφύλιος»: Τι μαθαίνουν σήμερα τα παιδιά για την ελληνική τραγωδία

70 χρόνια από τη λήξη του εμφύλιου στην Ελλάδα
Open Image Modal
Κοκκινιά, Πειραιάς, 8 Φεβρουαρίου 1945. (AP Photo).
ASSOCIATED PRESS

Ανάμεσα στις απαγορευμένες λέξεις που προέκυψαν από το 1981 και μετά στην Ελλάδα είναι και η λέξη «συμμοριτοπόλεμος». Ήταν μέχρι τότε η επίσημη ονομασία της σύγκρουσης μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων του ελληνικού κράτους και των ένοπλων τμημάτων που διέθετε και διηύθυνε το κομμουνιστικό κόμμα και που με τεχνική και πολιτική στήριξη από το τότε παγκόσμιο καθοδηγητικό κέντρο του σοσιαλισμού, επιχείρησε να υλοποιήσει δια των όπλων σοσιαλιστική δημοκρατία παρόμοια με αυτές που είχαν ήδη ιδρυθεί σε όλες τις γειτονικές βαλκανικές χώρες και στην ανατολική Ευρώπη. Κυρίως με αμερικανική βοήθεια η ένοπλη αυτή σύγκρουση που άρχισε την άνοιξη του 1943 και κορυφώθηκε το 1948 και 1949 έληξε με τη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων τον Αύγουστο του 1949.

Έχουν γραφεί εκατοντάδες βιβλία γύρω από τη σύγκρουση αυτή, η οποία στα πλαίσια της λεγόμενης «εθνικής συμφιλίωσης» (1981 και 1989) ονομάζεται πλέον υποχρεωτικά «εμφύλιος». Υπάρχει, επίσης, για το ίδιο θέμα αρκετό αρχειακό υλικό. Εν μέρει απαγορευμένο με αποφάσεις δημοκρατικών κυβερνήσεων, λόγω του «αντιδραστικού» του χαρακτήρα, εφόσον δεν συνάδει με το πνεύμα της «εθνικής συμφιλίωσης» (επίσημα στρατιωτικά αρχεία του ελληνικού κράτους). Εν μέρει μυστικό, διότι δεν θα πρέπει οι «μη-μυημένοι» να μάθουν με ντοκουμέντα ποια ήταν η πολιτική του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και πώς αυτή εφαρμοζόταν στην πράξη. Εν μέρει σκοπίμως κατεστραμμένο στο βωμό της εθνικής συμφιλίωσης. Εν μέρει ακόμη άγνωστο που περιμένει τον ερευνητή στα κρατικά αρχεία άλλων χωρών με εμπλοκή στον κατοχικό και μετακατοχικό εμφύλιο.

Ήδη από τον χαρακτηρισμό αρχειακού υλικού ως «απαγορευμένου» - διότι δεν είναι προσαρμοσμένο στην πολιτική ορθότητα που επεκράτησε μετά το 1981 για την ένοπλη σύγκρουση – και από την προστασία άλλου υλικού από τη δημοσιότητα – για να μην εκτεθεί το κομμουνιστικό κόμμα για τις προγραμματικές «ακρότητες» -  φαίνεται καθαρά ότι παρά τη ρητορική περί εθνικής συμφιλίωσης, συμφιλίωση με το πρόσφατο οδυνηρό παρελθόν της χώρας δεν υπήρξε ακόμη. Ούτε στην φερόμενη ως ακαδημαϊκή, αλλά ούτε και στη λεγόμενη δημόσια Ιστορία υπάρχει στοιχειώδης συναίνεση για τη φύση αυτής της σύγκρουσης από τη στιγμή που ξεκίνησε, μέσα στην ιταλο-γερμανική κατοχή, μέχρι τη λήξη της τον Αύγουστο του 1949, με ενδιάμεσο σταθμό τα Δεκεμβριανά της Αθήνας, αλλά και άλλα «Δεκεμβριανά» στην επαρχία που παραμένουν άγνωστα ή ξεχασμένα. Να θυμίσω ότι η τελευταία μαζική σφαγή «αντιδραστικών» γυναικοπαίδων από τον ΕΛΑΣ στην Ήπειρο έγινε στο τέλος Ιανουαρίου του 1945, όταν η λεγόμενη «μάχη της Αθήνας» είχε ήδη κριθεί.

