Εθνοκρατικής δομής εκπροσωπήσεις

Κύρια αποστολή των εκπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Ευρωκοινοβούλιο είναι να πραγματώνουν, την καταδίκη της εισβολής, της κατοχής και του εποικισμού της Κύπρου.
Open Image Modal
The winners from the cyprus elections for the European parliament (From Left to right) Georgios Georgiou from the communist party Akel and the Turkish Cypriot Niyazi Kizilyurek from the communist party Akel, Dimitris Papadakis from Social Democratic EDEK, Costas Mavrides from Democratic party DIKO, Lefteris Christoforou from Democratic Rally DISY and Loukas Fourlas from Democratic Rally DISY pose on May 26, 2019, in Nicosia.
IAKOVOS HATZISTAVROU via Getty Images

Η Ευρωπαϊκή Ένωση που συνιστά ένα επισφαλές πολιτικό – πολιτειακό δημιούργημα των ευρωπαϊκών εθνών – κρατών, επιχειρεί από του δευτέρου ημίσεως της δεκαετίας του 1950 ως τότε ΕΟΚ, τη πρωτοβουλία των Konrad Adenauer και Charles de Gaulle, να οικοδομήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, προσδοκώντας στην εισαγωγή ενιαίων οικονομικών και πολιτικών δομών, που θα είναι σε θέση να επιφέρουν απάλειψη των εθνικών διαφοροποιήσεων, αντιθέσεων και συγκρουσιακών, ιστορικά δομημένων εθνικών προκαταλήψεων, έτσι ώστε να μπορέσει να οικοδομηθεί μία ενιαία ομοσπονδιακή, κατά τα ανωτέρω, κρατική οντότητα.

Η ουσιαστική ποιοτική διαφορά μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ, που άπτεται της γενεσιουργού στιγμής οικοδόμησης των δύο εκ διαμέτρου αντιθέτων πολιτικών συστημάτων συνίσταται στην γνωστή για την δημιουργία των ΗΠΑ ρήση της terra libera. Αυτό σημαίνει μια κρατική οντότητα, που αναπτύχθηκε εξαρχής επί παρθένου εδάφους και που εν τέλει ο εμφύλιος, όπως και η συμμετοχή των ΗΠΑ σε δύο παγκόσμιους πολέμους, ιδίως δε στον δεύτερο, συνέτεινε καθοριστικά στην οικοδόμηση ενός νέου έθνους ηγεμονικών, ουνιβερσαλιστικών προδιαγραφών. Αντιθέτως, η ευρωπαϊκή ενοποίηση προχώρησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και εντεύθεν, αγγίζοντας πρωταρχικά τον οικονομικοχρηματοπιστωτικό τομέα, καθόλου όμως δεν μπόρεσε να επηρεάσει αφομοιωτικά την εθνική των κρατών υπόσταση.

Ως εκ τούτου οι εκπροσωπήσεις στην ΕΕ απηχούν την σε όλα τα επίπεδα – Ευρωκοινοβούλιο, Επιτροπή κλπ- εθνική εκπροσώπηση των κρατών μελών της Ένωσης και όχι μια προσδοκώμενη, ανυπάρκτου ενιαίας εθνικής δομής πολιτική θεώρηση. Η Κύπρος εκπροσωπεί την Κυπριακή Δημοκρατία, όσο και τον Κυπριακό Ελληνισμό, που συνιστά κατά ταύτα την μεγίστη πλειοψηφία του συνολικού πληθυσμού της μεγαλονήσου. Η εσχάτως προβληθείσα εκ μέρους του γνωστού «αριστερού» μανδύα ενδεδυμένου ΑΚΕΛ ως υποψηφιότητα εκπροσώπησής του και δι’ αυτού την Κύπρο τουρκοκύπριου καθηγητή, Νιαζί Κιζίλγιουρεκ, εκφράζει ενδιαφέρον στον βαθμό που η τουρκοκυπριακή κοινότητα αποτελεί μία από τις ιδρυτικές συνιστώσες του κυπριακού κράτους, ενώ είναι ταυτόχρονα και η πρώτη φορά που μετέχει Τουρκοκύπριος σε διεθνή οργανισμό, εκπροσωπώντας την Κύπρο.

