Από αρχαιοτάτους χρόνους, ο άνθρωπος ως υπερβατικό ον, θυσίαζε την κόπωση του σβέρκου του, κοιτώντας ψηλά στα άστρα, πολλές φορές αγνοώντας την “καθαρότητα” του επίγειου παραδείσου στον οποίο κατοικεί εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια.
Τόμοι ολόκληροι, που θα γέμιζαν ασφυκτικά τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του κόσμου, έχουν ήδη γραφτεί για την πολυθρύλητη “Οδύσσεια του Διαστήματος”, σε μια πανανθρώπινη προσπάθεια και ενδόμυχη ανάγκη που μας ωθεί να “αγγίξουμε” τα μυστικά της Δημιουργίας.
Πολλά ήδη έχουν ειπωθεί ποικιλοτρόπως, κυρίως μέσα από τη βιβλιογραφία των ΜΜΕ, για την πρώτη επικείμενη επανδρωμένη αποστολή στον Κόκκινο πλανήτη που καταφέρνει να κλέβει την παράσταση και να έλκει τη γήινη περιέργεια με έναν τρόπο τόσο γοητευτικά απόκοσμο και επικίνδυνο...
Ζήτησα απο τον Δρ. Μανώλη Γεωργούλη Διευθυντή Ερευνών, Κέντρο Ερευνών Αστρονομίας και Εφαρμοσμένων Μαθηματικών της Ακαδημίας Αθηνών και Επιστημονικού Επιμελητή των Περιοδικών της Αμερικανικής Αστρονομικής Εταιρείας (AAS) να μας διαθέσει τις επιστημονικές του πεποιθήσεις, σχετικά με την πιθανότητα μιας πετυχημένης διαστημικής αποστολής με αστροναύτες στον Άρη, την υπόθεση του εποικισμού του, αλλά και να μας αναλύσει ποιά είναι η πραγματική πλανητική υπόσταση που θα συναντήσουν στην επιφάνεια του αν και εφόσον προσεδαφιστούν.
Οι απόψεις του Έλληνα Ηλιοφυσικού και εκ των κορυφαίων μελετητών του Διαστημικού Καιρού παγκοσμίως, είναι άκρως συναρπαστικές και κυρίως ρεαλιστικές.
“Απλά, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ένα ρομπότ από τους καλύτερους των ανθρώπων’, Isaak Asimov, Εγώ, το Ρομπότ” (1950)
Κύριε Γεωργούλη, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως όλα ξεκίνησαν τη δεκαετία του ΄50 με τον άκρατο και σαφέστατα δίχως όρια ανταγωνισμό των δύο υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ;. Μπορούμε να ορίσουμε εκείνη την εποχή ως την απαρχή της ’Οδύσσειας του Διαστήματος”;
Η απαρχή της διαστημικής εποχής έβαλε μια μικρή μεταλλική μπάλα, τον δορυφόρο Sputnik, σε τροχιά γύρω από τη Γη τον Οκτώβριο του 1957. Λιγότερο από ένα μήνα αργότερα, η Σοβιετική Ένωση που εκπονούσε το πρόγραμμα Sputnik, επιδίωξε να ικανοποιήσει το όνειρο του ανθρώπου να κατακτήσει το τελευταίο σύνορο, αυτό του διαστήματος, στέλνοντας αρχικά ένα αδέσποτο σκυλί από τους δρόμους της Μόσχας με το όνομα Λάικα σε τροχιά. Το σκυλί δεν επιβίωσε.
Στις 12 Απριλίου 1961, ο πρώτος κοσμοναύτης, Yuri Gagarin, επιβίωσε μιας τροχιακής πτήσης 180 λεπτών επιστρέφοντας στη Γη σώος. Το όνειρο ήταν ζωντανό.
Οι ΗΠΑ, τρομοκρατημένες και με πληγωμένο γόητρο από τη διαφαινόμενη σοβιετική κυριαρχία στο διάστημα, έβαλαν στις 5 Μαΐου 1961 τον πρώτο Αμερικανό αστροναύτη, Alan Shepard Jr., σε μια παραβολική πτήση 15 λεπτών της οποίας επίσης επέζησε.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1962 ο Αμερικανός Πρόεδρος John F. Kennedy, ανακοίνωσε το μεγαλεπήβολο σχέδιο μιας επανδρωμένης πτήσης στη Σελήνη.
Το πρώτο ανθρώπινο βήμα στο λεπτό σαν πούδρα έδαφος του φυσικού δορυφόρου της Γης, μέσω της αποστολής Apollo 11, δόθηκε στις 20 Ιουλίου 1969.
Το πρόγραμμα Apollo ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1972 με την αποστολή Apollo 17.
Έκτοτε, με εξαίρεση το διαστημικό σκάφος Skylab κατά τη δεκαετία του 1970, οι μόνες επανδρωμένες αποστολές γίνονται από και προς τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, ο οποίος δέχτηκε για πρώτη φορά αστροναύτες το Νοέμβριο του 2000.
-Ωστόσο, τον άνθρωπο από τη φύση του, τον διακατέχει μια ακόρεστη δίψα για μια αέναη Συμπαντική εξερεύνηση. Το μεγάλο διαστημικό στοίχημα αποβλέπει στον σχετικά άμεσο εποικισμό του πλανήτη Άρη;
Εξήντα χρόνια μετά τον Gagarin, η αμερικανική NASA έχει θέσει τις βάσεις του προγράμματος Artemis (αδελφή του Απόλλωνα [Apollo], κατά τη μυθολογία) με σκοπό την επιστροφή των ανθρώπων στη Σελήνη ως το 2024.
Έχει ξεκαθαρίσει, δε, ότι θεωρεί τη Σελήνη ως βατήρα για την πρώτη επανδρωμένη αποστολή στον πλανήτη Άρη κατά τα τέλη της επόμενης δεκαετίας.
Αλλά και η ιδιωτική πρωτοβουλία, εκφραζόμενη από την εταιρεία SpaceX του δισεκατομμυριούχου Elon Musk φαίνεται βέβαιη για την πρώτη επανδρωμένη αποστολή στον Άρη σε μια δεκαετία.
Στο μεταξύ, μια αρμάδα από ρομποτικές αποστολές καταφθάνουν στον κόκκινο πλανήτη, με πιο πρόσφατη την αποστολή που προσεδάφισε επιτυχώς το όχημα Επιμονή (Perseverance) που ήδη δίνει τις ποιοτικότερες εικόνες της επιφάνειας του πλανήτη ως τώρα.
Οι πιο αισιόδοξοι επιμένουν ότι ο χρόνος για τον εποικισμό του Άρη μετράει αντίστροφα, ενώ ο εποικισμός της Σελήνης θεωρείται μάλλον δεδομένος. Είναι όμως έτσι;
Ας ξεκαθαρίσουμε καταρχήν ότι μια επανδρωμένη αποστολή και ένας εποικισμός, που προϋποθέτει (ημι)μόνιμη βάση, είναι δύο διαφορετικά πράγματα.
Ο άνθρωπος είναι ένα αδύναμο ον, φτιαγμένο για να ζει στην επιφάνεια μιας σφαίρας, της Γης, κάτω από το προστατευτικό κουκούλι της γήινης ατμόσφαιρας.
Μόλις τα τελευταία 120 χρόνια έχει επεκτείνει τρισδιάστατα το ζωτικό του χώρο, από τα βάθη των ωκεανών ως την τροχιά του Διεθνούς Διαστημικού Σταθμού.
Επανδρωμένη αποστολή έχει γίνει και στο βαθύτερο σημείο της ωκεανικής αβύσσου στο υποθαλάσσιο φαράγγι Mindanao έξω από τις Φιλιππίνες. Κανείς δεν μιλάει για εποικισμό του σημείου ή οποιουδήποτε άλλου σημείου του πυθμένα των ωκεανών.
Ούτε οι αστροναύτες του Διεθνούς Διαστημικού Σταθμού θεωρούνται εποικιστές, περνώντας χρόνο κάποιων μηνών κάθε φορά σε ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα που λαμβάνει προμήθειες αποκλειστικά από τη Γη.
Νέες επανδρωμένες αποστολές στη Σελήνη πρέπει να θεωρούνται μάλλον δεδομένες, με τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Κίνα να εργάζονται σε αυτή τη βάση.
Ο εποικισμός της Σελήνης είναι πιθανός, υπό προϋποθέσεις, με τα σχέδια του λεγόμενου Σεληνιακού Χωριού του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA) σε εξέλιξη.
Επανδρωμένη αποστολή στον Άρη είναι πιθανή εντός των επόμενων δεκαετιών, αν και θα αναφερθώ σύντομα παρακάτω σε κάποια μόνο από τα τεράστια προβλήματα που ενέχει.
Ο εποικισμός του Άρη δεν είναι πιθανός κατά την άποψή μου.
Ας έχουμε όμως κατά νου και το εξής θεμελιώδες ερώτημα: τι θα αποκομίσουμε από τον εποικισμό του Άρη, όταν η ποιοτική ρομποτική εξερεύνηση του πλανήτη (αλλά και άλλων πλανητών, κομητών και αστεροειδών του ηλιακού συστήματος) έχει γίνει πια σχεδόν ρουτίνα;
Το ταξίδι για τη Σελήνη, με μέση απόσταση 384 χιλιάδες χιλιόμετρα από τη Γη διαρκεί τρεις ημέρες περίπου.
Για τον Άρη, στα περίπου 55 εκατομμύρια χιλιόμετρα ελάχιστης απόστασης από το Γη, το ταξίδι διαρκεί περίπου 6 μήνες (απλή διαδρομή).
Στο διάστημα αυτό, οι άνθρωποι στο σκάφος, πρακτικά χωρίς βαρύτητα, θα πρέπει να έχουν οξυγόνο, φαγητό, νερό, χώρους διαβίωσης, άθλησης, και συλλογής απορριμμάτων και εκκριμάτων. Η καλή σωματική και ψυχική υγεία τους, δεδομένης της στενότητας του χώρου, είναι το σημαντικότερο που θα πρέπει να απασχολεί τους σχεδιαστές της αποστολής.
Προφανώς υφίστανται πολλά και ενδεχομένως αξεπέραστα προβλήματα αν θέλουμε να μιλάμε σοβαρά για την κατάκτηση του Άρη...
Ένα μεγάλο, κατά πολλούς ανυπέρβλητο, εμπόδιο κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου διαστημικού ταξιδιού αλλά και σε οποιαδήποτε στερεή επιφάνεια σώματος του ηλιακού συστήματος που δεν έχει ατμόσφαιρα, είναι η γαλαξιακή και ηλιακή ακτινοβολία, ό,τι δηλαδή ονομάζουμε περιληπτικά ως διαστημικό καιρό.
Ο από τον Ήλιο προερχόμενος διαστημικός καιρός έχει σχετικά συχνές εκρηκτικές εκφάνσεις που γεμίζουν το ηλιακό σύστημα με υψίσυχνη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία και σχετικά βαριά φορτισμένα σωματίδια (πρωτόνια, κατά βάση) με ενεργειακό περιεχόμενο το οποίο ο ανθρώπινος οργανισμός πολλές φορές δεν μπορεί να αντέξει.
Οι λεγόμενες «σκληρές» ακτίνες Χ αλλά κυρίως οι ακτίνες γ των μεγάλων ηλιακών εκλάμψεων έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν απευθείας στην έλικα του DNA με άμεσες και καταστροφικές συνέπειες.
Πρωτόνια πάνω από μια ενέργεια μπορούν να προκαλέσουν οξύ σύνδρομο ακτινοβολίας στον εγκέφαλο, τα άκρα και ζωτικά όργανα όπως οι πνεύμονες.
Σε περιπτώσεις μεγάλων ενεργειών οι δόσεις είναι θανατηφόρες, είτε ακαριαία είτε εντός λίγων 24ώρων.
