Συγγνώμη αν χαλάω την ωραία ατμόσφαιρα, αλλά το εν Ελλάδι κυρίαρχο αφήγημα «ελάτε να συζητήσουμε» ακούγεται μάλλον ως «φοβάμαι και αν είπα μια κουβέντα παραπάνω, ψωμί και αλάτι». Γίνεται αντιληπτό μάλλον ως μήνυμα αναλωσιμότητας και κατευναστικής διάθεσης.
Από εκεί που η Ελλάδα παρέπεμπε για όλα τα θέματα στα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα, ξαφνικά παρουσιάζεται να ζητά εκείνη διάλογο, διμερείς επαφές τις οποίες η Τουρκία διαχρονικά επιζητούσε. Εκτός και αν υπάρχει εχέφρων νους που πιστεύει ότι ο διάλογος, τον οποίο ζητούμε, περιορίζεται αποκλειστικά στα ζητήματα οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και Α.Ο.Ζ., όπως ήταν ή είναι η πάγια θέση μας. Αν είναι όντως έτσι, η πρόσκληση σε διάλογο δεν είναι παρά ένας εμπαιγμός, μιας και η Τουρκία ζητά πολλά περισσότερα και άρα, ασκούμε μια πολιτική για να την ασκούμε.
Αν, όμως, ισχύει το χειρότερο σενάριο κατά το οποίο σερνόμαστε σε διάλογο με ατζέντα ευρύτερη από εκείνη που θέταμε επί σειρά δεκαετιών και κυβερνήσεων, τότε η κατάσταση λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις. Ακόμη και η πρόθεση για συζήτηση και διάλογο συνιστά μήνυμα και συμβολίζει στρατηγικές συμπεριφορές. Αρκεί να δει κανείς το εξελισσόμενο τρόπον τινά “blame game” μεταξύ Μπάϊντεν και Πούτιν για το ποιος θα επωμιστεί το κόστος της πρόσκλησης σε διάλογο, καθόσον είναι σαφές ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων ο επισπεύδων αμύνεται και κατ’ επέκταση η πιθανή μοιρασιά ή το ενδεχόμενο «ανατολίτικο παζάρι» θα πραγματοποιηθεί επί δικών του κεκτημένων.
Άρα, να μην συζητούμε; Ο κατευνασμός αποτελεί στρατηγική προς αποφυγή, αλλά υπάρχει μια ειδική περίπτωση κατά την οποία προτιμάται: Όταν ο αμυνόμενος βρίσκεται σε δυσχερή θέση και επιχειρεί να κερδίσει χρόνο επιζητώντας μια καταλληλότερη στιγμή για την εκδίπλωση της στρατηγικής του.
Εκτός από το γεγονός ότι δεν φαίνεται να συντελείται κάτι τέτοιο στην ελληνική περίπτωση, ότι δηλαδή θα παραλάβουμε τις νέες φρεγάτες και τα πολεμικά αεροσκάφη 5ης γενιάς και μέσω επιτήδειων διπλωματικών κινήσεων θα προχωρήσουμε στην επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο στα 12 ν.μ. βάσει της UNCLOS III για παράδειγμα, είναι επίσης προφανές ότι δεν βρισκόμαστε στη δυσχερέστατη θέση που να μας οδηγεί αναγκαστικά σε κάποιου είδους «εργαλειακό κατευνασμό».
Αντιθέτως, η Τουρκία, με τη συμπεριφορά της, έχει δημιουργήσει αντισυσπειρώσεις τόσο σε περιφερειακό επίπεδο όσο και σε ευρωατλαντικό, στοιχείο που έχει απονομιμοποιήσει σε μεγάλο βαθμό το φάσμα των αξιώσεών της, με τη βοήθεια και ελληνικών διπλωματικών πρωτοβουλιών. Βέβαια, παραμένει δυσερμήνευτο ότι η Αθήνα δεν έχει επιζητήσει μετ’ επιτάσεως πλαίσιο σκληρών κυρώσεων εις βάρος της Άγκυρας με αφορμή για παράδειγμα την υπονόμευση της επιχείρησης “IRINI” στο θαλάσσιο χώρο ανοιχτά της Λιβύης, μιας και οι παραβιάσεις των ελλαδικών και των κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων δεν φαίνεται να συνιστούν σπουδαίους λόγους.
Συνεπώς, με τα ως άνω δεδομένα, ζητάς διάλογο με εκείνον που διευρύνει συνεχώς την επιθετική ρητορική του εξακολουθώντας να κατέχει παράνομα το 1/3 της Κύπρου, διατηρώντας το casus belli στο Αιγαίο, παρεμβαίνοντας ολοένα και περισσότερο στη Δυτική Θράκη, απειλώντας με αιματοκύλισμα και αδιαφορώντας για μια Συνθήκη όπως της Λοζάνης, η οποία ήταν η πρώτη αναθεωρητική συνθήκη υπέρ ηττημένου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου;
Με άλλα λόγια, ήταν η πρώτη συνθήκη βάσει της οποίας ένας νικητής του Μεγάλου Πολέμου, όπως η Ελλάδα, έχανε κεκτημένα υπέρ ενός ηττημένου και αυτή την ευνοϊκή για την ίδια συνθήκη, η Τουρκία θέλει να την αλλάξει έτι περαιτέρω υπέρ της! Μάλιστα… Και εμείς σπεύδουμε να ανοίξουμε διάλογο με έναν τέτοιο δρώντα, ο οποίος απειλεί με πόλεμο έναν γείτονά του σε περίπτωση που αυτός εφαρμόσει το διεθνές δίκαιο!
Κανένας διάλογος, καθώς πρωτίστως πρόκειται για ζήτημα στρατηγικής αξιοπιστίας και κύρους τόσο έναντι εχθρών όσο και έναντι συμμάχων. Αν δεν υπάρξουν ειλικρινείς κινήσεις καλής θέλησης από την Τουρκία, η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη να διαλέγεται και είναι βέβαιο ότι η εν λόγω στάση θα εκτιμηθεί πολύ περισσότερο από τους υπερατλαντικούς συμμάχους, οι οποίοι θα προτιμούσαν μια Ελλάδα στιβαρή και με στρατηγική θέαση του περιβάλλοντός της, προκειμένου να δύναται να αναλαμβάνει περιφερειακό εποπτικό ρόλο.