Και ενώ ο πόλεμος της Ιστορίας για τον εμφύλιο καλά κρατεί, κανένα από τα δεσπόζοντα αφηγήματα που θα ακούσουμε και θα διαβάσουμε τις μέρες αυτές δεν περιγράφει την πραγματική φύση της σύγκρουσης. Βεβαίως υπάρχουν και αξιόλογα μειοψηφικά αφηγήματα για τον εμφύλιο, πολύ πιο ρεαλιστικά, αλλά με πολύ περιορισμένη εμβέλεια. Μπορεί να είναι πιο έγκυρα, αλλά είναι ενοχλητικά και σε πολλούς δεν αρέσουν. Αντιθέτως, τα αφηγήματα για τον εμφύλιο που αρέσουν είναι επιστημονικά αφελή και ιδεολογικά έντονα φορτισμένα.

Υπεύθυνοι για τον εμφύλιο, σύμφωνα με το πρώτο, είναι κάποια δαιμονοποιημένα όντα, οι κομμουνιστές, φύσει προδότες, που δεν πιστεύουν στο έθνος αλλά στον διεθνισμό και έστρεψαν τα όπλα εναντίον της χώρας προκειμένου να υπηρετήσουν τα σχέδια της Μόσχας, λέει το πρώτο αφήγημα. Μέχρι το 1981 αυτό ήταν το δεσπόζον αφήγημα για τον εμφύλιο και οι φορείς του δεν ήταν το κράτος της «Δεξιάς», όπως λέγεται, αλλά όλες οι μη-κομμουνιστικές ή μη-κομμουνιστογενείς πολιτικές παρατάξεις. Ο πολιτικός του θάνατος ήρθε με την κατάρρευση του καθεστώτος που το χρησιμοποίησε κατά κόρον και καταχρηστικά ως ιδεολογικό όπλο από το 1967 μέχρι το 1974.

Παρεμφερές είναι το αφήγημα που βλέπει «ξένο δάκτυλο» πίσω από τον εμφύλιο. Οι «ξένοι» είχαν αντικρουόμενα συμφέροντα στην Ελλάδα που για να τα προωθήσουν προκάλεσαν μια αιματηρή σύγκρουση, ενώ οι Έλληνες απλά παγιδεύτηκαν σ΄ αυτήν χωρίς πραγματικά να καταλάβουν τι κάνουν.

Ένα τρίτο αφήγημα θέλει τον εμφύλιο να είναι προϊόν του εθνικού χαρακτήρα των Ελλήνων. Υποθέτουν ότι πάγιο χαρακτηριστικό του Έλληνα, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, είναι η διχόνοια. Στην πιο πρωτόγονη εκδοχή η μήτρα της ελληνικής διχόνοιας είναι βιολογική, ενώ στην πιο ήπια μορφή το επιχείρημα παραπέμπει στην πολιτισμική συνέχεια των Ελλήνων και επομένως στην πολιτισμικά κληρονομούμενη διχόνοια.

Ένα ακόμη αφήγημα θέλει τον εμφύλιο να είναι αποτέλεσμα μιας «παρεξήγησης». Οι αστικές δυνάμεις της χώρας δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν ότι το κομμουνιστικό κόμμα αποδεχόταν το κοινοβουλευτικό παιχνίδι και απλά ήθελε να φτάσει στον σοσιαλισμό με εκλογές. Ακραίοι και από τις δύο πλευρές συνετέλεσαν με τις πράξεις τους να δημιουργηθεί διχαστικό κλίμα, να χαθεί η εμπιστοσύνη, να εκμηδενιστούν τα περιθώρια μιας συμβιβαστικής λύσης για να αποφευχθεί ή έστω να λήξει νωρίτερα η σύγκρουση. Στον πυρήνα του συμψηφιστικού αυτού αφηγήματος υπάρχουν δύο λέξεις κλειδιά: «λάθος» και «αμοιβαιότητα». Για τη σύγκρουση φταίνε και οι μεν και οι δε. Μια παραλλαγή του αφηγήματος αυτού αφαιρεί από το κάδρο τον κατοχικό εμφύλιο και τα Δεκεμβριανά και εμφανίζει την ένοπλη σύγκρουση από το 1946 και μετά ως κλιμάκωση της αυτοάμυνας ομάδων του ΕΛΑΣ ή παρεμφερών οργανώσεων του ΕΑΜ και του ΚΚΕ που ενώ στην Κατοχή έκαναν αντίσταση κατά του κατακτητή, αμέσως μετά την απελευθέρωση έπεσαν θύματα της  «λευκής τρομοκρατίας» και του «μοναρχοφασισμού». Το ΚΚΕ, λένε, γλίστρησε από την οργάνωση της αυτοάμυνας των καταδιωκόμενων αγωνιστών στον γενικευμένο εμφύλιο χωρίς ουσιαστικά να το επιδιώκει προγραμματικά.

