Μελέτη που διεξήχθη από μια διεθνή ομάδα ερευνητών έχει επιβεβαιώσει ότι η ηλικία, το φύλο, οι ακανόνιστοι καρδιακοί ρυθμοί και τα επίπεδα καθημερινής δραστηριότητας παρέχουν τους πιο αξιόπιστους προγνωστικούς παράγοντες για την πτώση της γνωστικής ικανότητας.
«Ακόμη και στα αρχικά στάδια της νόσου του Αλτσχάιμερ, η γνωστική επιδείνωση προβλεπόταν καλύτερα από έναν συνδυασμό δημογραφικών, σωματικών και λειτουργικών μεταβλητών των ασθενών», γράφουν οι ερευνητές στη μελέτη τους.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν μια ομάδα 500 ασθενών με Αλτσχάιμερ, επί δύο χρόνια. Ωστόσο, μέχρι το τέλος της διετούς αυτής περιόδου, είχαν μείνει μόνο 169 ασθενείς.
Οι ερευνητές κατέγραψαν δεδομένα για πολυάριθμους δημογραφικούς, υγειονομικούς και λειτουργικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης του σωματικού πόνου, της κατάθλιψης και των νευροψυχιατρικών συμπτωμάτων.
Διαπιστώθηκε πως η μεγαλύτερη ηλικία, η δυσκολία στις καθημερινές δραστηριότητες και το ιστορικό κολπικής μαρμαρυγής αποτελούν παράγοντες πρόβλεψης της γνωστικής παρακμής.
Αν και δεν λήφθηκαν υπόψη ορισμένες μεταβλητές, όπως το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ, τα ευρήματα είναι αρκετά ισχυρά ώστε να υποδηλώνουν ότι τα δημογραφικά στοιχεία, το ιατρικό ιστορικό και τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας μπορούν να προβλέψουν τον ρυθμό της γνωστικής έκπτωσης ενός ασθενούς.
«Τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν τη σημασία μιας ολοκληρωμένης θεραπευτικής προσέγγισης, που λαμβάνει υπόψη τόσο τις μεταβλητές του ασθενούς όσο και του φροντιστή του, στη διάγνωση και τη θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ σε πρώιμο στάδιο», έγραψαν οι ερευνητές στη μελέτη τους.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «PLOS ONE».