Ένας πασίγνωστος πίνακας του ”εθνικού” μας ζωγράφου Θεοδώρου Βρυζάκη που ονομάζεται ” Η Ελλάς ευγνωμονούσα” και που ανήκει στην Εθνική Πινακοθήκη, κατά καιρούς έχει στολίσει το πρωθυπουργικό γραφείο στο Μέγαρο Μαξίμου. Πρόκειται για ένα συμβολικό θέμα στο οποίο η ωραία κόρη Ελλάς ευγνωμονεί και σκέπει τους ήρωες που αγωνίστηκαν για την ελευθερία της. Τους ήρωες της εθνικής μας ιστορίας. Εκείνους, αποκλειστικά, τους ήρωες όμως που μια μονοδιάστατη, εκπαιδευτική αντίληψη περιορίζει στους πολέμαρχους ή τους πολιτικούς. Στον Περικλή, ας πούμε, αλλά όχι και στον Φειδία. Στον Κολοκοτρώνη, αλλά όχι στον Διονύσιο Σολωμό. Στον Μιαούλη, αλλά όχι στον Γύζη. Στον Βενιζέλο, αλλά όχι στον Παλαμά. Και για μεν τον Εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο θα βρεθούν πολλοί να καταλογίσουν πολλά αρνητικά. Στον Κωστή Παλαμά όμως; Ίσως μόνο ότι έγραψε πολύ περισσότερους στίχους από όσους μπορούμε ως νεοέλληνες να αντέξουμε!
Κι όμως...Οι μεγαλύτεροι και οι διαχρονικότεροι ήρωες της ιστορίας μας είναι εκείνοι που έχτισαν και πού υπερασπίζονται τον, διαχρονικό, πολιτισμό μας. Ό τι το τιμιώτερον. Ιδίως σήμερα.
Τα λέω όλα αυτά γιατί με πικρία διαπιστώνω πώς ενώ διέρρευσε ολόκληρο το 2022, χρονιά που θα έπρεπε να είναι έτος μνήμης και ιστορικής αποκατάστασης, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, του πιο μεγάλου ζωγράφου της Ελληνικής διασποράς και ενός παγκόσμιου μεγέθους, του Theodoros Stamos (Θεόδωρος Στάμος) (1922 - 1997), η επίσημη Πολιτεία δεν έπραξε σχετικά τίποτα... Παρότι και προσωπικά έκρουσα, επίσημα και ανεπίσημα, πολλές θύρες εξουσίας, ουδείς συγκινήθηκε. Φαίνεται, εκ του αποτελέσματος, ότι η Ελλάς δεν αισθάνεται ευγνωμοσύνη για το λαμπρό πλην αγνοημένο τέκνο της και τον τιμωρεί σήμερα και η ίδια ως συνέχεια του κυνηγητού που του επεφύλαξε πριν από 50 ολόκληρα χρόνια το μισελληνικό, καλλιτεχνικό λόμπι της Νέας Υόρκης - ήξερε πολλά σχετικά και η εξίσου πικραμένη Chryssa - αλλά και τα αμερικανικά δικαστήρια.
Τί κι αν δικαιώθηκε έκτοτε ο Στάμος πανηγυρικά; Τί κι αν τα μεγάλα μουσεία τον εκθέτουν δίπλα στον Pollock, τον Rothko αλλά και τον William Baziotes; Τί κι αν κορυφαίοι τεχνοκρατικοί όπως ο Clement Greenberg, η Dore Aston, η Barbara Rose εξέφρασαν δημόσια και τη συγγνώμη και τη λύπη τους; Ο Στάμος παραμένει εξακολουθητικά αδικημένος. (Πάντως τα αμερικανικά δικαστήρια είναι περιώνυμα για τα λάθη τους. Σας θυμίζω την υπόθεση του μεγάλου γλύπτη Constantin Brancusi και το περίφημο βιβλίο “Brancusi κατά Ηνωμένων Πολιτειών, Η ιστορική δίκη 1927 - 1928”, εκδόσεις ύψιλον - βιβλία 2003).
Ο Θεόδωρος Στάμος, λοιπόν, εξακολουθεί να διώκεται και εκτός αλλά δυστυχώς... και εντός. Ο μόνος φορέας που θυμήθηκε και γιόρτασε, με αθόρυβο αλλά και ουσιαστικό τρόπο, τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, είναι το Hellenic Diaspora Foundation που εδρεύει στην Πάτρα οργανώνοντας συμβολική έκθεση έργων του Στάμου στη Λευκάδα, τα ονομαζόμενα Leukada Series, και εκτυπώνοντας δίγλωσσο, περιεκτικότατο κατάλογο.
Το έχω γράψει χίλιες φορές και θα το επαναλαμβάνω συνέχεια:
Θα ονόμαζα τα ύστερα έργα του Στάμου ”ζωγραφική της ελεγχόμενης απελπισίας”, αν δεν φοβόμουν τη μεγαλοστομία της έκφρασης. Κυρίως επειδή ζωγραφίζει με ”μπεκετικό” τρόπο την απώλεια, την έκλειψη του χώρου ως απόδειξη της υπαρξιακής απώλειας, ως απομείωση, μέσω της χρήσης ελάχιστης χρηστικής ύλης, της σημασίας της ύπαρξης της ίδιας.