Το κρίσιμο όμως ζήτημα που τίθεται για τον κάθε Κύπριο πολίτη, που εκπροσωπεί την μεγαλόνησο σε ευρωπαϊκούς και διεθνείς εν γένει θεσμούς συνίσταται στην προβαλλόμενη εν προκειμένω καθηκόντως εκ μέρους του θέση καταδίκης της τουρκικής εισβολής, της από το 1974 υφιστάμενης κατοχής της βόρειας περιοχής της Κύπρου και του συνακολούθως διαπραχθέντος εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, αυτού του εποικισμού. Η διαρκής αδιαπραγμάτευτη και αδιαλείπτως προβαλλόμενη καταδίκη του εποικισμού συνιστά περαιτέρω και κριτήριο αναγνώρισης της πατριωτικής και αξιομνημόνευτης διάστασης εθνικών προδιαγραφών υπαρξιακής πορείας του κυπριακού κρατικού λαού, όπως τούτο συνομολογήθηκε με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας διά των Συνθηκών Ζυρίχης – Λονδίνου του 1959/1960.

Συνεπώς, η ανωτέρω καταγραφείσα αντίληψη μιας χώρας οιονεί διαμορφούμενης κρατικής οντότητας, όπως η Κύπρος, ούσα terra libera, προβάλλει ως οιονεί απελευθερωμένη δεδομένων των πολυετών, δηλαδή από το 1974 και εντεύθεν υφιστάμενων συνθηκών τουρκικής κατοχής, την οποία, όπως και τις συνέπειές της, οφείλει να αντιμετωπίσει ο κυπριακός λαός στο σύνολό του, του καθηγητή Νιαζί Κιζίλγιουρεκ μη εξαιρουμένου, συμπαριστάμενου από το σύνολο των λαών, που ενστερνίζονται τις ιδέες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, από το σύνολο του ελληνισμού και των κατά ταύτα εν κοινή αμύνη συστρατευθισομένων συμμαχικών κρατών.

Η συμμετοχή κατά τα ανωτέρω στους θεσμούς της ΕΕ και τους λοιπούς διεθνείς οργανισμούς συνοδεύεται από την διάσταση της κρατικοπολιτικής εκπροσώπησης Κυπρίων νομίμως ενταγμένων σε μία από τις δύο συνταγματικά αναγνωρισμένες κοινότητες, συνιστά μια εκδήλωση απηχούσα, όχι μόνο την νομιμότητα, αλλά μια εξελισσόμενη προοπτική προβολής από το σύνολο του κυπριακού λαού ενός νομίμως εδραζομένου, δικαίου αιτήματος για απελευθέρωση των κατεχομένων από την Τουρκία εδαφών, την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας και του κράτους δικαίου καθ’ άπασα την κυπριακή επικράτεια, που παραπέμπει στην οικοδόμηση πολιτικού συστήματος ευρωπαϊκών προδιαγραφών, δηλαδή δημοκρατίας και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών.

Τα ανωτέρω συνιστούν υποχρέωση κάθε Κυπρίου, που σκέπτεται πατριωτικά, δηλαδή υπερασπίζεται την χώρα του, είτε είναι Έλληνας, είτε Τουρκοκύπριος, όπως εν προκειμένω και όλων των νεοεκλεγέντων ευρωβουλευτών. Σε αυτό το σκεπτικό εντάσσεται και η υποχρέωση των εκπροσώπων της Κύπρου στα διεθνή φόρα να προβάλλουν φλέγοντα ζητήματα που άπτονται της κυπριακής πολιτικής και που αποτελούν προέκταση του κυπριακού δράματος και που για παράδειγμα αφορούν στην απαγόρευση απευθείας εμπορίου με τα κατεχόμενα, πολιτική, η οποία συνιστά μία στρατηγική της Ελλάδος, της Κύπρου και της Ευρώπης στρεφόμενη κατά της κατοχής και της παρανόμου προβολής πολιτικών από τα κατεχόμενα προς την Ευρώπη, αλλά και των περαιτέρω κυρώσεων κατά της Τουρκίας μετά την παράνομη είσοδο του τουρκικού γεωτρύπανου εντός της κυπριακής ΑΟΖ απειλώντας με γεώτρηση.

Αναφέρεται, ειρήσθω εν παρόδω, πως ο έτερος Τουρκοκύπριος υποψήφιος για την Ευρωβουλή, γνωστός για τις συγκρουσιακές του διαδρομές με το κατοχικό καθεστώς και την Άγκυρα, Σενέρ Λεβέντ, ο οποίος διεκρίθη από έναν ακτιβισμό υπέρ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της αποκατάστασης της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της Κύπρου, εκδηλώνει μια ποιοτική διαφοροποίηση έναντι του κ. Κιζίλγιουρεκ ως προς τα αληθή δημοκρατικά και υποστηριχτικά της κυπριακής ανεξαρτησίας ελατήριά του και ο οποίος εν τέλει δεν εξελέγη, καθότι δεν έτυχε της υποστήριξης καμιάς μεγάλης κυπριακής πολιτικής παρατάξεως, όπως εσυνέβη με τον Νιαζί Κιζίλγιουρεκ και το ΑΚΕΛ εν προκειμένω.