Τις τελευταίες δεκαετίες, με τη σχετική χρονική απόσταση από την κατάρρευση των  καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη, έχει αρχίσει να κυκλοφορεί και ένα ενδιαφέρον αφήγημα για τον εμφύλιο, ότι τελικά η σύγκρουση ήταν «αγώνας» για τη δικαιοσύνη και την ισότητα, για έναν καλύτερο κόσμο χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Ενδιαφέρον, διότι έχει καταπληκτικές ομοιότητες με το αφήγημα των ίδιων των πρωταγωνιστών του κατοχικού και μετακατοχικού εμφυλίου από την πλευρά της Αριστεράς. Δεν ήταν, λένε, εμφύλιος, αλλά επανάσταση με στόχο τη λαοκρατία, για να πάρει ο ίδιος ο λαός τις τύχες στα χέρια του.

Το αφήγημα αυτό είναι και για έναν ακόμη λόγο ενδιαφέρον. Είναι το πιο ρεαλιστικό αφήγημα από τη σκοπιά της Αριστεράς (κομμουνιστικής ή άλλης) για τον εμφύλιο που λέει τα πράγματα με το όνομά τους, μόνο που τα αξιολογεί πολιτικά με έναν συγκεκριμένο, και αναμενόμενο, τρόπο. Διότι ο εμφύλιος – και αυτό είναι το πιο ρεαλιστικό αφήγημα για την ένοπλη σύγκρουση, αλλά για διάφορους λόγους δεν αρέσει σε πολλούς – όπως προκύπτει από τη μελέτη όλων των μέχρι τώρα διαθέσιμων στοιχείων δεν ήταν ούτε το έργο αδιόρθωτων προδοτών, ούτε αποτέλεσμα παρεξήγησης, ούτε ξένος δάκτυλος, ούτε κλιμάκωση της αυτοάμυνας των καταδιωκόμενων αγωνιστών, ούτε προϊόν της απουσίας συμβιβαστικής διάθεσης εκ μέρους των αντιμαχομένων. Ήταν μια συνειδητή προσπάθεια της ελληνικής Αριστεράς της δεκαετίας του ’40 για καθεστωτική αλλαγή. Η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε λίγο μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τον ιταλικό και γερμανικό στρατό, υπήρξε μεθοδική, επίμονη και συνεχής και έληξε το 1949 με αποτυχία.

 Έχουν διατυπωθεί πολλές και μεταξύ τους αντικρουόμενες θεωρίες για τα αίτια της αποτυχίας τόσο στην αρχική φάση (κατοχικός εμφύλιος), όσο και στην τελική (1946-1949). Ειδικά μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές της «επανάστασης» αισθάνθηκαν πιο ελεύθεροι να αποκλίνουν από την κομματική γραμμή και διατύπωσαν δημόσια τη θέση ότι η όλη προσπάθεια για την εγκαθίδρυση «λαοκρατίας» που κόστισε πολύ αίμα και από τις δύο πλευρές ήταν ένα πελώριο πολιτικό σφάλμα του ΚΚΕ. Όσο συμπαθείς κι αν είναι οι φωνές αυτές, η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική. Με βάση την προϊστορία του στα ελληνικά πολιτικά πράγματα το κόμμα που οργάνωσε και διηύθυνε την απόπειρα καθεστωτικής αλλαγής στη δεκαετία του ’40 δεν θα μπορούσε να αποφύγει αυτό το «λάθος», όπως δεν το απέφυγαν  τα αδελφά κόμματα στη γειτονική Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία με διαφορετική έκβαση του πειράματος. Εκείνη την εποχή ένα κομμουνιστικό κόμμα που θα είχε αμφιβολίες για το στόχο και τα μέσα επίτευξής του δεν θα ήταν κομμουνιστικό κόμμα.

Με αυτή την έννοια ο  εμφύλιος δεν ήταν ούτε λάθος του ΚΚΕ που αποφάσισε την ένοπλη ρήξη με το καθεστώς, ούτε λάθος των δυνάμεων του κοινοβουλευτισμού που αποφάσισαν να απαντήσουν με τα όπλα στην πρόκληση. Ήταν μια τραγωδία μάλλον αναπόφευκτη μετά τη διάλυση από τις κατοχικές δυνάμεις της οικονομίας αλλά και των κοινοβουλευτικών θεσμών και των μηχανισμών τους και τη δημιουργία στο ΚΚΕ της βάσιμης ελπίδας ότι η καθεστωτική αλλαγή είναι εφικτή. Το ίδιο ισχύει και για τη δεύτερη και εξίσου αιματηρή φάση του εμφυλίου, αν ληφθεί υπόψη ότι οι μηχανισμοί του κράτους που κλήθηκαν να ματαιώσουν την «επανάσταση» μόλις είχαν οικοδομηθεί από τα ερείπια της Κατοχής και ότι η τεχνική και πολιτική στήριξη του «επαναστατικού» στρατού από το κομμουνιστικό στρατόπεδο ήταν ιδιαίτερα σημαντική και διατηρούσε ζωντανή την ελπίδα ότι το παιχνίδι μπορεί να γυρίσει υπέρ της λαοκρατίας.

Από τα έξι αφηγήματα για τον εμφύλιο, τα πρώτα τέσσερα θα κυριαρχήσουν ξανά στη δημόσια σφαίρα αυτές τις μέρες, όπως είναι σύνηθες. Τα δύο τελευταία δεν πρόκειται να συγκινήσουν πολλούς. Το αφήγημα της «επανάστασης» απευθύνεται εκ των πραγμάτων σε πολύ περιορισμένο ακροατήριο - παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του ΚΚΕ να οργανώνει κάθε χρόνο κατασκηνώσεις, πορείες και «δρώμενα» στους τόπους του «αγώνα» - που πιστεύει ακόμη στο παγκόσμιο επαναστατικό «κίνημα», αγνοώντας τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη και αλλού. Το τελευταίο αφήγημα – ο εμφύλιος ως τραγωδία που προέκυψε από τη βούληση της ηγεσίας του ΚΚΕ για καθεστωτική αλλαγή με όλα τα μέσα, και από την απόφαση της νόμιμης κυβέρνησης να αποτρέψει αυτή την αλλαγή – μπορεί να συγκινήσει μόνο ανθρώπους που δεν εμφανίζουν αλλεργικά σύνδρομα από τη νεκροψία μιας αποτυχημένης ένοπλης εξέγερσης στη δεκαετία του ’40 με στόχο την αλλαγή καθεστώτος. Η στιγμή που η δημοσιότητα - ακαδημαϊκή και άλλη - θα σκέφτεται, θα μιλά και θα ακούει για τον εμφύλιο χωρίς μίσος, χωρίς πάθος και χωρίς πολιτική υστεροβουλία δεν έχει έρθει ακόμη και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο χρόνο ακόμη θα χρειαστεί μέχρι να φτάσει. Οι μάχες του εμφυλίου σταμάτησαν πριν από εβδομήντα χρόνια στο Γράμμο, αλλά οι ιδεολογικές μάχες για την ιστορία του εμφυλίου συνεχίζονται, αγνοώντας σαρκαστικά το Diktat της εθνικής συμφιλίωσης.

Τι μαθαίνουν σήμερα τα παιδιά στο σχολείο γι αυτή την τραγωδία; Ελάχιστα σε ό,τι αφορά τα ίδια τα γεγονότα, αλλά αρκετά σε ό,τι αφορά ένα λανθασμένο πολιτικό μήνυμα σκοπιμότητας για να υπηρετηθεί ο στόχος της εθνικής συμφιλίωσης μέσω αποσιωπήσεων, λήθης και συμψηφισμών. Τα παιδιά μαθαίνουν στο σχολείο ότι για τον εμφύλιο φταίνε και οι δύο πλευρές και ότι αν είχαν αποφευχθεί τα λάθη που έκαναν και οι δύο αντιμαχόμενοι δεν θα είχαμε φτάσει στην ένοπλη σύγκρουση. Αυτό ονομάζεται εθνική συμφιλίωση μέσω συμψηφισμού. Το ευτύχημα είναι ότι ακόμη δεν έχουν κυκλοφορήσει ανάλογα αφηγήματα για το Δίστομο, τα Καλάβρυτα και το Κομμένο ενόψει της ευρωπαϊκής συμφιλίωσης. Ορισμένοι φαίνεται ότι δεν έχουν αντιληφθεί ότι ο μόνος τρόπος για την εθνική συμφιλίωση είναι να μπορεί να δει κανείς τα γεγονότα κατά πρόσωπο και όχι μεταμφιεσμένα. Εκτός αν η ιδέα της εθνικής συμφιλίωσης είναι ένα ακόμη τέχνασμα για την άντληση κομματικού οφέλους και τίποτε περισσότερο.