Το άρθρο αυτό θα μπορούσε να έχει γραφτεί - και είχε γραφτεί σε αρκετές διαφορετικές εκδοχές, από αρκετούς - ήδη από το 2010 και έπειτα, για κάθε μία εκ των ελληνικών κυβερνήσεων. Φυσικά είναι απολύτως επίκαιρο να (ξανά-) γραφεί και για τη σημερινή κυβέρνηση. Την πιο πειθαρχημένη, μνημονιακή κυβέρνηση εν έσω κρίσης.
Προσφάτως, έγινε γνωστό το νέο μεσοπρόθεσμο πλάνο της κυβέρνησης - έως το 2022 - και τα στοιχεία για το ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου του 2018. Αν κάτι επιβεβαιώνουν και τα δύο είναι ότι στο μεν δημοσιονομικό σκέλος έχουμε περάσει από το στάδιο τη αφαίμαξης της εθνικής οικονομίας σε αυτό του ακρωτηριασμού της, στο δε «αναπτυξιακό» σκέλος, ότι η προϋπόθεση της στατιστικής μεγέθυνσης του ΑΕΠ και της πραγματικής ανάπτυξης ενός μέρους του επιχειρηματικού κόσμου, είναι –μεταξύ άλλων- η παραμονή σε βαθιά κρίση της συντριπτικής πλειοψηφίας των παραγωγικών δυνάμεων της εθνικής οικονομίας.
Τα θηριώδη πλεονάσματα τα οποία προβλέπει το μεσοπρόθεσμο όχι μόνο αυτονόητα προϋποθέτουν ακρωτηριασμό των παραγωγικών δυνάμεων – και κυρίως εργαζομένων, μικρομεσαίων και μικρομεσαίας ιδιοκτησίας - δια της υπερφορολόγησης αλλά επιπλέον αναπαράγουν μια κουτοπόνηρη και στρεβλή, επιδοματική αντίληψη: αφού έχει αλέσει τον κόσμο της εργασίας και τους ελευθεροεπαγγελματίες, η μνημονιακή, κυβερνητική πολιτική θα επιστρέψει υπό μορφή άμεσης ή έμμεσης επιδοματικής πολιτικής ελάχιστο τμήμα όσων υφαρπάζει, σε ελάχιστο τμήμα από εκείνες τις – πρώην- παραγωγικές δυνάμεις που εν τω μεταξύ έχει ακρωτηριάσει, με προφανείς μικροκομματικούς υπολογισμούς να εντοπίζονται στο βάθος αυτής της στρέβλωσης.
Η όποια επιδοματική πολιτική – ακόμα και αν ήταν πολύ περισσότερο εκτεταμένη - δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη πολιτικής παραγωγικής ανασυγκρότησης, δηλαδή βιομηχανικής πολιτικής, ικανής να επενδύσει στις υπαρκτές και διάχυτες παραγωγικές δυνάμεις. Αντιθέτως για αυτές τις τελευταίες δεν προκύπτει καμία, όχι μόνο ενεργητική ενίσχυση αλλά ούτε καν ελάφρυνση, με αποτέλεσμα είτε να συντρίβονται, είτε να μεταναστεύουν.
Την ίδια στιγμή, τα στοιχεία του ΑΕΠ δείχνουν μεν αύξηση και μάλιστα ποσοστιαίως σημαντική σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, αυτή συνοδεύεται δε, από κατακρήμνιση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και από πτώση της κατανάλωσης. Δηλαδή, η οικονομία παραγωγικά εξακολουθεί να αποσυντίθεται ή έστω να χωλαίνει, η πλειοψηφία του λαού αδυνατεί να βγει από την κρίση, καθώς παραμένει εγκλωβισμένη σε περικοπές, υπερφορολόγηση ή/ και υπό- αμειβόμενες θέσεις εργασίας, ωστόσο στατιστικά μεγεθύνεται γιατί ένα μέρος του επιχειρηματικού κόσμου αυξάνει την κερδοφορία του.
Μάλιστα, ο δημοσιονομικός ακρωτηριασμός μέρους του μικρομεσαίου κεφαλαίου, εγκλωβισμού των δυνάμεων της εργασίας στη φτώχεια της εσωτερικής υποτίμησης και παράδοσης του δημοσίου πλούτου και των μονοπωλίων στο πολύ μεγάλο κεφάλαιο - ντόπιο και ξένο - συνιστά προϋπόθεση αυτής της μεγέθυνσης του πλούτου ενός μέρους της ελληνικής οικονομικής ελίτ.
Υπό την παραπάνω διπλή συνθήκη, όχι μόνο οι ανισότητες διευρύνονται αλλά επιπλέον, η ελληνική εθνική οικονομία καταδικάζεται σε μακρόχρονο παραγωγικό μαρασμό. Οι παραγωγικές δυνάμεις εξοντώνονται άμεσα, η νέα βιομηχανική επανάσταση χάνεται για τη χώρα και φυσικά η δημογραφική κρίση την ωθεί σε μια γενική υπαρξιακή αγωνία.
Πάνω σε αυτά τα ερείπια, η μεν κυβέρνηση επιχαίρει δικαίως ως ο καλύτερος μνημονιακός μαθητής, η δε αντιπολίτευση την κοιτά με φθόνο διαλαλώντας ταυτοχρόνως ότι δε θα αναιρέσει τίποτα από όσα καταστροφικά η κυβέρνηση εφαρμόζει. Και πώς να το κάνει άλλωστε, αφού τη σκυτάλη της εξόντωσης της εθνικής οικονομίας, αυτή ακριβώς η αντιπολίτευση, αυτά ακριβώς τα ίδια πρόσωπα ήταν που την παρέδωσαν στη σημερινή κυβέρνηση.