Ο πολιτισμός μας, και ιδιαίτερα ο σύγχρονος, αποτελεί μείζον, πολιτικό όπλο για τη χώρα. Είναι ένα είδος ασπίδας απέναντι στην οποιαδήποτε πραγματική ή συμβολική επιβολή. Με τον ίδιο τρόπο που δικαίωσε και υπερασπίστηκε την Ελληνική Επανάσταση ένας απλός πίνακας, το έργο του Ντελακρουά ”Η καταστροφή της Χίου”. Ή,τον ισπανικό εμφύλιο η ”Γκουέρνικα” του Πικάσο. Πολύ καλύτερα από στρατούς και κανόνια. Τεράστια η δύναμη της τέχνης και ψηλαφητή η αδυναμία της (μικρο)πολιτικής. Πόσο μάλλον που σήμερα μιλάμε για τον πολιτισμό του Ελληνισμού της διασποράς. Αυτόν δηλαδή που ούτε περικλείεται αλλά ούτε και περιορίζεται από το συχνά ανέτοιμο και ανέμπνευστο, ελλαδικό κράτος.
Eξ όσων γνωρίζω το ανωτέρω ίδρυμα συνεχίζει την συγκινητική του προσπάθεια να αποκατασταθεί τόσο το όνομα όσο και το έργο αυτού του ιστορικού εκπροσώπου της διεθνούς avant-garde, του Θεόδωρου Στάμου, προετοιμάζοντας ένα εμπεριστατωμένο ντοκιμαντέρ, με γυρίσματα, εκτός των άλλων, στη Νέα Υόρκη και συναντήσεις με ανθρώπους που τον γνώρισαν και διασώζουν τη μνήμη και την προσφορά του. Μακριά από την νεοελληνική μιζέρια που τον αντιμετώπισε grosso modo σαν έναν γραφικό μέτοικο. Με απώτερο σκοπό μια μεγάλη αναδρομική σε κάποιο, αμερικάνικο μουσείο.
Δεν είναι ώρα για να αποτιμήσεων αισθητικά το έργο του Στάμου. Μεταφέρω απλώς ένα κομμάτι από τον πρόλογο μου στο εξαιρετικό βιβλίο του αείμνηστου καθηγητή Χάρη Σαββόπουλου ”Η τέχνη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1940 - 1960, εκδόσεις Πλέθρον, 2016″:
″...Με την αφαίρεση στη ζωγραφική η επιφάνεια γίνεται βάθος και η αντανάκλαση ή ο αντικατοπτρισμός καταβύθιση. Οι εικόνες δεν είναι πια κάπου εκεί έξω, αλλά εδώ μέσα μας, βαθιά. Οι εικόνες δεν συγκροτούν πλέον μιαν αφήγηση απλώς αλλά ένα παραλήρημα, μία ενέργεια, ένα βιο - ψυχογράφημα Είναι μια διαδικασία και όχι ένα αποτέλεσμα. Είναι το αόρατο που αγωνίζεται και αγωνιά να καταστεί ορατό, χωρίς όμως να απολέσει το οντολογικό του μυστήριο. Όχι ένα συμβάν αλλά ένα γίγνεσθαι.
Η αφηρημένη τέχνη προέκυψε βέβαια από την αναλυτική διαδικασία του Cézanne ως προς τα οπτικά φαινόμενα και τη νοητική λειτουργία της όρασης... όμως η Αφαίρεση μεγαλούργησε με το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κυριαρχώντας σε κάθε μορφή πρωτοπορίας αλλά και ενίοτε ακαδημαϊσμού. Εμφανίζεται όθεν σαν μία εκτονωτική, απελευθερωτική διαδικασία που απαλλάσσει τον δημιουργό από όλες τις παρεμβάσεις του παρελθόντος εγχειρίζοντας του εκείνη την ελευθερία που δρα πέρα από τα όρια, συχνά ερήμην των ορίων.
Η Αφαίρεση είναι μία θεολογία χωρίς Θεό, μία φαινομενολογία χωρίς ρασιοναλισμό. Η απεικόνιση, όχι του αόρατου αλλά του ανίδωτου ή, όπως θα έλεγε ο Νίκος Καρούζος, ”να παγιδεύει στο αόρατο στην ορατότητα”. Ο ζωγράφος του abstrait μοιάζει με τον τυφλωμένο Οιδίποδα. Δεν χρειάζεται να βλέπει, επειδή ξέρει...Υπάρχουν στο βιβλίο του Σαββόπουλου εντυπωσιακές σελίδες που αναφέρονται στην σχέση ή την αντιπαράθεση καλλιτεχνών όπως ο Rothko, o Clifford Still, ο Newman αλλά και ο δικός μας Θεόδωρος Στάμος. Αναφέρονται επίσης ο Kenneth Noland, στενός φίλος του Morris Louis και μαθητής του Josef Albers κλπ.”
Αυτής της μεγάλης κληρονομιάς είμαστε δικαιούχοι, ενός παγκόσμιου Ελληνισμού και μιας Διεθνούς των Ελλήνων, αλλά δυστυχώς δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε...
***
Μάνος Στεφανίδης
Ιστορικός τέχνης, Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών