Στοίχημα υψηλού ρίσκου, αλλά και μεγάλης σημασίας αποτελεί για το Ελληνικό Δημόσιο η απρόσκοπτη πρόσβαση της χώρας στις αγορές προκειμένου να διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα τα ταμειακά διαθέσιμα και ταυτόχρονα να χρηματοδοτήσει την επανεκκίνηση της Ελληνικής Οικονομίας.
Πρωταρχικός στόχος αυτή τη στιγμή για το Οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης είναι η ταμειακή ρευστότητα των κρατικών ταμείων, σε συνδυασμό με τα διαθέσιμα Ευρωπαϊκά κονδύλια να καλύψει τις ανάγκες της Ελληνικής Οικονομίας ώστε να μην οδηγηθεί σε δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM).
Με τα έως τώρα δεδομένα των αποφάσεων του Eurogroup, μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε για την Ελλάδα υπογραφή ενός ακόμα μνημονίου, καθώς οι «σκληροπυρηνικοί» του Βορρά εμμένουν στην απόφαση τους να μην υπάρξουν επιπλέον επιδοτήσεις προς τις χώρες που έχουν πληγεί, αλλά δανεισμός με όρους και προϋποθέσεις. Δηλαδή δανεικά με νέα μνημόνια.
Οι εξελίξεις αυτές σημαίνουν για την Ελλάδα ότι θα πρέπει να κάνει ιδιαίτερα προσεκτική χρήση των ταμειακών διαθεσίμων που έχει στο Δημόσιο ταμείο. Σύμφωνα με κυβερνητικούς αξιωματούχους αυτά αγγίζουν τα 30 δισ ευρώ, χωρίς να υπολογιστούν τα 15,6 δισ ευρώ τα οποία αφορούν το υπόλοιπο του δανείου του ESM από το τρίτο Μνημόνιο.
Έξοδος στις αγορές
Το Οικονομικό επιτελείο και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στις αγορές και σταθμίζουν τις δυνατότητες της Ελληνικής Οικονομίας, αλλά και τις προθέσεις των επενδυτών για μια ενδεχόμενη έκδοση νέων ομολόγων.
Μετά την έξοδο με ένα 7ετές ομόλογο, πληροφορίες αναφέρουν ότι το οικονομικό επιτελείο εξετάζει το ενδεχόμενο επιστροφής στις αγορές με ένα 10ετές. Προϋπόθεση βέβαια για μια τέτοια κίνηση είναι το κόστος δανεισμού να παραμένει σε λογικά επίπεδα, προκειμένου να μην εκτοξεύσει το κόστος εξυπηρέτησης χρέους και ταυτόχρονα να μην χαλάσει την καμπύλη δανεισμού που είχε ξεκινήσει να φτιάχνει το Ελληνικό Δημόσιο.
Αν και το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ρευστό, με διαρκείς ανατροπές και αρνητικές ειδήσεις στην παγκόσμια οικονομία, στο οικονομικό επιτελείο εκτιμούν ότι μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να γίνει χωρίς να αυξήσει ιδιαίτερα το κόστος δανεισμού. Αυτό σημαίνει ότι η αγορά θα μπορούσε να διαμορφώσει το κόστος στην περιοχή του 2% έως 2,5%, κόστος το οποίο θεωρείται λογικό για την εποχή και διαχειρίσιμο για τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.
Ο σχεδιασμός θα γίνει ανάλογα με τις ανάγκες που θα δημιουργηθούν για τη στήριξη της Ελληνικής Οικονομίας στην προσπάθεια ανάκαμψης. Αντίθετα, η εξυπηρέτηση του υφιστάμενου χρέους παραμένει καλυμμένη από τα διαθέσιμα που υπάρχουν στο «μαξιλαράκι» γεγονός που δημιουργεί ασφάλεια στους επενδυτές και διατηρεί σε σχετικά χαμηλά επίπεδα το κόστος νέου δανεισμού.
Ενδεικτικό των προθέσεων της κυβέρνησης είναι το γεγονός ότι πριν κίγες ημέρες, σε συνέντευξη του ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο νέας εξόδου στις αγορές με 10ετές ομόλογο, χωρίς ωστόσο όπως χαρακτηριστικά είπε να υπάρχει «πρεμούρα» για μια τέτοια κίνησης και πρόσθεσε ότι η χώρα θέλει να έχει γενικώς επαφή με τις αγορές και το κάνει γιατί αυτό πρέπει να γίνει και όχι γιατί υπάρχει άμεση ανάγκη.
Παράλληλα, σύμφωνα με το Reuters, η Ελληνική κυβέρνηση εξετάζει και το ενδεχόμενο να αναβληθεί η πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ.
«Ίσως αναβάλουμε την πρόωρη αποπληρωμή στο ΔΝΤ, δεν υπάρχει ακόμη τελική απόφαση. Θα επανεξετάσουμε το ζήτημα τον Σεπτέμβριο», δήλωσε συγκεκριμένα έλληνας αξιωματούχος, χωρίς πάντως να προσδιορίσει το πότε σχεδιάζει η χώρα να προχωρήσει στις πληρωμές.
Η Ελλάδα εξόφλησε 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ δανείων από το ΔΝΤ πέρυσι, πληρώνοντας τις δόσεις νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα, μειώνοντας έτσι τη συνολική έκθεσή της στο Ταμείο στα περίπου 6 δισεκατομμύρια ευρώ, υπενθυμίζει το δημοσίευμα.