«Πάντοτε η ίδια η φύση της εργασίας στο σεξ ισοδυναμούσε και ισοδυναμεί με την πώληση μιας φαντασίωσης […] Ιστορικά μιλώντας, σε πόσο μεγάλο βαθμό έχουν κουβαλήσει στις πλάτες τους το στίγμα διάφορες κοινωνικές ομάδες εξαρτάται από την οικονομική ισχύ και την κοινωνική τάξη του πελάτη: όσο πιο εύπορος, τόσο μικρότερο το στίγμα. Για παράδειγμα, οι γοητευτικές, διαμαντοστόλιστες κυρίες της Αυλής και οι επαγγελματίες ερωμένες της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης όχι μόνο επέβαλαν τον σεβασμό, αλλά πολλές άσκησαν σημαντική πολιτική επιρροή στους ξεμυαλισμένους πελάτες τους. Οι βασιλικές ερωμένες ήταν τόσο ισχυρές, που πολλές αποκαλούνταν “η ισχύς πίσω από τον θρόνο”».
Χωρισμένο σε έντεκα κεφάλαια με τίτλους-υπότιτλους όπως «Ο κόσμος που επιπλέει στην Ιαπωνία της περιόδου Έντο. Οι απολαύσεις του φεγγαριού» και «Η πορνεία στον 19ο αιώνα. Το μεγάλο κοινωνικό κακό», και εμπλουτισμένο με ανέκδοτες φωτογραφίες (από έργα τέχνης μέχρι ασυνήθιστα αντικείμενα), το βιβλίο «Εταίρες, Ιερόδουλες και Πόρνες» της Κέιτ Λίστερ (εκδόσεις Καπόν, μετάφραση Ηλίας Μαγκλίνης), καταγράφει την ανείπωτη όσο και διαστρεβλωμένη ιστορία του αγοραίου έρωτα μέσα από τις μαρτυρίες των ίδιων των εργατριών και εργατών του, από τη Βαβυλώνα, την Αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη έως την αυτοκρατορική Κίνα και Ιαπωνία, τα πορνεία της Μπελ Επόκ και τα μπορντέλα των στρατιωτών των δύο Παγκοσμίων Πολέμων.
Διαφωτιστικό; Εννοείται. Όπως επίσης και τεκμηριωμένο. Η Λίστερ διδάσκει στη Σχολή Τεχνών και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Leeds Trinity, ερευνά τη σεξουαλική εργασία, γράφει τακτικά για την ιστορία της σεξουαλικότητας στο inews και το Wellcome Trust και είναι συγγραφέας του βιβλίου «The Curious History of Sex».
Η ιστορία ανοίγει με μία υπόθεση που κατέληξε προϊόν της ποπ κουλτούρας: «Το φθινόπωρο του 1888, πέντε γυναίκες δολοφονήθηκαν άγρια στη συνοικία Γουαϊτσάπελ του Λονδίνου. Παρά τις εντατικές προσπάθειες της Σκότλαντ Γιαρντ, ο δολοφόνος δεν συνελήφθη ποτέ. Οι Μέρι Αν «Πόλι» Νίκολς, Άνι Τσάπμαν, Ελίζαμπεθ Στράιντ, Κάθριν Έντοους και Μέρι Τζέιν Κέλι είναι πλέον γνωστές ως τα πέντε βασικά θύματα του κατά συρροή δολοφόνου, στον οποίο ο βρετανικός Τύπος έδωσε το παρατσούκλι Τζακ ο Αντεροβγάλτης […] Οι εξαθλιωμένες γυναίκες που πουλούσαν το κορμί τους στις φτωχογειτονιές του Γουαϊτσάπελ αποτελούν μέρος της μυθολογίας του Αντεροβγάλτη όσο και ο ίδιος ο δολοφόνος».
Και κλείνει συνοψίζοντας αιχμηρά την ουσία ως εξής: «Όλοι πουλάμε κάτι αλλά διαχρονικά οι εργάτριες του σεξ τιμωρούνται, ταπεινώνονται, περιθωριοποιούνται ή απαξιώνονται επειδή πουλούν σεξ αντί να κοπιάζουν σε εργοστάσια ή σε φάρμες...»
Εκκινώντας από τον αρχαίο κόσμο και τον θρύλο της πόρνης Σαμχάτ, που είναι η αρχαιότερη ιστορία σεξουαλικής ανταλλαγής που έχει διασωθεί, η Λίστερ αφηγείται ανατρέχοντας στις πηγές πώς η Σαμχάτ εκπολίτισε τον Ενκίτου μέσα από το σεξ (ένα απόσπασμα από την εποποιία του Γκιλγκαμές που δεν είχε μεταφραστεί πλήρως στη σύγχρονη γλώσσα, μέχρι που το μετέφρασε το 1911 ο Γερμανός πανεπιστημιακός Αρτουρ Ουνγκνάντ), σημειώνοντας ότι υπάρχουν άφθονες αποδείξεις ανθηρού σεξουαλικού εμπορίου στην Αρχαία Μεσοποταμία. «Ο Κώδικας του Χαμουραμπί χρονολογείται στο 1754 π.Χ. και περιέχει αρκετούς νόμους που σχετίζονται με τη ρύθμιση και την προστασία όσων παρέχουν σεξουαλικές υπηρεσίες».
