«Επίθεση» στο γλυπτό του Γιάννη Μόραλη στην Αίγινα, βανδαλισμός ή εικαστική παρέμβαση;

Είναι τέχνη ή δεν είναι;
Open Image Modal
Γλυπτό Μόραλη - Αίγινα
FACEBOOK/AEGINA PORTAL

Στις 4-3-2015 εμφανίστηκε ένα γιγάντιο γκράφιτι στο πλάι του Πολυτεχνείου στην Αθήνα. Το εντυπωσιακό είναι ότι πέρασαν 2-3 μέρες μέχρι τα ΜΜΕ να ασχοληθούν με αυτό και από τότε να δημιουργηθεί ένας μεγάλος σάλος που κράτησε για μέρες. Γκράφιτι στο ΠολυτεχνείοΕίναι άσχημο ή όμορφο; Έχουν νόημα αυτά τα ερωτήματα όταν μιλάμε για αυθαίρετη παρέμβαση σε δημόσιο χώρο; Αν αυτό είναι το πρόβλημα, η χωρίς άδεια παρέμβαση σε δημόσιο χώρο δηλαδή, τότε μήπως πρέπει να θεωρούμε βανδαλισμό κάθε γκράφιτι; Αν το πρόβλημα είναι πως το Πολυτεχνείο είναι ένα ιστορικό κτήριο και δεν πρέπει να το πειράζουμε, πως θα διαχωρίσουμε ένα ιστορικό από ένα μη ιστορικό κτήριο; Μια παλιά πολυκατοικία είναι ιστορική; Μια καινούρια όχι, οπότε εκεί μπορούμε να βάφουμε; 

Πριν λίγες μέρες, μια άλλη «παρέμβαση» ήρθε για να πονοκεφαλιάσει ακόμα περισσότερο τους ειδικούς. Κάποιοι σχεδίασαν πάνω στο γλυπτό του Γιάννη Μόραλη που τοποθετήθηκε στην Αίγινα με αφορμή το μεγάλο αφιέρωμα στα 100 χρόνια από την γέννηση του καταξιωμένου Έλληνα καλλιτέχνη. 

Οι αντιδράσεις και σε αυτή την περίπτωση μεγάλες. Η μεγάλη πλειονότητα έκανε λόγο για βανδαλισμό· άλλοι πάλι, βλέποντας ότι, δεν έχουμε να κάνουμε με μπογιές που απλά πετάχτηκαν με σκοπό να λερώσουν το γλυπτό, προβληματίστηκαν αν πρέπει να καταδικάσουν a priori την ενέργεια. Η συγκεκριμένη παρέμβαση στο γλυπτό, όσο βλάσφημο και αν ακούγεται αυτό, θυμίζει την εμμονική γραφή του Αλέξη Ακριθάκη και του Keith Haring

Open Image Modal
Γκράφιτι στο Πολυτεχνείο - Φωτογραφία αρχείου
EUROKINISSI

Και στην περίπτωση του Πολυτεχνείου αλλά και σε αυτήν του γλυπτού του Μόραλη αυτό που προκάλεσε τη διαμάχη ήταν ότι αυτοί που έκαναν τις παρεμβάσεις φαίνεται πως είχαν ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Δεν λέρωσαν άναρχα τα μνημεία αλλά παρενέβησαν στην ίδια την φόρμα τους, τροποποιώντας τα με ένα τρόπο. δεν ήταν κίνηση που είχε σκοπό την πλήρη απαξίωση του έργου (ή του προσώπου που απεικόνιζε) όπως στην περίπτωση των αγνώστων που αντικατέστησαν την προτομή της Αλίκης Βουγιουκλάκη με μια σιδερώστρα πριν από σχεδόν 20 χρόνια.

