Καλύτερο έλεγχο του καρκίνου και βελτιωμένη επιβίωση των ασθενών επιτρέπουν οι εξατομικευμένες θεραπείες που εστιάζουν στις συγκεκριμένες γονιδιακές μεταλλάξεις κάθε ασθενούς, χορηγώντας την καλύτερη δυνατή θεραπεία για κάθε διαφορετικό όγκο. Αυτό δείχνει μια νέα έρευνα του Αντικαρκινικού Κέντρου ’Αντερσον του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Χιούστον με επικεφαλής μια ελληνίδα ερευνήτρια.
Η πολυετής μελέτη με την ονομασία IMPACT επιβεβαιώνει ότι η ιατρική ακριβείας είναι πιο πετυχημένη θεραπευτική στρατηγική σε σχέση με τη μη στοχευμένη γονιδιακά και μοριακά παραδοσιακή θεραπεία. Είναι η πρώτη και πιο μακρόχρονη κλινική δοκιμή που έχει γίνει μέχρι σήμερα πάνω στην ιατρική ακριβείας, όσον αφορά τη θετική επίπτωσή της στην επιβίωση των ασθενών.
Συγκεκριμένα, η έρευνα, που περιέλαβε 3.743 ασθενείς 16 έως 86 ετών με διάφορα είδη προχωρημένου καρκίνου (γαστρεντερικούς, μαστού, πνευμόνων, μελάνωμα κ.α.), έδειξε ότι η μέση επιβίωση της ομάδας στοχευμένης θεραπείας ήταν 9,3 μήνες, έναντι 7,3 μηνών στη μη στοχευμένη, δηλαδή δύο παραπάνω μήνες.
Σε τριετή επιβίωση έφθασε το 15% των ασθενών στην περίπτωση της στοχευμένης θεραπείας, έναντι ποσοστού 7% στη μη στοχευμένη θεραπεία. Δεκαετή επιβίωση πέτυχε το 6% των ασθενών που έκαναν στοχευμένη θεραπεία, έναντι μόνο 1% όσων δεν έκαναν.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Αποστολία Τσιμπερίδου, παρουσίασαν τα ευρήματά τους στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας στο Σικάγο. Η Τσιμπερίδου είναι από τις πρωτοπόρους στην προώθηση της αντικαρκινικής ιατρικής ακριβείας στις ΗΠΑ.
Η θεραπευτική αυτή στρατηγική «συνταιριάζει» τη θεραπεία κάθε ασθενούς με τις γονιδιακές μεταλλάξεις που εμφανίζουν οι όγκοι του. Η φαρμακευτική θεραπεία κάθε ασθενούς βασίζεται σε γενετική και μοριακή ανάλυση, που επιτρέπει την εξατομίκευση της θεραπείας ανάλογα με το «προφίλ» των γονιδίων των όγκων του, καθώς επίσης των πρωτεϊνών και των άλλων παραγόντων που εμπλέκονται στον καρκίνο κάθε ατόμου.
Το «ταίριασμα» του κάθε ασθενούς με φάρμακα που στοχεύουν στις συγκεκριμένες μεταλλάξεις του, αυξάνει τις πιθανότητες επιβίωσης. Προς το παρόν πάντως, οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμη βρει συγκεκριμένες γονιδιακές μεταλλάξεις για όλους τους τύπους καρκίνου, συνεπώς η ιατρική ακριβείας δεν είναι εξίσου αποτελεσματική για όλους τους ασθενείς.
Η Τσιμπερίδου ξεκίνησε την μελέτη IMPACT στο Αντικαρκινικό Κέντρο ’Αντερσον το 2007, όταν διαπίσστωσε ότι η στοχευμένη θεραπεία Gleevec βελτίωσε την επιβίωση στην περίπτωση της έως τότε θανατηφόρας χρόνιας μυελοειδούς λευχαιμίας. Σε εξέλιξη βρίσκεται ήδη η τυχαιοποιημένη δεύτερη φάση της κλινικής μελέτης (IMPACT2).
