Η διάρκεια ζωής των μελισσών που ζουν σε εργαστηριακά περιβάλλοντα έχει πέσει περίπου 50% τα τελευταία 50 χρόνια, δείχνει νέα έρευνα από εντομολόγους του University of Maryland, υποδεικνύοντας ως πιθανά αίτια ανησυχητικές τάσεις ανά τη βιομηχανία της μελισσοκομίας.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο Scientific Reports και είναι η πρώτη που δείχνει μια γενικότερη πτώση στη διάρκεια ζωής των μελισσών η οποία φαίνεται να είναι ανεξάρτητη από περιβαλλοντικούς παράγοντες πίεσης. Τα ευρήματα υποδεικνύουν πως γενετικοί παράγοντες μπορεί να ασκούν επιρροή σε ζητήματα όπως η αυξημένη απώλεια αποικιών και η μειωμένη παραγωγή μελιού.
Οι αποικίες μελισσών γηράσκουν και πεθαίνουν από φυσικά αίτια, ωστόσο την τελευταία δεκαετία παρατηρούνται ταχύτεροι ρυθμοί, κάτι που με τη σειρά του σημαίνει ότι οι μελισσοκόμοι στις ΗΠΑ πρέπει να αντικαθιστούν περισσότερες αποικίες για να διατηρούν βιώσιμες τις επιχειρήσεις τους. Σε μια προσπάθεια να κατανοήσουν γιατί, οι ερευνητές εστίασαν σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, ασθένειες, παράσιτα, έκθεση σε εντομοκτόνα και διατροφή. Ωστόσο, όταν δημιούργησαν μοντέλα που ήταν ανεξάρτητα από περιβαλλοντικούς παράγοντες, τα αποτελέσματα ήταν αντίστοιχα αυτών από τον πραγματικό κόσμο.
«Απομονώνουμε μέλισσες από τη ζωή στην αποικία αμέσως πριν εμφανιστούν ως ενήλικες, οπότε οτιδήποτε μειώνει τη διάρκεια ζωής τους συμβαίνει πριν από αυτό το σημείο» είπε ο Άντονι Νίαρμαν, διδακτορικός στο Τμήμα Εντομολογίας και lead author της έρευνας. «Αυτό εισάγει την ιδέα ενός γενετικού παράγοντα. Αν η υπόθεση αυτή είναι σωστή, υποδεικνύει επίσης και μια πιθανή λύση. Αν μπορούμε να απομονώσουμε κάποιους γενετικούς παράγοντες, τότε ίσως να μπορούμε να κάνουμε εκτροφή για μέλισσες μεγαλύτερης διάρκειας ζωής».
Ο Νίαρμαν αντιλήφθηκε τη πτώση στη διάρκεια ζωής ενώ διεξήγαγε έρευνα με τον αναπληρωτή καθηγητή Εντομολογίας Ντένις βαν Ένγκελσντορπ. Στο πλαίσιο της έρευνας διαπίστωσε πως, ανεξαρτήτως διατροφής, η μέση διάρκεια ζωής των μελισσών που διατηρούνταν σε ειδικά κλουβιά ήταν η μισή αυτής που είχαν μέλισσες που κρατούνταν σε κλουβιά σε αντίστοιχα πειράματα τη δεκαετία του 1970: 17,7 ημέρες σήμερα, έναντι 34,3 ημερών. Αυτό οδήγησε σε εκτενέστερες έρευνες.
Αν και το εργαστηριακό περιβάλλον διαφέρει πολύ από αυτό μιας αποικίας, ιστορικά αρχεία σχετικά με μέλισσες που κρατούνταν σε εργαστήρια υποδεικνύουν παρόμοιες διάρκειες ζωές στις μέλισσες που ζούσαν κανονικά σε αποικίες και οι επιστήμονες γενικά θεωρούν πως μεμονωμένοι παράγοντες που μειώνουν τη διάρκεια ζωής σε ένα περιβάλλον θα το κάνουν και στο άλλο. Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει επίσης πως στον πραγματικό κόσμο οι μικρότερες διάρκειες ζωές αντιστοιχούσαν σε λιγότερο χρόνο ως προς τη συλλογή τροφής και στη μικρότερη παραγωγή μελιού.
Όταν η ομάδα δημιούργησε μοντέλα για τις επιπτώσεις μιας μείωσης 50% στη διάρκεια ζωής σε μια μελισσοκομική επιχείρηση, όπου οι χαμένες αποικίες αντικαθίστανται ετησίως, οι ρυθμοί απώλειας ήταν γύρω στο 33%. Αυτό είναι πολύ κοντά στους ετήσιους και χειμερινούς ρυθμούς απώλειας, 30% και 40% αντίστοιχα, που είχαν αναφέρει οι μελισσουργοί τα τελευταία 14 χρόνια.
Ο Νίαρμαν και ο βαν Ένγκελσντορπ σημειώνουν ότι οι μέλισσες εργαστηρίου τους θα μπορούσαν να βιώνουν μόλυνση από κάποιον ιό ή έκθεση σε εντομοκτόνα κατά την περίοδο που περνούν σε στάδιο προνύμφης. Ωστόσο οι μέλισσες δεν έχουν δείξει υπερβολικά συμπτώματα τέτοιας έκθεσης και η ύπαρξη γενετικού παράγοντα στη μακροζωΐα έχει διαπιστωθεί και σε άλλα έντομα, όπως οι φρουτόμυγες.