 Μήπως οι παραπάνω παρεμβάσεις είναι από μόνες του έργα τέχνης, επειδή όπως διάβασα κάπου ασχέτως αν τις θεωρούμε έργα ή όχι, κατάφερε να συγκλονίσει και να μας ταρακουνήσει με θετικό ή και αρνητικό τρόπο; 

Λέγεται, ότι αυτό που περιμένουμε από ένα έργο τέχνης είναι να εντυπωσιάζει, να παράγει συζητήσεις, διαφωνίες, να τραβά την προσοχή, να γίνεται θέμα τέλος πάντων και αφορμή για αναστοχασμό. Θα συμφωνήσω πως πράγματι, όλα αυτά είναι «γερά προσόντα» αν τα διαθέτει ένα έργο. Τουλάχιστον όμως για τα εικαστικά, όλα τα παραπάνω, δεν είναι παρά απλά στολίδια σε μια έμφυτη ιδιότητα του έργου, ικανή να παράγει νόημα, που είναι σχεδόν αδύνατο, απλά να ειπωθεί με σαφή τρόπο (ότι και αν σημαίνει αυτό…). 

Εξάλλου συζητήσεις διαφωνίες κ.τ.λ. μπορεί να προκαλέσει μια δίκαιη ή μη φυλάκιση ενός δημόσιου προσώπου, η γυμνή φωτογράφιση μιας διασημότητας τραβηγμένη από παπαράτσι, η δήλωση ενός πολιτικού από το Καστελόριζο και άλλα πολλά, που απέχουν πολύ από το να θεωρηθούν τέχνη. 

Το να «αναγνωρίζουμε ως έργο» κάτι που διαθέτει ως κύριο συστατικό του τα παραπάνω (που μπορούμε να συνοψίσουμε με τις λέξεις shock value) είναι μια «εφεύρεση» της εποχής του μοντερνισμού που σέρνεται μέχρι σήμερα. Οριοθετήθηκε με απλό όσο και μεγαλειώδη τρόπο από τον Duchamp και θα τελειώσει με την τελευταία γυμνή φωτογράφιση της Κιμ Καρντάσιαν, όταν θα είναι 80 ετών και θα μας αποκαλύπτει ότι τα εμφυτεύματα στου σώμα της, εκτός από ότι έχουν υποστεί καθίζηση, της προκάλεσαν και δισκοκήλη στη μέση. 

Οι καλλιτέχνες, περισσότερο από όλους, ξέρουμε ότι το να οριοθετήσεις το «τι είναι και τι δεν είναι τέχνη» είναι πάρα πολύ δύσκολο. Δεν πιστεύω ότι είναι δουλειά μας να πούμε τι «πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουμε». Ειδικά για το γκράφιτι που είναι μια τέχνη παρεμβατική και επεμβαίνει βίαια στον δημόσιο χώρο είναι δουλειά της κοινωνίας να αποφασίσει κατά πόσο την αφορά ή όχι. 

Ας φέρουμε ένα ακραίο παράδειγμα. Αν αντί γι αυτό το μαυρόασπρο πράμα στο Πολυτεχνείο, κάποιος γκραφιτάς άσπριζε το κτήριο και ζωγραφίσει «2-3 δεντράκια και μερικά πουλάκια να πετάνε πέριξ οι αντιδράσεις θα ήταν οι ίδιες ή κάποιοι θα έλεγαν «αχ πως ομόρφυνε»; Θα συζητάγαμε τότε για επιβολή στον δημόσιο χώρο ή θα είχαμε ένα κλείσιμο του ματιού και λόγια του τύπου «έλα μωρέ δεν πειράζει είναι καλύτερο από πριν, ξεβρόμισε»; 

Την απάντηση λοιπόν για το αν αυτές οι παρεμβάσεις είναι θεμιτές ή όχι, δεν θα τις βρούμε ούτε εξερευνώντας την ποιότητά τους ούτε ζυγίζοντας της ιστορικότητα του χώρου ή του γλυπτού. Μας αρέσει ή όχι, επιτυχημένες ή μη, αυτές οι παρεμβάσεις είναι ένδειξη μιας ακραίας ατομικότητας. Οποιοσδήποτε σηκώνει ένα πινέλο ή ένα σπρέι σε ένα δημόσιο χώρο ή ένα μνημείο, πριν από όλα, παίρνει την ευθύνη επιβολής, της δικής του οπτικής, στη δημόσια σφαίρα. 

