Λίγες μέρες πριν η πλειοψηφία του ελληνικού λαού γιόρταζε την πεντηκοστή επέτειο απ’ την ιστορική εξέγερση του Πολυτεχνείου (1973). Σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας της εξέγερσης αυτής έπαιξε σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα σημαντική κοινωνική αλλαγή που έφερε η Μεταπολίτευση (1974) εδραιώνοντας σταδιακά την πολιτική ηγεμονία της κεντροαριστεράς/αριστεράς για τις μετέπειτα δεκαετίες. Πενήντα χρόνια μετά η κατάσταση μοιάζει εντελώς διαφορετική. Οι διπλές εκλογές Μαΐου-Ιουνίου εδραίωσαν την συντριπτική ηγεμονία της κεντροδεξιάς/δεξιάς στη χώρα.
Λίγες μέρες πριν εγκρίθηκε και επίσημα η ανανέωση της κυβερνητικής θητείας σοσιαλιστών και αριστερών στην Ισπανία. Ο συνασπισμός αυτός κυβερνά τη χώρα απ’ τα μέσα του 2018 φέρνοντας σημαντικές αλλαγές σε πολλούς τομείς πολιτικής (λειτουργία και επέκταση του κράτους πρόνοιας, εγγύηση των κοινωνικών/ατομικών δικαιωμάτων, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική).
Αντίστοιχα με την Ελλάδα, στα μέσα της δεκαετίας του ’70 η Ισπανία εγκαθίδρυε ξανά το δημοκρατικό πολίτευμα με την κεντροαριστερά/αριστερά να ηγεμονεύει πολιτικά απ’ την δεκαετία του ’80 και έπειτα. Ταυτόχρονα, και οι δύο χώρες αντιμετώπισαν σοβαρές οικονομικές/πολιτικές κρίσεις για μια περίπου δεκαετία (2010-2018). Ως εκ τούτου, συναντάμε δύο χώρες με παρόμοια (σύγχρονη) πολιτική Ιστορία οι οποίες σήμερα βρίσκονται σε εντελώς διαφορετική συνθήκη. Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό ;
Προφανώς, υπάρχουν διάφορες πιθανές αιτίες και εξηγήσεις. Ωστόσο, υπάρχει μία που ξεχωρίζει και σε μεγάλο βαθμό καθορίζει τις αποκλίνουσες πολιτικές πορείες των δύο κρατών. Πρόκειται για το διαφορετικό εκλογικό σύστημα.
Στην Ισπανία υπάρχει εδώ και δεκαετίες αναλογικό εκλογικό σύστημα1, κάτι που πιέζει τα μικρότερα (πιο ριζοσπαστικά συνήθως) κόμματα να συνεργάζονται με το μεγαλύτερο κόμμα που βρίσκεται πιο κοντά τους ιδεολογικά.
Αντίθετα στην Ελλάδα με εξαίρεση τις εκλογές του ’89/90, και την πρώτη κάλπη του ’23 (Μάιος) υπάρχει πλειοψηφικό σύστημα2, στο οποίο κατά κανόνα τα δύο μεγαλύτερα κόμματα συγκρούονται για την πρώτη θέση και την συνεπαγόμενη (απολύτως εφικτή) αυτοδυναμία.
Στο πλαίσιο αυτό έχουν σταδιακά οικοδομηθεί διαφορετικές πολιτικές κουλτούρες ανάμεσα στις δύο χώρες. Κόμματα σαν το ΚΚΕ που ρητά διατυπώνουν την αντίθεση τους σε κάθε πιθανή κυβερνητική συνεργασία θα ήταν σχεδόν αδύνατο να διατηρούν σημαντική εκλογική επιρροή στην Ισπανία. Στην ίδια λογική, θα ήταν πολύ δύσκολο να δημιουργηθεί αυτή η δηλητηριώδης σχέση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ η οποία αποτέλεσε τροχοπέδη σε κάθε πιθανή συνεργασία τα προηγούμενα χρόνια.
