Μεγάλο κύκλωμα μαστροπών με «πλοκάμια» σε Αττική, Καλαμάτα και πόλεις της περιφέρειας εξαρθρώθηκε από την ΕΛ.ΑΣ.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι η δράση του ξεκίνησε τουλάχιστον τρία χρόνια πριν και τελείωσε το περασμένο Σάββατο μετά από συντονισμένη επιχείρηση της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων της Ασφάλειας Αττικής, που οδήγησε σε 13 συλλήψεις.
Όλα ξεκίνησαν μετά από πληροφορίες που είχαν οι αστυνομικοί της Ασφάλειας για τη δράση πολυμελούς εγκληματικής οργάνωσης, η οποία δραστηριοποιούταν συστηματικά στο πεδίο της γενετήσιας εκμετάλλευσης αλλοδαπών γυναικών, μέσω κέντρων διασκέδασης και κρυφών οίκων ανοχής.
Το κύκλωμα φρόντισε και για τη νομιμοποίηση της παραμονής των γυναικών στη χώρα, με σύναψη εικονικών συμφώνων συμβίωσης. Μόλις «έδεσε» η υπόθεση αποφασίστηκε ότι το Σάββατο 14 Ιουλίου θα γίνει η συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση στο κέντρο της Αθήνας, τη Μεσσηνία και τη Μύκονο, με τη συνδρομή τοπικών αστυνομικών Υπηρεσιών.
Συνελήφθησαν συνολικά 13 άτομα, πέντε Έλληνες και οχτώ αλλοδαπές γυναίκες, σε βάρος των οποίων σχηματίστηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα, για τα, κατά περίπτωση, αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης, σωματεμπορίας, διευκόλυνσης ακολασίας, υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, ψευδούς βεβαίωσης, νόθευσης παραβάσεων της νομοθεσίας για τους αλλοδαπούς κ.λπ. Στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμη δώδεκα άτομα (δέκα άνδρες και δυο γυναίκες), όλοι Έλληνες, ενώ στο πλαίσιο της επιχείρησης πραγματοποιήθηκαν και προσαγωγές επτά επιπλέον γυναικών για παραβάσεις των νομοθεσιών για τα εκδιδόμενα πρόσωπα και τους αλλοδαπούς.
Για τουλάχιστον τρία χρόνια έφερναν γυναίκες απ’ το εξωτερικό
Από τη διερεύνηση της υπόθεσης και την ανάλυση του συγκεντρωθέντος υλικού διακριβώθηκε πλήρως η δράση της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία λειτουργούσε τουλάχιστον την τελευταία τριετία στο πεδίο της οικονομικής και σεξουαλικής εκμετάλλευσης αλλοδαπών γυναικών. Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, ο τρόπος δράσης της οργάνωσης (modus operandi) ήταν ο εξής: τα μέλη του κυκλώματος εντόπιζαν γυναίκες κυρίως από χώρες της ανατολικής Ευρώπης και με τη χρήση απατηλών υποσχέσεων για την εξεύρεση νόμιμης εργασίας στη χώρα μας αποσπούσαν τη συναίνεσή τους, προκειμένου να έλθουν στην Ελλάδα.
Σχεδόν με το που πάταγαν το πόδι τους στο «Ελ. Βενιζέλος» ξεκίναγε το μαρτύριο τους. Αρχικά τις μετέφεραν σε οικία σε περιοχή της Αττικής, παρακρατώντας τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα και επιτηρώντας πλήρως τις κινήσεις τους, ενώ στη συνέχεια με τη χρήση βίας και απειλών τις εξανάγκαζαν να απασχολούνται σε κέντρο διασκέδασης ιδιοκτησίας τους και να επιδίδονται σε ασελγείς πράξεις με πελάτες, έναντι αμοιβής. Στη συνέχεια, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης παρέδιδαν τις αλλοδαπές, έναντι χρηματικής αμοιβής, σε ιδιοκτήτες παρόμοιων καταστημάτων και κρυφών οίκων ανοχής, στην Αττική ή σε πόλεις επαρχίας. Χαρακτηριστικό της οργανωμένης και μεθοδικής τους δράσης αποτελεί το γεγονός ότι κανόνιζαν τη σύναψη εικονικών συμφώνων συμβίωσης μεταξύ των γυναικών και ατόμων που οι ίδιοι εντόπιζαν, έναντι αμοιβής. Ακολούθως κατέθεταν τα σύμφωνα σε Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και σε αρμόδιες Υπηρεσίες για την έκδοση σχετικών αδειών παραμονής.
Μάλιστα για την απόκρυψη της εγκληματικής τους δραστηριότητας προέβαιναν στην υποβολή ψευδών μηνύσεων σε βάρος γυναικών, που κατάφερναν να διαφεύγουν από τον έλεγχο τους, επιβάλλοντας σε άλλες αλλοδαπές που διατηρούσαν στη σφαίρα επιρροής τους, να καταθέτουν ως μάρτυρες. Με τον τρόπο αυτό επιχειρούσαν να καταστήσουν αναξιόπιστες τις ενδεχόμενες καταγγελίες σε βάρος τους. Από την έρευνα και την συνδυαστική διερεύνηση της υπόθεσης προέκυψε ότι το τελευταίο εξάμηνο τα μέλη της οργάνωσης, είχαν προβεί στην κατ’ επάγγελμα γενετήσια εκμετάλλευση και προαγωγή στην πορνεία τουλάχιστον 25 γυναικών, μέσω κέντρων διασκέδασης και κρυφών οίκων ανοχής.
Κατά τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν βρέθηκαν και κατασχέθηκαν χρηματικά ποσά, δύο Ι.Χ. αυτοκίνητα, κινητά τηλέφωνα, πλήθος εγγράφων σχετικών με τη σύναψη εικονικών γάμων, βεβαιώσεις κατάθεσης αιτήσεων για την έκδοση αδειών διαμονής και ιδιόχειρες σημειώσεις. Οι συλληφθέντες, με τις δικογραφίες που σχηματίστηκαν σε βάρος τους, οδηγήθηκαν στις αρμόδιες Εισαγγελικές Αρχές, ενώ οι έρευνες συνεχίζονται στο πλαίσιο της διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας, προκειμένου να διερευνηθεί όλο το εύρος της εγκληματικής δραστηριότητας της οργάνωσης.