Ακόμα και χωρίς τις ηλιακές εκρήξεις, οι γαλαξιακές κοσμικές ακτίνες στο βαθύ διάστημα, πέρα από την προστατευτική γήινη ατμόσφαιρα, μπορούν να συγκεντρώσουν δόσεις ακτινοβολίας ικανές να δημιουργήσουν μεγάλα προβλήματα.
Οι γαλαξιακές κοσμικές ακτίνες για μια παραμονή 6 μηνών στο Διεθνή Διαστημικό Σταθμό συσσωρεύουν συνολική δόση ακτινοβολίας ίση με αυτή που ένας άνθρωπος στην επιφάνεια της θάλασσας συγκεντρώνει σε περίπου 150 χρόνια.
Για το εξάμηνο ταξίδι στον Άρη, η συσσώρευση ακτινοβολίας ξεπερνά τη δόση που θα έπαιρνε ένας άνθρωπος στην επιφάνεια της θάλασσας σε 400 χρόνια!
Ας υποθέσουμε ότι το σκάφος που μεταφέρει αστροναύτες (όπως και ο Διεθνής Διαστημικός Σταθμός, άλλωστε) είναι σχετικά προστατευμένο από την ακτινοβολία.
Ως προς αυτό υπάρχουν τεχνολογικές λύσεις οι οποίες όμως ακόμα δοκιμάζονται.
Ας υποθέσουμε επίσης ο σχεδιασμός του ταξιδιού στον Άρη γίνεται σε περίοδο ηλιακού ελαχίστου δραστηριότητας ώστε να αποφευχθούν κατά το δυνατό οι απρόβλεπτες ηλιακές εκρήξεις.
Κάποια στιγμή το πλήρωμα θα φτάσει, ας υποθέσουμε ακμαίο, στον Άρη. Τι θα αντιμετωπίσει εφόσον βγει από το σκάφος;
Την ηλιακή και γαλαξιακή ακτινοβολία, με πολύ μικρότερη προφύλαξη αυτή τη φορά, μια πρακτικά ανύπαρκτη ατμόσφαιρα με ατμοσφαιρική πίεση περίπου 155 φορές μικρότερη αυτή της Γης (μη αναπνεύσιμη, αποτελούμενη κατά 95% από διοξείδιο του άνθρακα) και μέση θερμοκρασία –60 βαθμών Κελσίου (–125 βαθμοί Κελσίου στους πόλους και μέχρι 20 βαθμοί Κελσίου μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα στον πλανητικό ισημερινό, η οποία όμως θα πέσει στους –75 βαθμούς το ίδιο κιόλας βράδυ).
Το ανθρώπινο σώμα θα πρέπει συνεχώς να βρίσκεται σε διαστημικό κοστούμι υπό πίεση, αλλιώς οι πνεύμονες θα διασταλούν ανεξέλεγκτα μέσα σε διάστημα λεπτών και θα διαρραγούν, με αποτέλεσμα τον ακαριαίο θάνατο.
Εκτεθειμένο δέρμα σημαίνει αυτόματο πάγωμα με ταυτόχρονη διάρρηξη των αιμοφόρων αγγείων.
Έξω από το σκάφος, λοιπόν, ο άνθρωπος χρειάζεται άμεσα ένα καταφύγιο, πιθανότερα σε φυσικές κοιλότητες και λιγότερο πιθανά, με βάση κάποιες ιδέες, σε φουσκωτές κατοικίες.
Όποια κι αν είναι η λύση, αυτός ο ζωτικός χώρος πρέπει να είναι ερμητικά κλειστός και να δημιουργηθεί αναπνεύσιμη ατμόσφαιρα η οποία να ανανεώνεται με ταυτόχρονη αποβολή του διοξειδίου του άνθρακα και ατμοσφαιρική πίεση όπως στη Γη.
Εξίσου σημαντική είναι η θέρμανση αυτού του χώρου σε βιώσιμη θερμοκρασία. Ο κοινός παρονομαστής είναι ένας: οι μεγάλες απαιτήσεις ενέργειας.
Γεννήτριες και φωτοβολταϊκά σώματα περιλαμβάνονται στα σχέδια, κάτι όμως που αυξάνει πολύ το ωφέλιμο φορτίο του σκάφους που θα τα μεταφέρει.
Πυρηνική ενέργεια; Πιθανώς, με το ίδιο και περισσότερο κόστος σε φορτίο, όμως, αν και δεν είναι πιθανή η έγκρισή της λόγω των πρόσφατα διατυπωμένων κανονισμών πλανητικής προστασίας στο ηλιακό σύστημα.
Για να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα, όμως, χρειάζεται πρωτίστως νερό, το οποίο δεν είναι ρεαλιστικό να μεταφερθεί από τη Γη γιατί κάποια στιγμή θα εξαντληθεί. Στη Σελήνη είναι δεδομένη η ύπαρξη νερού στο υπέδαφος, στον Άρη είναι πιθανή αλλά ακόμα εξετάζεται.
Ακόμα και στη θετική περίπτωση ύπαρξης νερού, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτό το νερό βρίσκεται σε βάθος απ’ όπου μπορεί να αντληθεί άμεσα. Για την άντληση χρειάζεται επίσης ενέργεια.
Άλλος ένας παράγοντας βιωσιμότητας είναι η τροφή, κατά βάση φυτική, η οποία θα πρέπει επίσης να παράγεται επιτόπου από κάποια στιγμή και μετά.
Αν αυτό γίνει σε ερμητικό θερμοκήπιο στην επιφάνεια του πλανήτη ώστε να εκμεταλλευτεί ο άνθρωπος το υπεριώδες φως του Ήλιου, τότε αυτή η τροφή είναι έρμαιο του διαστημικού καιρού και των ακραίων συνθηκών.
Αν παραχθεί σε φυσικό κοίλωμα (π.χ., σπηλιά) χρειάζονται λάμπες υπεριώδους φωτός και άρα, ξανά, ενέργεια.
Το στοίχημα, λοιπόν, είναι σαφές: αυτάρκες ενεργειακό ισοζύγιο, συνεχής εξισορρόπηση θερμοκρασίας, πίεσης, αναπληρούμενου οξυγόνου, επιπέδων διοξειδίου του άνθρακα και σύνδεσης με το υπέδαφος για την άντληση νερού. Αυτά πέραν της μόνιμης απειλής του διαστημικού καιρού.
Η διαδικασία δημιουργίας γήινου περιβάλλοντος (terraforming) μόνο εύκολη υπόθεση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Στη δεκαετία του 1990 έγινε ένα τέτοιο πείραμα στην έρημο της Αριζόνα, χωρίς το φόβο του διαστημικού καιρού και με όλα τα υλικά διαθέσιμα, συμπεριλαμβανομένης της ηλιακής ενέργειας.
Η «Βιόσφαιρα», όπως ονομάστηκε το πείραμα, με πλήρωμα 8 ανθρώπων, δεν τα κατάφερε.
Σε διάστημα περίπου 16 μηνών, τα επίπεδα οξυγόνου έπεσαν επικίνδυνα, με ταυτόχρονη αύξηση των επιπέδων του διοξειδίου του άνθρακα ενώ η τροφή ήταν ήδη λιγοστή. Το πείραμα εγκαταλείφθηκε.
Εκεί, οι άνθρωποι το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να ανοίξουν την πόρτα προς τη σωτηρία. Στον Άρη, όμως, έξι μήνες μακριά από τη Γη στην καλύτερη περίπτωση, αντί των τριών ημερών της Σελήνης;
Αν υποθέσουμε ότι όλα τα παραπάνω με τη βοήθεια της τεχνολογίας κάποια στιγμή θα τα ξεπεράσουμε;
Ακόμα και αν όλα τα παραπάνω λυθούν, ας προσπαθήσουμε απλά να σκεφτούμε τη μάζα των πρώτων υλών που θα πρέπει να μεταφερθούν στον κόκκινο πλανήτη, με ή χωρίς τρισδιάστατους εκτυπωτές για την επιτόπου παραγωγή εξαρτημάτων.
