Το 2023 συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας και 21 χρόνια που το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και ο Ταγίπ Ερντογάν βρίσκονται στην εξουσία. Στις 18 Ιανουαρίου ο πρόεδρος Ερντογάν ανακοίνωσε πως στις 14 Μαΐου θα διεξαχθούν εκλογές για την ανάδειξη του νέου προέδρου, αυτά βέβαια πριν τον φονικό σεισμό. Ωστόσο η ημερομηνία δεν είναι τυχαία, καθώς στις 14 Μαΐου 1950 το Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΚ) του Αντνάν Μεντερές κέρδισε τις πρώτες ελεύθερες εκλογές στην Τουρκία με ποσοστό 53,4%, σηματοδοτώντας με αυτόν τον τρόπο το τέλος του μονοκομματισμού στην Τουρκία.
Η αναφορά του Ερντογάν στην εκλογική νίκη του Μεντερές δείχνει ότι αποτελεί γι’ αυτόν πρότυπο ηγέτη και παράδειγμα προς μίμηση.
Τόσο η νίκη του Μεντερές όσο και του Ερντογάν αποτέλεσε πλήγμα για την κοσμική/κεμαλική γραφειοκρατία και τον στρατό, ο οποίος από το πραξικόπημα του 1960 έχρισε εαυτόν θεματοφύλακα των κεμαλικών αρχών, εγγυητή της πολιτικής σταθερότητας στην Τουρκία και μέσα από το Σύνταγμα του 1960 απέκτησε μερίδιο στην εκτελεστική εξουσία, το οποίο ενίσχυσε μετά τα πραξικοπήματα του 1971 και 1980. [1]
Ο Μεντερές, όπως και ο Ερντογάν, παρουσίασε τον εαυτό του και το κόμμα του ως κάτι διαφορετικό και νέο στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας. Υποστήριξε ότι είναι ικανός να ολοκληρώσει το όραμα του Κεμάλ για μια ανεξάρτητη οικονομικά και πολιτικά Τουρκία, η οποία θα είναι ισότιμο μέλος και συνομιλητής με τα δυτικά κράτη. Το ΔΚ, όπως και το AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης), ακολούθησε μια φιλολαϊκή πολιτική, η οποία οδήγησε στην αύξηση του εισοδήματος των «μικρών», αγροτών και εργατών.
Ο Μεντερές προσπάθησε να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, αλλά δεν είχε ιδιαίτερα αποτελέσματα. Παρά την οικονομική ανάπτυξη των πρώτων ετών η πολιτική του είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του ελλείματος στο εμπορικό ισοζύγιο της Τουρκίας, γεγονός που οδήγησε στην αύξηση του πληθωρισμού και σε μείωση του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας. Μάλιστα, το 1958 η Τουρκία αποδέχθηκε τους όρους του, γνωστού και σε εμάς, Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για την αναδιάρθρωση του εξωτερικού της χρέους. Ωστόσο, παρά τα αρνητικά της η οικονομική πολιτική του ΔΚ βοήθησε στον μερικό εκσυγχρονισμό της αγροτικής παραγωγής και συνέβαλε στην ενίσχυση και διεύρυνση της τουρκικής βιομηχανίας [2].
Από την πλευρά του ο Ερντογάν ήταν ο πρωθυπουργός που έδιωξε το ΔΝΤ από την Τουρκία και οδήγησε την τουρκική οικονομία σε άνθηση, με τον κατασκευαστικό κλάδο να είναι ο κεντρικός πυλώνας της οικονομικής ανάπτυξης. Από το 2002 ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ ήταν πάνω από 5%, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εκτοξεύτηκε από τα 3,100 δολάρια το 2001 σε 12,500 δολάρια το 2013 και ο πληθωρισμός από το 2004 έως το 2015 βρισκόταν σταθερά κάτω από το 9%. Ωστόσο από το 2016 και με την ολοένα και πιο αυταρχική διακυβέρνηση ο πληθωρισμός και η ανεργία αυξάνονται ενώ εισόδημα μειώνεται [3].
