Οι καιροί φύσηξαν και πάλι, δυστυχία κι απώλειες. Της γης οι πλάκες σύρθηκαν στα λαγούμια τους, σα τρωκτικά που δαγκώνονται μέχρι θανάτου. Η σύγκρουση αυτή ταρακούνησε συθέμελα πόλεις της Τουρκίας και της Συρίας που είχε ευκαιριακά στοιβαχτεί κόσμος και κοσμάκης-παροδηγημένος από του «σουλτάνου» τις πομπώδεις πομφόλυγες. Σωριάστηκαν καταγής χιλιάδες κτίρια μ έναν υποχθόνιο, απειλητικό τριγμό, καταπλακώνοντας τους ανθρώπους που κοιμόντουσαν ανίδεοι γι αυτό που θα τους έβρισκε...
Θανατικό. Απώλειες. Συντρίμια. Κραυγές μέσα από τα ερειπία που αβοήθητες, καταλήγουν να σιωπήσουν για πάντα. Διασώστες ανίσχυροι μπροστά στις χιλιάδες των καταπλακωμένων. Λυγμοί κι εκκλήσεις απελπισίας. Παιδάκια που ανασύρονται από τις βυθισμένες τρύπες που ήταν κάποτε τα κονάκια τους, άλλα ζωντανά κι άλλα, τα πιο πολλά, χωρίς ζωή στα σπλάχνα τους.
Ξυπόλητα αγόρια σκάβουν με τα χέρια τους τα συφοριασμένα ερείπια, ψάχνοντας απελπισμένα τους για πάντα χαμένους γονείς. Ο χιονιάς καλύπτει τις κακοφορμισμένες πληγές αυτών που –λίγες μέρες πριν- ήταν πόλεις ανθρώπων, άναρχα δομημένες. Λες και βάλθηκε ο γαιοσείστης να διαλύσει ό,τι έχτισαν οι καιροσκόποι κι οι κερδοσκόποι εργολάβοι, οι κουροπαλάτες του Ερντογάν. Να ξεσκεπάσει τη διαφθορά και το «μπαξίσι» που καταδυναστεύει το δημόσιο βίο (και) της γείτονος. Να καταδείξει πόσο πλασματική ήταν τελικά αυτή η εικόνα «ευημερίας» των χαοτικών πόλεων της τουρκικής ενδοχώρας. Εκεί που οι μαχαλάδες των προχειροφτιαγμένων καταλυμάτων κρύβονταν πίσω από τη «βιτρίνα» θηριωδών οικημάτων. Με τον τουρκικό λαό να χειμάζεται υπό την ηγεσία του φασιστίζοντος ηγήτορα που απειλούσε «να ρθει νύχτα» στα ελληνικά νησιά.
Η πρώτη ομάδα από τη χώρα μας, στελεχωμένη με επίλεκτους διασώστες, στάλθηκε στην Τουρκία και ήδη επιχειρεί εκεί. Μια μικρή βοήθεια με τη πιο μεγάλη διάσταση ανθρώπινου μεγαλείου. Γιατί οι λαοί, σε όποια γειτονιά του Αιγαίου, την αποδώ ή την αποκεί -μπροστά στον πόνο και τη συμφορά- δε γνωρίζουν από πολιτικές σκοπιμότητες, συνδαυλισμένα μίση, ιστορικές αποφορές, σωβινιστικές μαξιμαλιστικές τακτικές φανατισμού της μάζας.
Ολοφύρονται γύρω από τα χαλάσματα οι συγγενείς των παγιδευμένων. Σκηνές αλλοφροσύνης για τις συνθλιμμένες από την ανέχεια ζωές που χάθηκαν, καταπλακωμένες. Αφουγκράζονται τους όγκους του πεσμένου τσιμέντου τα σωστικά συνεργεία αναζητώντας μια αμυδρή φωνή ζωής, μια ένδειξη, μια ανάσα ελπίδας. Στα πάρκα, εκείνοι που σώθηκαν κι εκείνοι που προσμένουν κοιμούνται αγκαλιασμένοι ώστε να προστατευθούν από το αδυσώπητο ψύχος που -σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα- σαρώνει την περιοχή...
Πόλεις άξενες που μετατράπηκαν σε εφιαλτικά παράξενες. Τραγικά σκαριφήματα από εκείνο το παιδικό παραμύθι με τα τρία γουρουνάκια και τα σπίτια τους που στο φύσημα του «κακού ερντογανολύκου» σωριάστηκαν κάτω.
Μας στοιχειώνουν οι εικόνες. Μας πονάνε οι δικές μας πληγές, οι αναμνήσεις από το σεισμό της Σάμου, μας ματώνουν τα ονόματα των δυό παιδιών της που δεν πρόλαβαν να ζήσουν. Μας έρχονται, σα σεισμικές ακολουθίες, εκείνες οι στιγμές που ζήσαμε στην Αθήνα το 1999. Το Αρκαλοχώρι, η Ζάκυνθος, η Καλαμάτα, η Θεσσαλονίκη...
Εσύ, που απλά κοιτάζεις την καταστροφή από την τηλεοπτική χοάνη, που κοιμήθηκες απόψε; Και που κοιμήθηκε εκείνο το παιδί που ποτέ δεν ξύπνησε, στο σώριασμα των ονείρων του;
Αυτό το ξυπόλυτο πόδι που ξεπροβάλλει μπλαβί από την κουβέρτα να ξεπηδά στο νού διαρκώς, σαν αλγεινή παρένθεση σε μια ταινία τρόμου χωρίς τέλος. Κι ο ξεπνοημένος πατέρας που κρατά το χέρι του πεθαμένου κοριτσιού του, με την απόγνωση χαραγμένη σα σπαθιά ανάμεσα στα μάτια, να κοιτάζει τα σύννεφα της απρόσμενης καταστροφής. Σύννεφα που κυνηγούσαν τα παιδιά πριν από κείνη τη νύχτα που ο κόσμος σωριάστηκε στα πόδια της γης, σα ρούχο που φάρδυνε και δεν μας κάνει πια.
Τα σύννεφα που όλοι κυνηγάμε στου μικρού μας βίου τα περάσματα, είναι μακριά από το φλοιό της γης που σηκώνει το βάρος της ύπαρξής μας. Είναι λυτά και φεύγουνε, στων καιρών και των ανέμων τα γυρίσματα...