«Όταν ξεκινήσαμε την IMPACT, δεν ελέγχαμε για περισσότερα από ένα ή δύο γονίδια. Σήμερα οι ασθενείς ελέγχονται για εκατοντάδες γονίδια και μεταλλάξεις, καθώς και για άλλους βιοδείκτες. Ιδανικά, στο μέλλον ο έλεγχος των όγκων των ασθενών θα γίνει η στάνταρντ διαγνωστική διαδικασία, με την ελπίδα ότι αυτό θα τους βοηθήσει στη συνέχεια, ιδίως στην περίπτωση καρκίνων δύσκολα θεραπεύσιμων», δήλωσε η Τσιμπερίδου.
Η ελληνίδα ερευνήτρια αποφοίτησε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1991 και, αφού έκανε μεταδιδακτορική έρευνα στο Anderson Cancer Center του Πανεπιστημίου του Τέξας, σήμερα διδάσκει εκεί, στο Τμήμα Ερευνητικής Θεραπείας του Καρκίνου.
Ογκολογία ακριβείας και στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα υπεγράφη πριν δύο περίπου εβδομάδες από ιατρικούς και ερευνητικούς φορείς, με πρωτοβουλία του Τομέα Έρευνας και Καινοτομίας του υπουργείου Παιδείας, το συμφωνητικό σύμπραξης για την δημιουργία του Εθνικού Δικτύου Ιατρικής Ακριβείας, με εστίαση στην Ογκολογία.
Η δράση του Εθνικού Δικτύου θα αφορά την έρευνα και τις εξειδικευμένες διαγνωστικές υπηρεσίες, με απώτερο στόχο την στοχευμένη θεραπεία των ασθενών. Το Δίκτυο προβλέπει τη δημιουργία εξειδικευμένων μονάδων γονιδιακής και μοριακής ανάλυσης, διαπιστευμένων βιοτραπεζών και τη διαμόρφωση ειδικής υπολογιστικής πλατφόρμας συλλογής και επεξεργασίας μεγάλων βιοϊατρικών δεδομένων.
Με χρηματοδότηση από εθνικούς πόρους άνω των 5,4 εκατ. ευρώ και με διετή διάρκεια υλοποίησης, το Εθνικό Δίκτυο Ιατρικής Ακριβείας στην Ογκολογία ξεκινάει την λειτουργία του με τέσσερις Μονάδες Ιατρικής Ακριβείας (ΜΙΑ): δύο στην Αθήνα, μία στην Θεσσαλονίκη και μία στην Κρήτη. Η δράση του Δικτύου θα επεκταθεί σε όλη την Ελλάδα με τη συνεργασία ογκολογικών κλινικών από όλη τη χώρα.
Στην Αθήνα θα γίνει στις 7 Ιουνίου από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών η παρουσίαση του νεοσυσταθέντος Κέντρου Νέων Βιοτεχνολογιών και Ιατρικής Ακριβείας στις εγκαταστάσεις της στο Γουδή. Σύμφωνα με το ΕΚΠΑ, «η έννοια της Ιατρικής Ακριβείας ―που αναφέρεται στην εξατομικευμένη ιατρική περίθαλψη με βάση τα ατομικά χαρακτηριστικά των ασθενών και την κατάταξή τους σε υποομάδες με βάση παράγοντες όπως η επιθετικότητα της ασθένειας ή η προβλεπόμενη ανταπόκριση στη θεραπεία― έχει πλέον αναδειχθεί ως η κατεύθυνση του μέλλοντος για την καλύτερη κατανόηση, την πρόληψη και τη θεραπεία των ανθρώπινων νόσων».
Ήδη το Κέντρο Νέων Βιοτεχνολογιών και Ιατρικής Ακριβείας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ άρχισε να αναπτύσσει, σε συνεργασία με το Ερευνητικό Κέντρο Βιοϊατρικών Επιστημών «Αλέξανδρος Φλέμιγκ» και το Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, την Ερευνητική Υποδομή για την Εξατομικευμένη Ιατρική pMedGR, η οποία χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ 2014-2020 με 4 εκατ. ευρώ. Στο πλαίσιο του pMedGR αναπτύσσονται Μονάδες παροχής υπηρεσιών σε γονιδιωματική, μεταγραφομική, πρωτεομική, κυτταρομετρία μάζας, ανάλυση μεταγραφωμάτων μοναδιαίων κυττάρων, βιοπληροφορική ανάλυση, σύνθεση και μοντελοποίηση δεδομένων κ.α.
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)