Στα σκαλοπάτια πολυκατοικίας κοντινής στο σχολείο έγινε η «εξομολόγηση». Εκεί περίμενε την καθηγήτρια μετά το σχόλασμα η Ανθή.
«Κυρία, μπορώ να σας μιλήσω», δειλά τη ρώτησε, καθώς εκείνη περνούσε στη συνηθισμένη της διαδρομή.
«Και βέβαια Ανθή», της απάντησε, νοιώθοντας την ανάγκη του παιδιού για επικοινωνία. Πώς όμως θα γινόταν αυτό στα σκαλοπάτια, απροετοίμαστα, έξω από το σχολείο η δασκάλα ν’ ακούσει τον καημό της εφηβείας;
Από την αρχή της σχολικής χρονιάς η εκπαιδευτικός είχε ζητήσει να παραμείνει στο σχολείο εθελοντικά για συζήτηση και επικοινωνία με τα παιδιά, που σήκωναν κι αυτά στις μικρές τους πλάτες το βάρος της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Όμως ο Διευθυντής του Σχολείου και οι καθηγητές επιφυλάχθηκαν να απαντήσουν και παρέπεμψαν το αίτημα από τη μια υπηρεσία στην άλλη, χωρίς αποτέλεσμα. Από το Σχολείο στον Προϊστάμενο και από εκεί κατέληξε στο Υπουργείο Παιδείας. Ο ένας ρωτούσε τον άλλο και απάντηση δεν υπήρχε. Κατά τη λαϊκή ρήση «Από τον Άννα στον Καϊάφα». Η αδράνεια της Δημόσιας Διοίκησης σε όλο το φυσικό της μεγαλείο, αφού οι νόμοι της φύσης δεν παραβιάζονται και η φύση δεν αγαπά το κενό και τα άλματα. Όλα ήταν νόμιμα. Απαντήσεις επίσημες μεν, αρνητικές δε με πρωτόκολλα, σφραγίδες και υπογραφές που φανέρωναν έγγραφα δίχως νόημα και ανθρώπους που έκαναν διεκπεραίωση.
Η δασκάλα χαμένη στον κυκεώνα της γραφειοκρατίας προβληματίστηκε αν μπορούσε να έχει αποτέλεσμα το άνοιγμα της ψυχής ενός παιδιού στο δρόμο και ήταν έτοιμη να προτείνει στην Ανθή μια συνάντηση κάπου αλλού, ίσως μια άλλη μέρα, αφού το σχολείο είχε κλείσει τ’ αυτιά του. Ένας κόμπος όμως που έγινε λυγμός άλλαξε τα σχέδιά της. Έπρεπε τώρα, και η δασκάλα κάθησε πλάι της, αμίλητη και περίμενε.
Ένοιωσε πως η Ανθή αποφάσισε να μιλήσει σήμερα ή ποτέ. Δυο τρεις λέξεις κι ένα βλέμμα της δασκάλας ήταν αρκετά να την εμπιστευτεί εδώ και τώρα. Το είχε κάνει και παλιότερα με άλλο θέμα. Τώρα ήταν αλλιώς. Σα να μεγάλωσε απότομα και δύσκολα. Ενδοοικογενειακή βία. Εξηγήθηκαν πολλά από τα σημάδια του σώματος και της ψυχής. Η μάνα αδύναμη έπεφτε στα ίδια λάθη. Η Ανθή δεν ήθελε να πάει στο σπίτι της με τίποτε. Στην κόλαση μπορεί να είναι και καλύτερα, είπε στην δασκάλα της. Με την κουβέντα άναψε ένα φως. Έγινε μια αρχή για τους ειδικούς που ανέλαβαν από την επόμενη μέρα την Ανθούλα. Η θεραπεία ήθελε χρόνο. Η επούλωση των τραυμάτων της ψυχής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η δασκάλα πήρε μια ανάσα με την εξέλιξη της Ανθής αλλά εκείνο που της πλακώνει την καρδιά ακόμα είναι η γραφειοκρατία του εκπαιδευτικού συστήματος με όλα τα γρανάζια και τα φερέφωνα που το συντηρούν. Η δασκάλα επέστρεψε στην τάξη με αγωνία και με τα λόγια του ποιητή να τη συντροφεύουν.
«Δε βρίσκω το ρήγμα σ’ αυτό το μπετόν…»
…
«Κι έτσι απόμεινα με γεμάτα τα χέρια
αυτό το βαρύ δυναμίτη
που ώρα σε ώρα σκούζοντας θα με τινάξει.
Γι’ αυτό είναι που γυρίζω τρέχοντας
από σταθμό σε σταθμό
από τοίχο σε τοίχο
γεμάτος με δύναμη άχρηστη
και ξέρω πως σπαταλιέται.
Γι’ αυτό είναι που σκάβω με τα νύχια μου
αυτές τις ξερές ημερομηνίες
μήπως αστράψει κάποτε μια λύση»
– • –
«Έπρεπε τώρα να κάνω αυτό το διάβημα.»
Μιχάλης Κατσαρός, Κατά Σαδδουκαίων
Μιχάλης Κατσαρός «ο Δούλος» (προσωπογραφία: Ιωάννης Μουχασίρης)
Ανδριανή Στράνη