Η οικονομία, ο φόβος της ακροδεξιάς, η θετική κοινωνική ατζέντα και η απομόνωση της Δεξιάς έκαναν τον Πέδρο Σάντσεθ να αντέξει στις χθεσινές ισπανικές εκλογές και πιθανώς τον οδηγούν εκ νέου στην πρωθυπουργία, μολονότι το κόμμα του ήλθε δεύτερο.
Για τους παροικούντες τη Μαδρίτη, το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Η αντοχή του PSOE, του Σοσιαλιστικού κόμματος του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ, παρά τη μεγάλη άνοδο και σαφή νίκη σε ψήφους του PP του Αλμπέρτο Νούνιεθ Φεϊχό, δεν εκπλήσσει και μπορεί να αποδοθεί στους εξής παράγοντες:
- Η οικονομία της Ισπανίας διατηρεί θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, η ανεργία μειώθηκε, ο πληθωρισμός επιβραδύνεται, χρέος και έλλειμμα μειώνονται, ο τουρισμός «πάει σφαίρα», τα κονδύλια από το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ αξιοποιούνται ομαλά και οι επιπτώσεις της διεθνούς ενεργειακής κρίσης από τον πόλεμο στην Ουκρανία έχουν μετριαστεί από την πρωτοπορία της Ισπανίας στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Αυτό δεν θυμίζει το “it’s the economy, stupid” του Μπιλ Κλίντον το 1992;
- Ο Σάντσεθ έπαιξε έξυπνα το χαρτί του φόβου της ακροδεξιάς. Σε μια χώρα με έντονα ακόμα αντιφρανκικά κατάλοιπα, ο φόβος της συγκυβέρνησης των συντηρητικών του PP με το ακροδεξιό Vox, οδήγησε στην κινητοποίηση των μετριοπαθών ψηφοφόρων, στην άνοδο της συμμετοχής (από το 67% του 2019 στο 70,5%, παρά το ότι οι εκλογές έγιναν μεσούντος του θέρους), στην άνοδο σε ψήφους και σε ποσοστό των δύο μεγάλων κομμάτων (του PP από 21% το 2019 σε 33% και του PSOE από 28% σε 32%) και σε συρρίκνωση του ακροδεξιού Vox, από το 15% στο 12%.
- Επίσης, φάνηκε ευφυής πολιτικά η συμπερίληψη στην κυβέρνηση των τοπικών αυτονομιστικών κομμάτων της Καταλονίας, της Χώρας των Βάσκων κ.ά., καθώς συνολικά οι επιδόσεις τους ήταν κακές -μολονότι αριθμητικά παραμένουν ρυθμιστές. Παρατηρήθηκε και αποχή ψηφοφόρων τους και μετακίνηση προς το PSOE.
- Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμάται η επίπτωση στο εκλογικό σώμα μιας σειράς προοδευτικών κοινωνικά μέτρων, όπως η καθιέρωση της άδειας εμμηνόρροιας για τις γυναίκες, μια σειρά ευεργετικών μέτρων για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα και άλλα, τα οποία, πέραν του ότι εκτιμήθηκαν οριζόντια, σε συνδυασμό με την αναγκαστική προσέγγιση του PP με το Vox ως πιθανό κυβερνητικό εταίρο, προκάλεσαν αντισυσπειρώσεις μετριοπαθών ψηφοφόρων του Κέντρου στον πρωθυπουργό Σάντσεθ.
Και τώρα τι γίνεται;
Τούτων δοθέντων, είναι εντυπωσιακό ότι, για πρώτη φορά στη μεταφρανκική πολιτική ιστορία της Ισπανίας, είναι πιθανό να αποκλειστεί από την κυβέρνηση το 1ο κόμμα (PP)! Και αυτό, γιατί οι πιθανοί κυβερνητικοί εταίροι του εξαντλούνται στο ακροδεξιό Vox, μαζί τα δύο κόμματα απέχουν 7 έδρες από την αυτοδυναμία (169 έναντι 176) και το PSOE έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα έδινε ποτέ ψήφο ανοχής σε κυβέρνηση με την ακροδεξιά.
Αντίθετα, ο συνασπισμός της ευρύτερης Αριστεράς (PSOE + Sumar), μολονότι υπολείπεται σε έδρες του δεξιού συνασπισμού (153, άρα 23 μακριά από την αυτοδυναμία), έχει το περιθώριο να υποστηριχθεί εκ νέου από τα τοπικά αυτονομιστικά κόμματα. Και, αν ακόμα δεν συγκεντρωθεί ο μαγικός αριθμός 176, υπάρχει πάντα η δεύτερη ευκαιρία της ψήφου εμπιστοσύνης με τη σχετική και όχι την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών, σενάριο πιθανό, αν απόσχουν εποικοδομητικά κόμματα όπως το Junts του Καταλανού αυτονομιστή Κάρλες Πουτσδεμόν.
Μολονότι οι δημιουργοί της σύγχρονης ισπανικής δημοκρατίας οικοδόμησαν ένα πολιτικό σύστημα συμπεριληπτικό των τοπικών εθνικισμών, στη βάση του άρθρου 2 του ισπανικού Συντάγματος, η στήριξη της απερχόμενης κυβέρνησης του Σάντσεθ στα τοπικά αυτονομιστικά κόμματα επικρίθηκε πολύ από τη Δεξιά.
Βεβαίως, ως κάποιο βαθμό αυτό απέδωσε. Διότι η άνοδος του PP ήταν πολύ μεγάλη (+12%) και οφείλεται όχι μόνο στην απορρόφηση των Ciudadanos (του ισπανικού «Ποταμιού», που το 2019 είχε λάβει 6% ενώ τώρα δεν ήταν υποψήφιο) και στον προσεταιρισμό ψήφων του Vox (κατά 3%), αλλά και ψηφοφόρων από το Κέντρο.
Ωστόσο, η τακτική απομόνωση του PP στο πολιτικό φάσμα, με μόνο κυβερνητικό αποκούμπι την ακροδεξιά, πιθανώς θα πληρωθεί πολύ ακριβά, με την έννοια ότι το PP είναι πιθανό να μείνει στην αντιπολίτευση, μολονότι ήρθε 1ο και με μεγάλη άνοδο ψήφων και ποσοστού.
Ιδιαιτερότητες του ισπανικού εκλογικού νόμου
Έχει ένα ενδιαφέρον να δούμε και τη συμβολή του εκλογικού νόμου στο αποτέλεσμα.
Το εκλογικό σύστημα που εφαρμόζει η Ισπανία είναι το λεγόμενο «d’Hondt». Πρόκειται για μια εκδοχή απλής αναλογικής, η οποία διαφέρει από τον τρόπο που την εφαρμόζουμε στην Ελλάδα. Οι βασικές διαφορές είναι οι εξής:
- Δεν υφίσταται όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης,
όπως το καθ’ημάς 3%. Προς επίρρωση αυτού, έδρες καταλαμβάνουν κόμματα με εθνικό ποσοστό ακόμα και κάτω του 1%, αρκεί να έχουν καλές επιδόσεις σε συγκεκριμένες περιφέρειες. Πρόκειται για ακόμα μια εκδοχή της συμπερίληψης των τοπικών εθνικισμών.
- Ο συνολικός αριθμός εδρών κάθε κόμματος δεν προκαθορίζεται από το εθνικό του ποσοστό. Η κατανομή γίνεται ξεχωριστά σε κάθε περιφέρεια και στο τέλος γίνεται άθροιση των εδρών («από τις περιφέρειες στην επικράτεια» και όχι αντίστροφα όπως σε εμάς). Ίδια εθνικά ποσοστά με διαφορετική κατανομή δύναμης των κομμάτων δίνουν διαφορετικά σκορ εδρών.
- Δεν εφαρμόζεται απλή αναλογική με το γνωστό σε εμάς «μέτρο» (έγκυρα/έδρες). Οι ψήφοι κατανέμονται με γνώμονα το πόσους περισσότερους ψηφοφόρους μπορεί να εκπροσωπήσει κάθε έδρα. Για παράδειγμα, στην περιφέρεια Τερουέλ, υπάρχει τοπικό κόμμα (‘Teruel Existe’ – ‘το Τερουέλ υπάρχει’), το οποίο έχασε τη μία από τις 3 έδρες της περιφέρειας, που είχε εκλέξει το 2019, διότι το ποσοστό του (15%) έπεσε κάτω από το ήμισυ του ποσοστού του 1ου κόμματος (PP-35%) και έτσι τώρα νοείται ότι καθεμιά από τις 2 έδρες του PP εκπροσωπεί περισσότερους ψηφοφόρους (17,5%) από όσους θα εκπροσωπούσε 1 έδρα του ‘Teruel Existe’.
Συμπερασματικά
Επιχειρώντας κάποιους παραλληλισμούς με τις καθ’ ημάς πρόσφατες εκλογές, εκτιμάται ότι τα θετικά αφηγήματα, το άνοιγμα σε άλλους χώρους, τα προοδευτικά κοινωνικά μέτρα και κυρίως η καλή πορεία της οικονομίας αντισταθμίζουν σημαντικά τους πάντοτε υφιστάμενους παράγοντες φθοράς της εξουσίας.
Σε κάθε περίπτωση, μια Ισπανία, που ασκεί την κυλιόμενη προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ για το τρέχον εξάμηνο, αναμένεται να εισέλθει, κατακαλόκαιρο, σε έναν πολιτικό καύσωνα διαρκείας για το σχηματισμό κυβέρνησης, με πιθανότερη κατάληξη τη συνέχιση της απερχόμενης πολυσυλλεκτικής κυβερνητικής πλειοψηφίας, ή ακόμα και μιας κυβέρνησης μειοψηφίας βασισμένης στην ανοχή κρίσιμων μικρών τοπικών κομμάτων. Η διαφορά μας με τους Ίβηρες στην κουλτούρα συνεργασιών και στην ανοχή κυβερνήσεων μειοψηφίας παραμένει αξιοσημείωτη (θυμηθείτε τα περί κυβέρνησης-κουρελού το καλοκαίρι του 2019).