Το 2014, 5,132 εκατ. μωρά γεννήθηκαν στην Ε.Ε., εν συγκρίσει με 5,063 εκατ. το 2001, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Μεταξύ των χωρών – μελών, η Γαλλία συνεχίζει να έχει τις περισσότερες γεννήσεις (819.300 μέσα στο 2014), ξεπερνώντας τη Μ. Βρετανία (775.900), τη Γερμανία (714.900), την Ιταλία (502.600), την Ισπανία (426.100) και την Πολωνία (375.200).
Στην Ελλάδα οι γεννήσεις ανήλθαν στις 92.149 το 2014, τη στιγμή που το 2001 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 102.282, ενώ στην Κύπρο οι αριθμοί ήταν 9.258 (2014) και 8.167 (2001).
Κατά μέσο όρο στην Ε.Ε., οι γυναίκες γεννούν το πρώτο παιδί τους σχεδόν στα 29 (28,8, για την ακρίβεια) βάσει των δεδομένων του 2014. Μεταξύ των χωρών- μελών, οι πιο νεαρές πρώτη φορά μητέρες βρίσκονται στη Βουλγαρία (25,8) και οι μεγαλύτερες στην Ιταλία (30,7). Για την Ελλάδα, ο μέσος όρος ηλικίας είναι τα 30.
Συνολικά ο δείκτης γονιμότητας στην Ε.Ε. αυξήθηκε από το 1,46 το 2001 στο 1,58 το 2014, ποικίλλοντας από το 1,23 στην Πορτογαλία στο 2,01 στη Γαλλία. Ο δείκτης γονιμότητας 2,1 ανά γυναίκα γενικά θεωρείται ότι είναι το «επίπεδο αναπλήρωσης» για ανεπτυγμένες χώρες (ο μέσος αριθμός γεννήσεων ανά γυναίκα που χρειάζεται για να διατηρείται ο πληθυσμός σταθερός). Η Ελλάδα έχει έναν από τους πιο χαμηλούς δείκτες στην Ε.Ε., στο 1,30 (ωστόσο αξίζει να σημειωθεί πως το 2001 ήταν 1,25).
Όσον αφορά στον δείκτη γονιμότητας, η Γαλλία, όπως προαναφέρθηκε, βρίσκεται στην κορυφή, και ακολουθούν η Ιρλανδία (1,94), η Σουηδία (1,88) και η Μ. Βρετανία (1,81). Ο χαμηλότερος ήταν στην Πορτογαλία (1,23), ενώ, πέραν της Ελλάδας, πολύ χαμηλά ήταν και στην Κύπρο (1,31), την Ισπανία και την Πολωνία (1,32), καθώς και την Ιταλία και τη Σλοβακία (1,37). Η μεγαλύτερη αύξηση δείκτη γονιμότητας μεταξύ 2001 και 2014 έλαβε χώρα στη Λετονία , την Τσεχία, τη Σλοβενία, τη Λιθουανία, τη Βουλγαρία και τη Σουηδία. Μείωση παρατηρήθηκε στην Κύπρο, την Πορτογραλία και το Λουξεμβούργο.
Συνολικά στην Ε.Ε., γεννήθηκαν 68.552 μωρά περισσότερα από ό,τι το 2001. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις παρατηρήθηκαν στη Σουηδία, την Τσεχία, τη Σλοβενία, την Ιρλανδία και τη Μ. Βρετανία. Εν αντιθέσει, η μεγαλύτερη μείωση ήταν στην Πορτογαλία, την Ολλανδία, τη Δανία και τη Ρουμανία.