Κατά πόσο όμως αυτό είναι θεμιτό; Η προφανής απάντηση είναι καθόλου. Αν η απάντηση όμως ήταν τόσο εύκολη και πανθομολογούμενη γιατί συνεχίζονται να γίνονται γκράφιτι και γιατί αυτή η μορφή τέχνης διατηρεί την όποια αποδοχή της; 

Ίσως αυτό που θα έπρεπε να αναρωτηθούμε είναι γιατί στη σύγχρονη κοινωνία η ατομική έκφραση είναι τόσο σημαντική για εμάς και συνήθως έχει μεγαλύτερο βάρος στις προτεραιότητες μας από την κοινή μας βούληση. Το να πούμε πως απλά είμαστε περισσότερο ατομιστές και αδιάφοροι για τα κοινά από ότι στο παρελθόν είναι μια εύκολη εξήγηση. Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο όπου το πολιτιστικό και πολιτικό πρότυπο είναι σχεδόν ενιαίο, δεν υπάρχει πολύ χώρος για διαφοροποιήσεις σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών. Ο σύγχρονος ενημερωμένος και διαδικτυακά ενωμένος άνθρωπος λειτουργεί εντός συγκεκριμένου πλαισίου, ξέρει πως το να αλλάξει τόπο ή κοινωνικές συνθήκες είναι ανεδαφικό. Λειτουργεί λοιπόν με όρους μοναχικού λύκου, δεν παράγει μεγάλες κοινωνικές αφηγήσεις αλλά φτιάχνει μικρές cult κοινότητες με σκοπό την μικροαντίσταση. Έτσι όταν η καθημερινότητα, η οικονομία και η αισθητική του περιβάλλοντος του είναι από πριν προδιαγεγραμμένη, το μόνο που του μένει είναι η αποτύπωση του μικροεγώ του ως μόνης ανάσας μέσω ενός τατουάζ στο χέρι η μιας ταγκιάς στον τοίχο. 

Ο σύγχρονος άνθρωπος δυσκολεύεται να εμπνευστεί μεγάλα κοινωνικά οράματα, δυσκολεύεται να οραματιστεί μεγάλες κοινωνικές συγκλήσεις γιατί νιώθει πως αυτές δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν. 

Ίσως λοιπόν οι διαμάχες για το αν είναι καίριο ή μη ένα γκράφιτι να γίνονται μέσα σε λάθος πλαίσιο. Ίσως η κουβέντα αν είναι όμορφο ή όχι να μην έχουν μεγάλη σημασία από τη στιγμή που δεν υπάρχει κοινό συλλογικό όραμα που να αντλεί από την τοπικότητα. 

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να ψάξουμε σε βάθος για το ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα που εγείρει όλες τις παραπάνω διαφωνίες. Ας προσπαθήσουμε, όσο μπορούμε, όσο το καταλαβαίνουμε και εμείς, να βρούμε τα πώς και τα γιατί. Για την ώρα, το τι είναι και το τι δεν είναι, το αν πρέπει να το αφήσουμε ή να το σβήσουμε, ας το αποφασίσουν οι θεσμοί. 

Έτσι ή αλλιώς δεν ξέρουμε καν αν η απόφαση τους θα είναι σωστή, Μια κοινωνία που τρέχει όλη τη μέρα για την επιβίωση της, δεν έχει το χρόνο να ασχοληθεί με τα βαθιά οικονομικά, κοινωνικά ή πολιτικά προβλήματα της, οπότε έχουμε αφεθεί στην αυθεντία των ειδικών. Δεν έχει όμως και μεγάλη σημασία· την Δευτέρα 16-3-2015 ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε από το Δήμο Αθηνών, χωρίς μεγάλες αντιδράσεις είναι αλήθεια, οι εργασίες καθαρισμού του Πολυτεχνείου και οσονούπω θα καθαριστεί και το γλυπτό του Γιάννη Μόραλη.