Το όχημα Επιμονή έχει μάζα περίπου 1000 κιλά – η αποστολή κόστισε περί τα 2.7 δισεκατομμύρια δολάρια, άρα 2.7 εκατομμύρια δολάρια για κάθε κιλό στην επιφάνεια του πλανήτη.
Φανταστείτε τώρα χονδρικά ένα πλήρωμα, ας πούμε τριών ανθρώπων, συνολικού βάρους 200 κιλών, με φαγητό και νερό της τάξης των 600 κιλών τουλάχιστον για το εξάμηνο ταξίδι και υλικά βάρους δύο τόνων για την αρχική κατασκευή μιας βάσης.
Στην επιφάνεια του πλανήτη, μαζί με τον προσεδαφιστή, ας πούμε της τάξης ενός βαν τεσσάρων τόνων, θα βρεθούν 6.8 τόνοι ανθρώπων και εξοπλισμού.
Με γνώμονα το κόστος της αποστολής Επιμονή, μια τέτοια αποστολή με τελείως χονδρικούς υπολογισμούς αναμένεται να έχει κόστος τουλάχιστον 18.5 δισεκατομμύρια δολάρια (πάνω από 15 δισεκατομμύρια ευρώ). Αυτός είναι κατά βάση ένας ετήσιος συνολικός προϋπολογισμός της NASA.
Αυτές είναι, σε πολύ αδρές γραμμές, οι (αρχικές μόνο) προκλήσεις ενός εποικισμού του Άρη.
Πίσω στο θεμελιώδες ερώτημα, το όφελος ποιο είναι; Θεωρητικά, το πρόγραμμα εξερεύνησης και επιστήμης που μπορεί να επιτελέσει το ανθρώπινο πλήρωμα.
Αυτή όμως η άποψη αμφισβητείται έντονα, ήδη από τη δεκαετία του 1970, όταν τα όρια ανάμεσα στις ρομποτικές και τις επανδρωμένες αποστολές δεν ήταν ακόμα διακριτά.
Στο σκάφος Skylab, για παράδειγμα, γρήγορα διαπιστώθηκε ότι το διοξείδιο του άνθρακα από τις ανθρώπινες αναπνοές, ο ιδρώτας, σκόνη από νεκρό ανθρώπινο δέρμα, ανθρώπινες τρίχες και ίνες από ρούχα, καθώς και οι δονήσεις από τις κινήσεις του πληρώματος ενεργούσαν αρνητικά στα όργανα.
Από τότε και μετά άρχισαν να σχεδιάζονται ρομποτικές, μόνο, επιστημονικές αποστολές. Υπάρχει σαφώς πρόγραμμα επιστήμης στο Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, όχι όμως τόσο πολύ από πλευράς μετρήσεων ακριβείας, γιατί η ανθρώπινη παρουσία και μόνο επιδρά αρνητικά.
Ακόμα και σε σύγχρονες επίγειες εγκαταστάσεις, όπως λόγου χάρη το ηλιακό τηλεσκόπιο Daniel K. Inoue Solar Telescope (DKIST) στο όρος Haleakala της Χαβάης, λειτουργούν σχεδόν ρομποτικά με την αναγκαία μόνο ανθρώπινη παρέμβαση λόγω της ευαισθησίας των οργάνων.
Άλλο ένα επιχείρημα είναι ότι ο άνθρωπος έχει την εφευρετικότητα να διορθώνει βλάβες στις οποίες ένα ρομπότ είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ανταποκριθεί, διακινδυνεύοντας έτσι ολόκληρες αποστολές λόγω μη ανθρώπινης παρουσίας.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι από τον Μάιο του 1997 με την αποστολή Pathfinder και το όχημα Sojourner, ο Άρης εξερευνάται συστηματικά από τηλεκατευθυνόμενα οχήματα. To όχημα Ευκαιρία (Opportunity), με προβλεπόμενο χρόνο ζωής 90 πλανητικών ημερών, άντεξε πάνω από 5000 ημέρες!
Με επαρκή προστασία από την ισχυρή ακτινοβολία και τις ακραίες καιρικές συνθήκες, με επιστημονικά δεδομένα πέρα από κάθε φαντασία και κυρίως, με αξιοσημείωτα σταθερή επίδοση των οργάνων του.
Ήδη από τον Μάιο του 1997, όταν ο υπολογιστής Βαθύ Μπλε (Deep Blue) νίκησε για πρώτη φορά στο σκάκι τον παγκόσμιο πρωταθλητή Garry Kasparov, η πλάστιγγα φαίνεται να γέρνει προς τα ρομπότ.
To 2015, κατά τη διάρκεια του Ιαπωνικού προγράμματος Yaskawa Bushido που καταγράφηκε και ως ντοκιμαντέρ, το βιομηχανικό ρομπότ ΜΟΤΟΜΑΝ-ΜΗ24 κατάφερε να αναπαράξει, αν όχι να ξεπεράσει, την ακρίβεια γρήγορου τεμαχίσματος με σπαθί σαμουράι του 5 φορές παγκόσμιου πρωταθλητή και κατόχου ρεκόρ Γκίνες Isao Machii.
Γεννώνται εδώ θέματα ηθικής, ειδικά με τη διαφαινόμενη δυνατότητα των ρομπότ να επιδιορθώνουν τον εαυτό τους μέσω τεχνητής νοημοσύνης, αλλά αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη συζήτηση της οποίας άπτονται και οι τρεις νόμοι της ρομποτικής του Isaak Asimov.
Το βέβαιο λοιπόν είναι ότι σαφώς ασφαλέστερο, φρονιμότερο, επωφελές επιστημονικά και φθηνότερο είναι οι μακροχρόνιες επιστημονικές μελέτες στον Άρη να γίνονται από ρομπότ.
Μια ή περισσότερες επανδρωμένες αποστολές, με όλους τους κινδύνους του διαστημικού ταξιδιού, θα μπορούσαν να γίνουν και κατόπιν παραμονής αποκλειστικά μέσα στον προσεδαφιστή, με σύντομες εξορμήσεις στο κοντινό έδαφος, το πλήρωμα να επιστρέφει στη Γη, μεταφέροντας την πρωτόγνωρη απευθείας αίσθηση ενός άλλου πλανήτη.
Ο εποικισμός (δηλαδή η μακρά ή μόνιμη παραμονή), όμως, φαντάζει ως ανέφικτο όνειρο.
Πριν από 2-3 δισεκατομμύρια χρόνια, όταν το ηλιακό μας σύστημα ήταν ακόμα νέο, ο πλανήτης Άρης ενδεχομένως να ήταν όπως είναι η Γη σήμερα.
Δυστυχώς ο πλανήτης φαίνεται να έχασε το μαγνητικό του πεδίο λόγω διεργασιών στο εσωτερικό του και κατόπιν την ατμόσφαιρά του σταδιακά λόγω του διαστημικού καιρού από τον Ήλιο.
Από τα «φυσικά» μας διαστημόπλοια, φιλόξενα και προστατευτικά για την ευαίσθητη (και ασήμαντη, για τα δεδομένα του διαστήματος) ανθρώπινη ζωή, μας μένει μόνο ένα στο ηλιακό σύστημα, το Διαστημόπλοιο Γη.
Αυτό πρέπει να προφυλάξουμε, γιατί η σωτηρία του συνεπάγεται την επιβίωσή μας.
Ο άνθρωπος κατέχει τα όπλα της λογικής και της ανησυχίας, και πολύ σωστά εξερεύνησε κάθε γωνιά του πλανήτη του.
Το βαθύ διάστημα, όμως, το «τελευταίο σύνορο», που κατά βάση δεν είναι σύνορο γιατί δεν έχει τέλος, είναι διαφορετικό.
Παρά τις γνωστές και αγαπητές σε πολλούς ταινίες επιστημονικής φαντασίας, τα κρισιμότερα ερωτήματα που διασφαλίζουν την ανθρώπινη ζωή και διαβίωση για μεγάλα χρονικά διαστήματα εκτός ατμόσφαιρας παραμένουν αναπάντητα.