Ο κλασικός κόσμος, στον οποίο είναι αφιερωμένο το δεύτερο κεφάλαιο, παίρνει τη μορφή της Φρύνης, που λέγεται ότι ήταν μία από όμορφες γυναίκες στον κόσμο. Η διάσημη εταίρα, που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «σύντροφος του άνδρα», εκτός από όμορφη ήταν και έξυπνη επιχειρηματίας. «Οι ποιητές του 4ου αιώνα Καλλίστρατος, Τιμοκλής και Άμφις, όλοι μίλησαν για τον μεγάλο πλούτο της Φρύνης. Λέγεται ότι έβγαλε τόσα πολλά χρήματα που προσφέρθηκε να ξαναχτίσει τα τείχη της Θήβας, τα οποία καταστράφηκαν από τον Μέγα Αλέξανδρο»-αν και δεν ήταν όλες οι περιπτώσεις σαν της Φρύνης.
Όσο για τη Ρώμη και την αντίληψη των Ρωμαίων για το σεξ και την εργασία στο σεξ, οι ερωτικές τοιχογραφίες, τα αγάλματα και τα ψηφιδωτά που αποκαλύφθηκαν από τους αρχαιολόγους σε Πομπηία και Ερκολάνο, είναι ενδεικτικά. Όπως και η αμηχανία που προκάλεσαν. Η περίπτωση του βασιλιά Φραγκίσκου Α΄ της Νάπολης όταν πήρε την οικογένεια του για να δουν τα εκθέματα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο το 1819 είναι χαρακτηριστική: «ήταν τόσο αναστατωμένος, που διέταξε η συλλογή να κλειδωθεί και να είναι προσβάσιμη μόνο σε “άτομα ώριμης ηλικίας και ηθικής ακεραιότητας”. Όμως, για τους πολίτες που κάποτε ζούσαν στην Πομπηία, το σεξ ήταν σε πολλοίς σε κοινή θέα», προσθέτει η συγγραφέας.
Η σεξουαλική εργασία στο Μεσαιωνικό Λονδίνο ήταν πάλι άλλη ιστορία. Μπορεί η πορνεία να μην ήταν παράνομη, αλλά ήταν υπό αυστηρή επιτήρηση, και οι τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν ήταν το στίγμα και η γκετοποίηση.
«Ήδη από το 1277, τα δικαστήρια του Λονδίνου είχαν περάσει μια νομοθεσία βάσει της οποίας απαγορευόταν σε οποιαδήποτε “πόρνη σε μπορντέλο” να ζει εντός των τειχών της πόλης. Παρόμοια διατάγματα πέρασαν στις μεσαιωνικές πόλεις του Γιορκ, του Λέστερ και του Μπρίστολ, αλλά αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά και επί της ουσίας ανεφάρμοστα».
Η περιγραφή δε του Λονδίνου στα 1598 είναι σχεδόν κινηματογραφική: «Οι όχθες του Τάμεση ήταν κατάμεστες από μπορντέλα και εξόριστες πόρνες που είχαν εκτοπιστεί πέρα από τα τείχη […] Δεκαοκτώ “μαγειρεία” (stew houses, επρόκειτο για πορνεία όπου σέρβιραν και φαγητό) […] είχαν πινακίδες στην πρόσοψη τους, προς τον Τάμεση, όχι κρεμασμένες ταμπέλες, αλλά ζωγραφιστές, πάνω στους τοίχους, με ονομασίες όπως Κεφάλι του Κάπρου, Σταυρωτά Κλειδιά, Όπλο, Κάστρο, Γερανός, Καπέλο του Καρδινάλιου...»
«Λέγεται ότι η σεξουαλική εργασία είναι το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Σε κουλτούρες χωρίς χρήματα, δεν υπήρχαν καθόλου επαγγέλματα και ελάχιστες ενδείξεις πορνείας-παρότι ισχύει το σκεπτικό πως το σεξ υπήρξε ανέκαθεν ένα χρήσιμο αγαθό, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ ήταν ο πρώτος που επινόησε τη φράση “το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου”, στο διήγημα του Στα τείχη της πόλης (1898). Η ιστορία ξεκινά με την αθάνατη φράση “Η Λαλούν είναι μέλος του αρχαιότερου επαγγέλματος στον κόσμο”. Η έκφραση έχει έκτοτε περάσει στην καθομιλουμένη ως ιστορική αλήθεια. Ίσως όμως αυτό που ακολουθεί του συγκεκριμένου αποσπάσματος του Κίπλινγκ να λέει ακόμα περισσότερα με το τι σημαίνει το ότι ένα επάγγελμα είναι όντως αρχαίο. “Στη Δύση, οι άνθρωποι μιλούν αγενώς για το επάγγελμα της Λαλούν, γράφουν διαλέξεις γι αυτό, τις οποίες διανέμουν σε νέους ανθρώπους ούτως ώστε να προστατευθεί η Ηθική”.
Κι αν το Λονδίνο του Μεσαίωνα μοιάζει σχετικά οικείο (στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο όσο θέλουμε να πιστεύουμε) η συνθήκη στην Ιαπωνία της περιόδου Έντο (17ος - 19ος αι.) είναι απίθανα διαφορετική: «Δεν ήταν ασυνήθιστο για τους εξαθλιωμένους οικονομικά γονείς να πουλούν τα μικρά τους παιδιά στις συνοικίες της ηδονής. Νταβατζήδες και προαγωγοί όργωναν τη χώρα για όμορφα κορίτσια που μπορούσαν να δουλέψουν ως καμούρο και να πουληθούν από τον πατέρα τους. Όχι μόνο δεν θεωρείτο κακοποιητικό και ανήθικο, αλλά οι κόρες που πουλιούνταν για τα γουκάκου θεωρούνταν πολύ τυχερές. Το επίπεδο της μόρφωσης και το βιοτικό επίπεδο που απολάμβαναν ήταν πέρα από οτιδήποτε ήλπιζε να προσφέρει μία αγροτική οικογένεια αφανισμένη από την πείνα. Αν μία καμούρο έδειχνε να έχει δυνατότητες, μπορούσε να εκπαιδευτεί για να γίνει ταγού, όπου υπήρχε πάντα η πιθανότητα να καλοπαντρευτεί, ή τουλάχιστον να εξασφαλίσει έναν πλούσιο πάτρονα, ο οποίος μπορούσε να εξοφλήσει το χρέος της απέναντι στο μπορντέλο. Όσο αποκρουστικό κι αν ακούγεται σε εμάς, η συνοικία της ηδονής πρόσφερε διέξοδο στη φρικτή φτώχεια και πολλές ήταν διατεθειμένες να τη δοκιμάσουν».
«Στο πέρασμα της Ιστορίας, η εκάστοτε εξουσία πάντοτε προβληματιζόταν πάνω στο πώς θα “χειριστεί” καλύτερα αυτούς που θέλουν να πουλήσουν ή να αγοράσουν σεξ, μετατοπιζόμενη σε διαφορετικά επίπεδα καταστολής, ανοχής, νομιμοποίησης, ελέγχου, ηθικής κατακραυγής και απαγόρευσης, προτού επαναλάβει τον ίδιο κύκλο. Η Ιστορία βρίθει διαφόρων προσπαθειών να πάψει η σεξουαλική εκμετάλλευση μέσα από την απαγόρευση της σεξουαλικής εργασίας. Καμία δεν λειτούργησε. Βασανισμοί, ακρωτηριασμοί, πρόστιμα, φυλακή, εξορία αφορισμός, ακόμη και θανατική ποινή, όλα εφαρμόστηκαν κάποια στιγμή, αλλά κανένα μέτρο δεν πέτυχε την κατάργηση του εμπορίου του σεξ...»
Από τα απολαυστικά σημεία πάντως της προσεγμένης έκδοσης -και υπάρχουν πολλά- είναι η λεπτομερής περιγραφή του μπορντέλου Σαμπανέ στο Παρίσι.
Ήταν τόσο πολυτελές που το ίδιο του το όνομα έγινε συνώνυμο της ακολασίας και της χλιδής που χαρακτήρισαν την περίοδο της Μπελ Επόκ της Γαλλίας (μεταξύ 1871 και 1914).
Έχοντας ως έδρα μία τοποθεσία κοντά στο Λούβρο, το Σαμπανέ πρωτάνοιξε τις πόρτες του το 1878. Λίγα είνα γνωστά για την ιρλανδικής καταγωγής ιδιοκτήτρια, τη «μαντάμ Κέλι», αλλά ένα είναι σίγουρο, ήξερε την αγορά και δεν λογάριαζε έξοδα.
«Ο χώρος υποδοχής ήταν διακοσμημένος με επιχρυσωμένα, ένθετα πάνελ και ζωγραφικά έργα του 18ου αιώνα. Οι πελάτες μπορούσαν να επιλέξουν από ξεχωριστά θεματικά δωμάτια, όπως το Δωμάτιο των Μαυριτανών, το Ισπανικό Δωμάτιο, το Ινδουϊστικό Δωμάτιο, το Σαλόνι της Πομπηίας ή το Ιαπωνικό Δωμάτιο, το οποίο ήταν τόσο πολυτελές, που κέρδισε βραβείο σχεδιασμού στη Διεθνή Έκθεση του 1900...»