Η προβολή του ομοσπονδιακού μοντέλου ως φεντεραλιστικής προσέγγισης του Κυπριακού, όπως τούτη καταγράφεται στις προσεγγίσεις του κατά τα ανωτέρω καθηγητού Κιζίλγιουρεκ, παραπέμπει σε μια αγνώστου διεθνούς προηγουμένου διζωνικότητα, που στερείται ελευθεριών και δημοκρατικού υποβάθρου για το σύνολο του πληθυσμού, ενώ η ομοσπονδιακή – φεντεραλιστική διάρθρωση κρατών ουσιαστικά παραπέμπει στην ένωση τμημάτων και μερών ενός συνόλου σε μια διαρκώς ελευθέρα βουλήση και δημοκρατικώς θεμελιωμένη πορεία πολιτικής ενοποίησης.

Στην Κύπρο εσυνέβη το αντίθετο, όπου ένας ενιαίος χώρος διασπάται διά της παρανόμου άσκησης εξωτερικής διεθνούς βίας, εν προκειμένω από την τουρκική εισβολή και κατοχή και ο οποίος χώρος, όχι μόνο δεν ανακτά την πορεία προς ενοποίησή του εν είδει φεντεραλιστικού μοντέλου αποκεντρωμένων εξουσιών και κρατικών αρμοδιοτήτων, αλλ’ επιχειρείται η νομιμοποίηση μιας διεθνούς παρανομίας ως ενός τμήματος μιας εφευρεθείσης πολιτειακής κατασκευής, αρθρωμένης κατά ταύτα ως διζωνικότητας. Η τελευταία αναφορά περί διζωνικής ομοσπονδιακής δομής στερούμενης ελευθεριών, δημοκρατικής συγκρότησης και ενιαίου λαού αποτελεί μια διεθνώς εμφανιζόμενη πρωτοτυπία αρνητικού προηγουμένου για τα διεθνοπολιτικά δεδομένα της υφηλίου. Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν βασικά δεδομένα οποιασδήποτε σοβαρής και αντικειμενικής προσέγγισης του Κυπριακού προβλήματος.

Η εκπροσώπηση του Νιαζί Κιζίλγουρεκ προβάλλει σε κάποιο βαθμό και ως ιδιαίτερη, καθώς η Κύπρος εκπροσωπούμενη μέχρι τούδε από ελληνικής καταγωγής Κυπρίους προσέγγιζε τα θέματα της Κύπρου στο πλαίσιο μιας εθνικής στρατηγικής του ελληνισμού. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Γερμανίας, η οποία αλληλοστηρίζεται με την Αυστρία λόγω κοινής εθνικής καταγωγής, η κυπριακή διάσταση συνιστούσε μία συνέχεια ή μία ολοκλήρωση μιας συντεταγμένης γενικότερης εθνικής ελληνικής στρατηγικής, όπερ και θεμιτό στα διεθνή φόρα. Αυτή την διάσταση δεν ξέρουμε εάν θα μπορέσει να την αντιληφθεί ή να την υιοθετήσει ο τουρκοκυπριακής καταγωγής εκπρόσωπος της Κύπρου.

Το ζήτημα που ενδιαφέρει την Κύπρο παραπέμπει στην αναγκαιότητα οι εκπρόσωποι της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Ευρωκοινοβούλιο ή αλλαχού, να έχουν ως κύρια αποστολή τους, την οποία και ανά πάσα στιγμή να πραγματώνουν, την καταδίκη της εισβολής, της κατοχής και του εποικισμού της Κύπρου. Αυτό είναι το κριτήριο, στο οποίο καταγράφεται η εθνική και πατριωτική συνεισφορά Κυπρίων, είτε είναι Έλληνες, είτε είναι Τουρκοκύπριοι κατά την παρουσία, συμμετοχή και δράση τους σε διάφορους διεθνείς οργανισμούς ή αντίστοιχα φόρα του διεθνούς συστήματος. Εκεί κρίνεται η πραγμάτωση της εθνικής, πολιτικά αναγκαίας παρουσίας και αποστολής κάθε Κύπριου εκπροσωπούντος την μεγαλόνησο παντού. Αυτό είναι το κατά Jurgen Habermas πατριωτικό καθήκον των πολιτών κάθε χώρας, ο κατά τα άλλα αναφερόμενος και ως συνταγματικός πατριωτισμός, συνιστάμενος στην υπεράσπισή του συντάγματος, όπως διαρθρώνεται εν προκειμένω η πολιτειακή δομή της Κύπρου. Σημειώνουμε πως το Σύνταγμα είναι η πεμπτουσία της ύπαρξης, παρουσίας και διαδρομής των κρατών στον κόσμο.