Τα φώτα της ράμπας. Το τρίτο κουδούνι. Παρασκήνια, καμαρίνια, σκηνοθετικές οδηγίες. Αναμέτρηση με εκείνον τον εαυτό που αντιστέκεται στην υπέρβαση των άλλων, στο ζωτικό του χώρο. Το θεατρικό σανίδι. Ο αγώνας για ένα ρόλο. Η δημοσιότητα. Οι ατέλειωτες πρόβες. Το ταλέντο που εξανεμίζεται από λάθος επιλογές. Οι πιέσεις…
Μπήκαμε μαζί στη Νομική. Μοιραζόμασταν τα ίδια όνειρα, τις σημειώσεις και τα δυσθεώρητα συγγράμματα. Ανεβοκατεβαίναμε παρέα στη Σχολή, αλλάζοντας λεωφορεία κι εκείνο το βραδυκίνητο τρένο που έζεχνε.
Στα πρώτα μας φοιτητικά χρόνια βάφαμε αγαλματάκια, από εκείνα τα γύψινα της συμφοράς που πουλιούνταν σε τουριστικομάγαζα: Κάτι πουλιά σα κακομούτσουνες κουρούνες που κάθονταν πάνω σε κλαδιά από κούμαρα και μια γυναικεία φιγούρα τύπου Τζέσικα Ράμπιτ. Μόνο που, από τις πολλές κόπιες στο εκμαγείο, έμοιαζε περισσότερο με την… Κρουέλα Ντεβίλ.
Βάφαμε πορφυρά τα χείλη της, έντονο ρουζ στο γύψινο πρόσωπο και μια μαύρη γραμμή στα μισόκλειστα μάτια της, περνάγαμε έντονο κόκκινο το μάξι φόρεμα και μαύρα τα γάντια ως πάνω από τον αγκώνα.
Ακουμπούσε νωχελικά σε ένα παγκάκι αδιαφορώντας για μας που αναπνέαμε τις αναθυμιάσεις από τις κακής ποιότητας μπογιές, το λούστρο και το νέφτι.
Ονειρευόμασταν πως μια μέρα, στο πέρας των σπουδών μας θα γινόμασταν δύο επιτυχημένες δικηγόροι και τότε, θα αγοράζαμε και θα σπάγαμε όλα τα αγαλματάκια που είχαμε βάψει ώρες και ώρες για πενταροδεκάρες…
Όταν έπιασα δουλειά σε εφημερίδα, εκείνη πήγε για λίγες ώρες σε δικηγορικό γραφείο. Τρεις κι εξήντα, η κάθε μια μας. Τρεις χιλιάδες και εξήντα τα όνειρά μας, που τα μοιραζόμασταν μιλώντας με τις ώρες: Το δίκιο και τον άνθρωπο ήθελα να υπερασπίζομαι εγώ και βρήκα ως όπλο μου την πένα, τη ζωή και τον πολιτισμό ήθελε εκείνη και αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό.
Ξενυχτούσαμε διαβάζοντας ρόλους και προβάροντάς τους με το ύφος και την έπαρση των εικοσιδυό μας χρόνων. Ήρθε και με βρήκε περιχαρής μια μέρα. «Μου σύστησαν τον τάδε επώνυμο ηθοποιό, που δέχτηκε να με βοηθήσει να προετοιμαστώ για τις εξετάσεις στο Εθνικό…»
Μέρες και μέρες, νύχτες και νύχτες, ξενυχτούσαμε παρέα για την πτυχιακή μας κι ενδιάμεσα, μου έπαιζε κι έναν ρόλο, όπως τον είχε διδαχθεί. Μόνο που τότε, αντί να χαίρεται, σα να σκοτείνιαζε ξαφνικά, σα να χλόμιαζε το πρόσωπό της.
Ένα βράδυ, ζήτησε καταφύγιο στο σπίτι μου κι έμεινα να την παρατηρώ να κλαίει στον ύπνο της και να τραντάζεται ολόκληρη. Το πρωί, μου μίλησε. Τα είπε μονορούφι, με μια αφηγηματική ψυχρότητα, σα να μιλούσε για κάποια άλλη. Τις προσβολές, την υποτίμηση, την απαξίωση, τη λεκτική κακοποίηση που κατέληξε σε σωματική βία.
Αρνήθηκε κάθε τρόπο αντίδρασης που της πρότεινα: «…αν ανοίξω το στόμα μου, δε θα σταυρώσω ρόλο ΠΟΤΕ…» είπε με έμφαση και με έβαλε να ορκιστώ στη φιλία μας πως δε θα μιλήσω σε κανέναν. Σαν άλλη Σκάρλετ Ο Χάρα, γύρισε σελίδα και πέρασε με δύναμη στο επόμενο κεφάλαιο.