Το αριστερό Podemos στην Ισπανία, σε αντιστοιχία με τον Σύριζα, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης (2010-2016) έβαζε απέναντι τόσο τη δεξιά, όσο και την κεντροαριστερά. Δεδομένης ωστόσο της μη δυνατότητας να κυβερνήσει αυτοδύναμο, σταδιακά βελτίωσε τη σχέση του με το κοντινότερο ιδεολογικά κυβερνητικό κόμμα (Σοσιαλιστές).
Απ’ την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ, βοηθούμενος απ’ το πλειοψηφικό σύστημα, επεδίωξε να αντικαταστήσει το ΠΑΣΟΚ (και σχεδόν το πέτυχε) ως το -προοδευτικό- αντίπαλο δέος στην δεξιά. Έτσι, όταν κάποια χρόνια αργότερα, έχοντας εν τω μεταξύ αλλάξει το εκλογικό σύστημα σε αναλογικό, επεδίωξε προοδευτικό μέτωπο εναντίον της δεξιάς με ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ εισέπραξε εκκωφαντικές αρνήσεις και απ’ τους δύο πολιτικούς σχηματισμούς. Οι αρνήσεις αυτές ήταν κατά βάση απόρροια της εμπεδωμένης πολιτικής κουλτούρας που αναλύθηκε παραπάνω.
Κλείνοντας, συγκρίνοντας τις δύο αυτές αντιθετικές περιπτώσεις, αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά η σημασία του εκλογικού συστήματος στην πολιτική συμπεριφορά των κομμάτων. Οι ιδεολογικές συγγένειες αποδεικνύονται συχνά αδύναμες να επηρεάσουν τις κομματικές συνεργασίες όταν δεν συνοδεύονται απο αντίστοιχα εκλογικά κίνητρα.
Ταυτόχρονα οι πολιτικές κουλτούρες που διαμορφώνονται απ’ τα εκλογικά συστήματα επηρεάζουν καθοριστικά τις αποφάσεις των δρώντων. Η πιο χαρακτηριστική απόδειξη αυτής της θεωρίας είναι οι ελληνικές εκλογές του Μαϊου 2023. Η τετραετής διακυβέρνηση της δεξιάς δημιούργησε ισχυρές αντιδράσεις από όλα τα κόμματα που βρίσκονταν στα ιδεολογικό φάσμα της κεντροαριστεράς/αριστεράς. Παράλληλα, τα κόμματα αυτά συγκέντρωσαν αθροιστικά 45% των ψήφων, έναντι 41% της δεξιάς Νέας Δημοκρατίας. Ωστόσο, εξαιτίας της διαμορφωμένης πολιτικής κουλτούρας, ένα πιθανό μέτωπο αυτών των κομμάτων εναντίον της δεξιάς θεωρήθηκε αδιανόητο. Έτσι, η Νέα Δημοκρατία θριάμβευσε, συνεχίζοντας να κυβερνά αυτοδύναμη, προωθώντας έτι περαιτέρω την κεντροδεξιά/δεξιά πολιτική ηγεμονία στη χώρα.
1 Στο αναλογικό σύστημα ο αριθμός των κοινοβουλευτικών εδρών κάθε κόμματος είναι αντίστοιχος του εκλογικού του ποσοστού. Κάτι που προφανώς ευνοεί το σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας (ή τη δημιουργία εκλογικών συνασπισμών), μιας και είναι πολύ δύσκολο για ένα κόμμα να λάβει πάνω απο 50% ώστε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
2 Στο πλειοψηφικό σύστημα, το πρώτο κόμμα κερδίζει περισσότερες έδρες στο κοινοβούλιο (σε σχέση με το εκλογικό του ποσοστό) ώστε να είναι ευκολότερος ο σχηματισμός κυβέρνησης. Αυτό οδηγεί συνήθως στη δημιουργία μονοκομματικών κυβερνήσεων.