Ένα ακόμα κοινό στοιχείο είναι η πορεία προς τον αυταρχισμό. Το ΔΚ φοβούμενο την δυσαρέσκεια των πολιτών και του γραφειοκρατικού μηχανισμού προχώρησε στην ψήφιση νόμων που έδινα την δυνατότητα στην κυβέρνηση να παύει ή να συνταξιοδοτεί δικαστές και ακαδημαϊκούς που είχαν συμπληρώσει 25 χρόνια υπηρεσίας. Το 1956 ψήφησε νόμο που απαγόρευε στον Τύπο να σατιρίσει κρατικούς αξιωματούχους, ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις φυλάκισης δημοσιογράφων και κλεισίματος εφημερίδων. Επίσης, εκμεταλλεύτηκε την δυσαρέσκεια των πολιτών και τη χρησιμοποίησε έναντι των μειονοτήτων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το πογκρόμ κατά των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριου του 1955 [4].
Για το AKP η στροφή προς μια πιο αυταρχική πολιτική έγινε το 2013, όταν έλαβαν μέρος οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη. Με την πάροδο του χρόνου, και ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, το AKP ψήφισε μια σειρά από νόμους που στόχο είχαν να περιορίσουν τις αντιπολιτευόμενες φωνές και την κριτική κατά της κυβέρνησης. Στο στόχαστρο βρέθηκαν μέλη της αντιπολίτευσης, δημοσιογράφοι, δημόσιοι υπάλληλοι ακόμα και τα πανεπιστήμια, οι πρυτάνεις των οποίων διορίζονται, πλέον, από τον πρόεδρο και δεν εκλέγονται από το πανεπιστήμιο [5]. Επιπλέον, ο Ερντογάν προσπαθεί να συσπειρώσει τον λαό γύρω από αυτόν και σε πολλές ομιλίες του μιλά για «εχθρούς» τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Αυτοί οι «εχθροί», μέσα στους οποίους είναι και η Ελλάδα, έχουν -κατά τον Ερντογάν- στόχο την καταστροφή της Τουρκίας και ο μόνος που μπορεί να τους αντισταθεί είναι αυτός και το κόμμα του.
Η επίκληση στο θρησκευτικό αίσθημα των Τούρκων είναι άλλο ένα στοιχείο που δείχνει ότι ο Ερντογάν έχει ως πρότυπο τον Μεντερές. Κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Μεντερές η θρησκεία επανήλθε στην δημόσια σφαίρα. Τα θρησκευτικά επανήλθαν στο ωρολόγιο πρόγραμμα των σχολείων, το κάλεσμα για προσευχή ξαναέγινε στα αραβικά και τα διάφορα θρησκευτικά τάγματα κατάφεραν να έχουν μέλη τους ως βουλευτές [6]. Στην διακυβέρνηση Ερντογάν οι ώρες των θρησκευτικών αυξήθηκαν, το 2013 ήρθη η απαγόρευση της μαντίλας στους δημόσιους χώρους [7], ενώ ο αριθμός των θρησκευτικών σχολείων (imam hatıp) μαζί με την κρατική χρηματοδότηση έχει αυξηθεί σημαντικά παρά το γεγονός ότι όσοι φοιτούν σε αυτά αντιπροσωπεύουν περίπου το 11% των μαθητών της χώρας [8].
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και οι δύο, στην αρχή της διακυβέρνησής τους, ακολούθησαν μια φίλο-δυτική εξωτερική πολιτική. Ο Μεντερές έστειλε στρατό στην Κορέα το 1950 και δύο χρόνια μετά η Τουρκία έγινε μέλος του NATO. Από την πλευρά του ο Ερντογάν έκανε λόγο για μια Τουρκία μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, και οι δύο λίγο αργότερα άρχισαν να ακολουθούν μια διαφορετική πορεία. Ο Μεντερές προσπάθησε να απεξαρτηθεί από τις ΗΠΑ και να πλησιάσει την Σοβιετική Ένωση, ενώ ο Ερντογάν θέλει την Τουρκία ως ένα ανεξάρτητο πόλο ισχύος στο διεθνές σύστημα που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις μεγάλες δυνάμεις.
