Αναμφισβήτητα, η Ελλάδα περνάει μια πολύ δύσκολη περίοδο σε σχέση με τον αναθεωρητισμό της Τουρκίας, όπου εδώ και 20 ημέρες, καθημερινά προκαλεί με τις πρακτικές της παραβιάζοντας και καταστρατηγώντας εν γένει το Διεθνές Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS 1982).
Μέσα σε αυτό το τεταμένο κλίμα, οι ευρωπαίοι εταίροι και οι στρατηγικοί σύμμαχοι της Ελλάδας, όπως είναι οι Η.Π.Α., «προσπαθούν» να αποκλιμακώσουν την ένταση και κυρίως να πείσουν τον Ταγίπ Ερντογάν να καθίσει στο τραπέζι διαπραγματεύσεων, εγκαταλείποντας την αναθεωρητική στρατηγική του και τις απειλές για διεκδίκηση θαλάσσιων ζωνών στη Ν.Α. Μεσόγειο.
Τα όπλα πλέον που διαθέτουν οι εταίροι και σύμμαχοι μας, πέραν της διπλωματικής οδού που απ’ ότι φαίνεται εξαντλήθηκε χωρίς αποτέλεσμα, αφορούν στην επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία. Όμως και εδώ το τοπίο είναι νεφελώδες…
Διαβάστε επίσης: ΕΕ: Πρόταση διεξαγωγής διάσκεψης με συμμετοχή της Τουρκίας για την Ανατολική Μεσόγειο
Όσον αφορά στην ΕΕ, ο κατάλογος κυρώσεων που παρουσίασε ο Ύπατος Εκπρόσωπος για θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας της Ε.Ε., Ζοζέπ Μπορέλ κατά της Τουρκίας στη διάρκεια της άτυπης Συνόδου των Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αγγίζουν το μεγάλο πρόβλημα της Τουρκίας που είναι η οικονομία της καθώς στις προτάσεις, μεταξύ άλλων, αναφέρεται το ενδεχόμενο μείωσης ευρωπαϊκών κονδυλίων στην Τουρκία (sic).!! Ο προτεινόμενος προφορικός κατάλογος ακόμα δεν έχει ψηφιστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και ως εκ τούτου η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να ασκήσει περαιτέρω πιέσεις προκειμένου οι κυρώσεις να είναι αυστηρότερες και αποτελεσματικότερες.
Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε πως η γερμανική προεδρία ανέλαβε να εκπονήσει μια ευρω-τουρκική στρατηγική, στο πλαίσιο της οποίας σαφώς και περιλαμβάνονται μεγάλα χρηματικά κονδύλια για την Τουρκία. Να θυμηθούμε πως στη Συμφωνία ΕΕ- Τουρκίας για την αντιμετώπιση της μεταναστευτικής/προσφυγικής κρίσης, η Τουρκία έχει εκταμιεύσει μέχρι σήμερα πάνω από 6 δις€ και έχει ακόμα να λαμβάνει. Επομένως, υπάρχει και αυτή η ατζέντα στο τραπέζι για την οποία διερωτόμαστε αν η γερμανική προεδρία θα αξιοποιήσει ως μέσο πίεσης της Τουρκίας ή όχι. Οσονούπω θα φανεί..
Όσον αφορά στο στρατηγικό σύμμαχο της Ελλάδας, τις Η.Π.Α., σε επίπεδο ρητορικής και καλών προθέσεων, ο Πρόεδρος Τραμπ, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Ταγίπ Ερντογάν, προκειμένου να αποκλιμακώσει την ένταση. Όμως, σε πρακτικό επίπεδο, δεν έχει ληφθεί καμία ουσιαστική απόφαση για να πεισθεί ο Ερντογάν. Γνωρίζουμε πολύ καλά πως αν ο Τραμπ επιθυμεί πραγματικά να «συνετίσει» τον Ερντογάν, μπορεί να το πράξει. Ας θυμηθούμε την περίπτωση του αμερικανού ιερέα, Άντριου Κρεγκ Μπράνσον που είχε βρεθεί στο επίκεντρο της κλιμακούμενης κρίσης στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ με τον Αμερικανό Πρόεδρο να ενεργοποιεί οικονομικές κυρώσεις προς την Τουρκία, με αποτέλεσμα τη διολίσθηση της τουρκικής λίρας, παρασέρνοντας εκείνη την περίοδο το χρηματιστήριο της Τουρκίας και όχι μόνο.
Επομένως, αν ο Τραμπ θελήσει να «πείσει» τον Τούρκο Πρόεδρο να εγκαταλείψει την αναθεωρητική στρατηγική του στη Ν.Α. Μεσόγειο, που ουδείς γνωρίζει μέχρι που μπορεί να φτάσει η κλιμάκωση της, είναι πολύ εύκολο να το κάνει. Το ζητούμενο είναι αν το επιθυμεί. Άλλωστε, μην ξεχνάμε τη φιλία των δυο ανδρών, τα κοινά οικονομικά συμφέροντα τους και τη «διπλωματία» των γαμπρών (βλ. σχετικό άρθρο μου με τίτλο « Τουρκία: Μια απασφαλισμένη βόμβα στη Μεσόγειο, στο περιοδικό «Επίκαιρα», Ιανουάριος 2020- επετειακό τεύχος,).
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα βιώνει μια πολύ επικίνδυνη περίοδο και έχει ανάγκη την αλληλεγγύη και την έμπρακτη στήριξη των εταίρων και συμμάχων της με πράξεις και όχι με ρητορικές.
Από την άλλη πλευρά, το υπαρκτό πρόβλημα της Τουρκίας αποτελεί η διαλυμένη οικονομία της και η συνεχής διολίσθηση της τουρκικής λίρας. Επομένως, αν οι εταίροι/σύμμαχοι της Ελλάδας θελήσουν πραγματικά να στηρίξουν εμπράκτως τη χώρα μας, δεν έχουν παρά να προχωρήσουν στην ουσιαστική επιβολή σκληρών κυρώσεων απέναντι στη γείτονα χώρα για να συνειδητοποιήσει ο Ερντογάν πως δεν είναι ο «κυρίαρχος» στην περιοχή και πως οφείλει να λειτουργήσει σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς συστήματος και όχι με βάση την προσωπική του ατζέντα.
Το ερώτημα που τίθεται φυσικά αφορά στο κατά πόσο τελικά επιθυμούν να στραφούν κατά του Ερντογάν. Εδώ ξεκινούν τα δύσκολα…