Πήρε κάποια ρολάκια σε παραστάσεις, χανόταν για καιρό και μετά εμφανιζόταν και με κατέκλυζε με τα νέα της, τις επιδιώξεις της και τους ρόλους που «της είχαν υποσχεθεί», αλλά ποτέ δεν έπαιξε.
Έκανε μερικές χαζοδιαφημίσεις, μπήκε σε σχήματα ποιοτικά αλλά και εμπορικές «πατάτες», έχασε τα φτερά της νιότης, σαν εκείνα τα καθηλωμένα πουλιά στο γύψινο κλαδί που βάφαμε ως φοιτητριούλες.
Είχα δύο πενταετίες να μάθω για κείνην, όταν είδα τυχαία στο δρόμο τη μάνα της. Γαντζώθηκε πάνω μου κλαίγοντας και μου είπε τα μαντάτα. Σαν πήγα και την βρήκα στον ιδρυματικό χώρο που νοσηλευόταν, η παιδική μου φίλη δε με γνώρισε. Δε με θυμόταν καν. Θυμόταν μόνο τα λόγια από την τελευταία σκηνή στο «όσα παίρνει ο άνεμος». Και την έπαιξε...
Πανέμορφος, σεμνός, καλλιεργημένος, από τα ανερχόμενα πρόσωπα στον θεατρικό χώρο. Φεγγοβόλησε το τηλεοπτικό πλατώ σαν μου τον έφεραν για συνέντευξη. Μας κέρδισε όλους, συντελεστές και τηλεθεατές, με την απλότητά του, την ευγένεια ψυχής, την άρνηση κάθε έπαρσης. Δεν υπερθεμάτιζε για τον εαυτό του κι ας είχε τα εχέγγυα αλλά και το αδιαμφισβήτητο ταλέντο.
Γίναμε φίλοι. Παρακολουθούσα τις παραστάσεις στις οποίες συμμετείχε, τον είδα με θλίψη να υποδύεται έναν τηλεοπτικό ρόλο σε εκείνες τις σαπουνόπερες με τα 4.712 επεισόδια, κάτι που έδωσε μέγιστη ώθηση στην καριέρα του αλλά δε γέμισε την ψυχούλα του.
Τα επόμενα βήματά του ήταν πιο κοντά σε εκείνα που τον προσδιόριζαν ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. Ήρθε σε ρήξη με εκείνους που επιδίωκαν να τον πατρονάρουν, αρνιόταν να πάρει μέρος σε δουλειές που δεν του κέντριζαν το ενδιαφέρον, συνέχιζε να σπουδάζει το αντικείμενο εργασίας του και να μελετά τους χαρακτήρες που υποδυόταν, ανακαλύπτοντας έτσι, όλο και πιο πολύ τον εαυτό του. Έβγαλε τη φήμη του «δύσκολου». Μεγάλωσε και ο αδηφάγος χώρος του θεάματος, τον άφησε στην άκρη.
Θα μπορούσε να έχει κάνει μια μεγάλη καριέρα. Να έχει εκμεταλλευτεί τις πλήθος «ευκαιρίες» που του δόθηκαν, να έχει τραβήξει τα φώτα πάνω στην προσωπική του ζωή και τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, να έχει γίνει «σταρ». Προτίμησε να πορεύεται με βήματα δικά του και σταθερά, ακόμη κι αν αυτά κάποιες φορές, τον κράτησαν πίσω.
Μιλήσαμε αρκετά μετά τις καταγγελίες για κακομεταχείριση ηθοποιών από ηθοποιούς. Είχε να πει πολλά για τα δικά του βιώματα, θυμηθήκαμε μαζί ιστορίες φίλων και συνεργατών, σχολιάσαμε την επικαιρότητα.
«Αν στο σανίδι δεν είσαι ένα ΜΕΓΑΛΟ ταλέντο… αν δεν έχεις τη στόφα ενός μεγάλου ηθοποιού… και οι πιο πολλοί, δεν ήμαστε…» είπε, «…περνάς πολύ δύσκολα… και χρειάζεται να θυσιάσεις τα πάντα στο βωμό της επιτυχίας!» συμπλήρωσε. «Ηθοποιός σημαίνει φως. Όμως για να λάμψει αυτό το φως, περνά ο καθένας από μας, πολλές στιγμές πόνου, μοναξιάς και συμπίεσης μέσα στα δικά του σκοτάδια» τόνισε ως παραδοχή ενός ανθρώπου με δύσκολα αποκτημένη αυτογνωσία.
Δεν μπορώ να ξέρω πόσο υπεργενίκευση, ή πόσο αληθινό είναι όλο αυτό. Θα έλεγα όμως πως, όταν η εκμετάλλευση ανθρώπινων υπάρξεων φτάνει και ξεπερνά τα όρια κακομεταχείρισης, βαναυσότητας και κακοποίησης, σίγουρα εκεί χρειάζεται του νόμου το χοντρό «σανίδι». Να μην πω και… βρεγμένο.