Ωστόσο υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των δύο περιόδων που έχει την σημασία της: ο έλεγχος του στρατεύματος και της γραφειοκρατίας. Ο Μεντερές προσπάθησε να ελέγξει τον γραφειοκρατικό μηχανισμό, αλλά απέτυχε να ελέγξει τον στρατό. Όπως αναφέραμε, το 1960 οι στρατιωτικοί ανέτρεψαν το ΔΚ, γιατί θεώρησαν ότι με την πολιτική του έθετε σε κίνδυνο τις κεμαλικές αρχές και αξίες της Δημοκρατίας. Επίσης, ο στρατός εκείνη την περίοδο αποτελούσε μέρος της κυρίαρχης/κοσμικής αστικής τάξης, επομένως με την ανατροπή του ΔΚ προστάτεψε και την δική του θέση.
Για τον Ερντογάν, από την άλλη οι συνθήκες ήταν πιο ευνοϊκές. Με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ ζητήθηκε ο περιορισμός του στρατού από την άσκηση πολιτικής. Έτσι ο αριθμός των στρατιωτικών και ο ρόλος τους στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας μειώθηκε. Οι υποθέσεις «Εργκένεκον» και «Βαριοπούλα» έδωσαν την ευκαιρία στον Ερντογάν να απομακρύνει από το στράτευμα αξιωματικούς που είχαν επιρροή ενώ η εμπιστοσύνης της κοινωνίας στον στρατό κλονίστηκε. Και η μεγάλη ευκαιρία ήταν η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Μετά την αποτροπή του πραξικοπήματος, ο Ερντογάν απομάκρυνε αξιωματικούς από τις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας που αποτελούσαν τα τελευταία δείγματα της κεμαλικής/ κοσμικής ιδεολογίας. Παράλληλα, με απολύσεις και διώξεις δημοσίων υπαλλήλων κατάφερε να ελέγξει και την γραφειοκρατία.
Τέλος, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να μετατεθούν οι εκλογές για το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο με πρόφαση την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που προκλήθηκε από τον σεισμό. Αυτό θα «αγοράσει» λίγο χρόνο στον Ερντογάν, μέχρι να καταλαγιάσει ο θυμός των πολιτών για την ανεπάρκεια του κράτους στην παροχή βοήθειας στους πληγέντες. Πάντως, η αντιπολίτευση δεν έχει ονομάσει ακόμα τον υποψήφιό της για το προεδρικό αξίωμα και αυτό βοηθά τον Ερντογάν να παρουσιάζεται ως ο μόνος ικανός να ηγηθεί, αφού δεν υπάρχει αντίπαλος.
Οι επόμενοι μήνες θα έχουν ενδιαφέρον, καθώς οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις από τον σεισμό θα αυξήσουν τις απαιτήσεις της κοινωνίας και θα δοκιμάσουν την αντοχή της κυβέρνησης.
Παραπομπές
[1] Καρντάς Ουμίτ, «Ένα συνταγματικό πεδίο στρατιωτικής δικαιοδοσίας: η ενεργός συμμετοχή του στρατού στην εκτελεστική εξουσία» στο Ινσέλ Αχμέτ, Μπαϊράμογλου Αλί, Ο τουρκικός στρατός: Ένα πολιτικό κόμμα, μια κοινωνική τάξη, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σς. 295-310
[2] Jürcher J. Erik «Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας», εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2004, σς. 294-301
[3] Παγκόσμια Τράπεζα, https://data.worldbank.org/country/TR
[4] Μούδουρος Νίκος, «ο μετασχηματισμός της Τουρκίας», εκδ. Αλεξάνδρεια, 2012, σ 101
[5] Politico, https://www.politico.eu/article/turkey-university-rector-melih-bulu-protests-recep-tayyip-erdogan/
[6] Μούδουρος Νίκος, «ο μετασχηματισμός της Τουρκίας», εκδ. Αλεξάνδρεια, 2012, σ. 107
[7] Euronews, https://www.euronews.com/2022/10/23/turkeys-erdogan-proposes-a-referendum-on-right-to-wear-headscarf