Τα αρνητικά επιτόκια, οι κατρρέουσες αποδόσεις των ομολόγων, οι αυστηρότερες νομοθεσίες και οι ολονένα αυξανόμενες ενδείξεις ύφεσης, έχουν εξατμίσει το μεγαλύτερο μέρος της αξίας των Ευρωπαϊκών τραπεζών και οι τιμές των μετοχών τους υποχωρούν σε επίπεδα που πλησιάζουν εκείνα της εποχής του Τείχους του Βερολίνου.
Ο δείκτης των μεγάλων Ευρωπαϊκών τραπεζών κατέρρευσε την Πέμπτη στο σημείο που βρισκόταν το 2012, όταν η κρίση κορυφωνόταν στην Ευρωζώνη. Αυτό σημαίνει ότι η αξία των τραπεζών είναι ίδια με την εποχή που η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία χρειάζονταν σχέδια αποπληρωμής χρεών, η Κύπρος διέταξε τις τράπεζές της να κάνουν κατάσχεση καταθέσεων και οι Ισπανικές τράπεζες είχαν σωθεί την τελευταία στιγμή, με κρατική παρέμβαση.
Ο τραπεζικός δείκτης μπορεί να μην έχει φτάσει στον πάτο του 2008, αλλά έχει χάσει συνολικά το 84% της αξίας του από το υψηλότερο σημείο του 2007. Σήμερα βρίσκεται σε πολύ μικρή απόσταση από επίπεδα που έχουμε να δούμε από το 1980, όταν το ευρώ ήταν ακόμα όνειρο και μερικές από τις χώρες που το χρησιμοποιούν σήμερα, τότε χρησιμοποιούσαν σοβιετικά ρούβλια.
Ο ευρύτερος τραπεζικός τομέας της Ευρωζώνης αξίζει σήμερα λιγότερο από μισό τρις δολάρια - όσο αξίζει περίπου η μισή Microsoft. Την Τετάρτη, με την γερμανική οικονομία λίγο πριν την ύφεση και την αμερικανική αγορά ομολόγων να δείχνει ότι κινείται προς την ίδια κατεύθυνση, η αξία του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα είχε πτώση 3%.
Το 2007, την εποχή των παχέων αγελάδων, οι τράπεζες της Ευρωζώνης άξιζαν 1,7 τρις δολάρια, πολύ περισσότερο απ′ ότι οι τράπεζες των ΗΠΑ. Η σημερινή αξία τους φτάνει μόλις το 1/3 των αμερικανικών.
Τα επιτόκια βρίσκονται ήδη σε χαμηλά επίπεδα και οι αγορές αναμένουν περαιτέρω μείωσή τους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, γεγονός το οποίο θα περιορίσει ακόμα περισσότερο την κερδοφορία των τραπεζών.
Νευρικότητα στους επενδυτές προκαλεί και η κατάσταση της Γερμανικής οικονομίας, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μία νέα τραπεζική κρίση. Σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή του Axiom Alternative Investments, αυτή τη φορά οι ανησυχίες επικεντρώνονται στο θέμα της κερδοφορίας των τραπεζών και όχι στην φερεγγυότητά τους.
″Είναι το αποτέλεσμα δεκαετιών αυστηρής νομοθεσίας, αντισυμβατικής οικονομικής πολιτικής και deleveraging... Δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι για να ξεφύγει μία τράπεζα από μία τέτοια κατάσταση...”
Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες των ΗΠΑ έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τις ευρωπαϊκές, με υψηλότερα επιτόκια, καλύτερες επενδυτικές επιδόσεις και μεγαλύτερα κεφάλαια. Παραμένουν δε ανεπηρέαστες από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης.