Επιστήμονες του Ινστιτούτου Ερευνών Scripps στις ΗΠΑ (Scripps Research) πραγματοποίησαν σε τρωκτικά επιτυχείς δοκιμές μίας πιθανής νέας θεραπείας για τη διακοπή του καπνίσματος.
Στο πλαίσιο μελέτης η οποία δημοσιεύτηκε στο Science Advances , οι επιστήμονες έδωσαν σε αρουραίους που είχαν εθιστεί στη νικοτίνη ένα τροποποιημένο ένζυμο που διασπά τη νικοτίνη στο αίμα πριν αυτή φτάσει στον εγκέφαλο. Η συγκεκριμένη μέθοδος θεραπείας μείωσε την επιθυμία των πειραματόζωων για να πάρουν νικοτίνη, αντέστρεψε τις ενδείξεις εξάρτησης από τη νικοτίνη και τα εμπόδισε να «ξανακυλήσουν» όταν τους δόθηκε ξανά πρόσβαση σε νικοτίνη.
«Πρόκειται για μια πολύ συναρπαστική προσέγγιση επειδή θα μειώσει την εξάρτηση από τη νικοτίνη χωρίς να προκαλείται έντονη επιθυμία και άλλα σοβαρά συμπτώματα στέρησης, και λειτουργεί στο αίμα, όχι τον εγκέφαλο, έτσι ώστε οι παρενέργειες να είναι ελάχιστες» είπε ο επικεφαλής ερευνητής, Ολιβιέ Τζορτζ, PhD, αναπληρωτής καθηγητής στο Scripps Research.
Η εξάρτηση από τη νικοτίνη είναι αυτό που κάνει τους καπνιστές να συνεχίζουν να καπνίζουν, παρά τη ζημιά που προκαλεί αυτό στην υγεία τους. Εκτιμάται πως περίπου το 60% αυτών που δοκιμάζουν το κάπνισμα καταλήγουν κανονικοί καπνιστές- και περίπου το 75% αυτών που καπνίζουν ημερησίως το ξαναρχίζουν αφού το κόψουν.
Η αντιστροφή της εξάρτησης από τη νικοτίνη μέσω της παρεμπόδισής της να φτάσει στον εγκέφαλο εδώ και καιρό θεωρούνταν μια πολλά υποσχόμενη στρατηγική- ωστόσο παλαιότερες προσπάθειες δεν είχαν οδηγήσει σε φάρμακα τα οποία μειώνουν τα επίπεδα της νικοτίνης στο αίμα αρκετά για να είναι αποτελεσματικά.
Το ένζυμο που δοκιμάστηκε στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, NicA2-J1, αποτελεί μια εκδοχή ενός φυσικού ενζύμου που παράγεται από το βακτήριο Pseudomonas putida. Το ένζυμο αυτό τροποποιήθηκε από το εργαστήριο του Κιμ Τζάντα στο Scripps Research για να βελτιστοποιήσει την αποτελεσματικότητά του, τη διάρκεια παραμονής του στο αίμα, και άλλες φαρμακολογικές ιδιότητες. Μελέτες που είχαν γίνει τα προηγούμενα χρόνια από τον Τζάντα και τους συναδέλφους του είχαν δείξει πως το NicA2-J1 μειώνει σημαντικά τα επίπεδα νικοτίνης στο αίμα των τρωκτικών, και είναι αποτελεσματικό σε έναν απλό μοντέλο εξάρτησης από τη νικοτίνη σε τρωκτικά.
Στο πλαίσιο της μελέτης, το ένζυμο δοκιμάστηκε σε πιο προηγμένα μοντέλα, τα οποία προσομοιώνουν καλύτερα την εξάρτηση των ανθρώπων καπνιστών από τη νικοτίνη.
Σε μια σειρά πειραμάτων, πειραματόζωα περνούσαν 21 ώρες την ημέρα για 12 ημέρες σε έναν χώρο όπου μπορούσαν να πατάνε έναν μοχλό για να τους δίνεται ενδοφλεβίως νικοτίνη. Με αυτόν τον τρόπο έμαθαν να λαμβάνουν μόνα τους νικοτίνη και απέκτησαν εξάρτηση. Μετά τις 12 ημέρες τους δινόταν πρόσβαση σε νικοτίνη μόνο κάθε 48 ώρες, κάτι που τα έκανε να παρουσιάζουν συμπτώματα στέρησης και να αυξάνουν τη δόση τους όταν αποκτούσαν πρόσβαση.
Πειραματόζωα στα οποία είχε χορηγηθεί η υψηλότερη δόση NicA2-J1 συνέχισαν να χορηγούν στον εαυτό τους νικοτίνη όταν μπορούσαν, αλλά έδειξαν πολύ χαμηλότερα επίπεδα στο αίμα σε σχέση με άλλα ποντίκια, στα οποία δεν είχε δοθεί το ένζυμο. Οι ενδείξεις στέρησης, όπως η ευαισθησία σε πόνο και οι επιθετικές συμπεριφορές, μειώθηκαν αντίστοιχα. «Ήταν σαν να κάπνιζαν 20 τσιγάρα, αλλά λάμβαναν τη δόση νικοτίνης για μόνο 1-2, οπότε και έκανε την διαδικασία του κοψίματος πολύ λιγότερο έντονη» είπε η πρώτη συντάκτρια της έρευνας, Μαρσίντα Καλούπι.
Ένα άλλο από τα «σήματα κατατεθέντα» της εξάρτησης από τη νικοτίνη είναι η συνέχιση της επιθυμίας για νικοτίνη, παρά τα προβλήματα που προκαλούνται στην υγεία. Οι ερευνητές έδειξαν πως το NicA2-J1 μπορεί να μειώσει την «παθολογική» επιθυμία για νικοτίνη στα εξαρτημένα ποντίκια: Κάθε φορά που πατούσαν τον μοχλό για νικοτίνη υπήρχε 30% πιθανότητα ηλεκτροσόκ στα πόδια. Ως εκ τούτου, τα πειραματόζωα που είχαν λάβει NicA2-J1 μείωσαν δραστικά τις φορές που πίεζαν τους μοχλούς. Όσον αφορά στην πιθανότητα να «κυλήσουν» ξανά: Οι αρουραίοι αφέθηκαν χωρίς νικοτίνη για 10 ημέρες, και μετά τους έγινε ένεση για να «ξυπνήσει» εκ νέου τη επιθυμία. Αυτοί που δεν είχαν λάβει το ένζυμο άρχισαν να πιέζουν τους μοχλούς με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα- οι αρουραίοι που είχαν λάβει NicA2-J1 το έκαναν πολύ λιγότερο.
Με τόσο καλά αποτελέσματα, οι ερευνητές ελπίζουν να κάνουν το επόμενο βήμα, περνώντας σε κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους.