Μπορεί σήμερα να θεωρούμε τους βρικόλακες πλάσματα της φαντασίας, τα οποία αποτελούν υλικό για ταινίες, βιβλία κ.α. και όχι πραγματικότητα, αλλά για πολλούς αιώνες δεν ίσχυε αυτό- ειδικά στην ανατολική Ευρώπη. Ο ίδιος ο Μπραμ Στόκερ, συγγραφέας του «Δράκουλα», στο αρχικό του χειρόγραφο, εξέφραζε την εκτίμησή του πως αυτά που περιέγραφε στο βιβλίο του ενδεχομένως να κρύβουν κάποιες πραγματικότητες- και δεν πρέπει να παραβλέπεται πως, σε πολλές περιπτώσεις, έχει αποδειχθεί πως δοξασίες και δεισιδαιμονίες που έχουν επιβιώσει για γενιές είναι πολύ δύσκολο να εκλείψουν.
Όπως αναφέρεται σε εκτενές αφιέρωμα του National Geographic, μία από τις ισχυρότερες επιρροές που δέχτηκε ο Στόκερ- που έκανε ευρέως γνωστή τη φιγούρα του «βαμπίρ» στη Δύση- αλλά και άλλοι συγγραφείς του 19ου αιώνα, ήταν η δουλειά ενός Βενεδικτίνου μοναχού του 18ου αιώνα και διακεκριμένου λογίου, του Αντουάν Ογκουστίν Καλμέ.
Ο Καλμέ συνέγραψε ένα δίτομο έργο, τις «Διατριβές πάνω στις οπτασίες αγγέλων δαιμόνων και φαντασμάτων, και σχετικά με τους βρικόλακες της Ουγγαρίας, της Βοημίας, της Μοραβίας και της Σιλεσίας», το οποίο εκδόθηκε το 1746. Ο μοναχός συνέλεξε, κατέγραψε και εξέτασε έναν μεγάλο όγκο αναφορών για «επιθέσεις βρικολάκων» στην ανατολική Ευρώπη στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα. Το έργο του πυροδότησε μια έντονη συζήτηση μεταξύ φιλοσόφων και γιατρών,που προσπαθούσαν να εξακριβώσουν ποια ήταν η αλήθεια πίσω από τις αναφορές αυτές.
Ο ίδιος ο Καλμέ αναγνώριζε στον πρόλογό του πως η ακαδημαϊκή μελέτη των υπερφυσικών δυνάμεων μπορεί να προκαλούσε επικρίσεις και αντιδράσεις, ωστόσο επέμεινε πως υπήρχαν καταθέσεις και μαρτυρίες από ιδιαίτερα αξιόπιστους μάρτυρες που ήταν πολύ ακριβείς για να απορριφθούν έτσι εύκολα ως ψευδείς ή πλάνες- και για αυτό τόνιζε πως οι αναφορές χρήζουν εκτενούς μελέτης.
Ο μοναχός κατέγραψε μαρτυρίες ανθρώπων που έλεγαν ότι είχαν δει νεκρούς «να επιστρέφουν, να μιλούν, να περπατούν, να μολύνουν ολόκληρα χωριά, να κακομεταχειρίζονται ανθρώπους και ζώα, να πίνουν το αίμα των συγγενών τους, να καταστρέφουν την υγεία τους και εν τέλει να προκαλούν τον θάνατό τους». Αυτοί οι νεκροζώντανοι, έγραψε, «αποκαλούνται βρικόλακες (βαμπίρ)».
Μία από τις πιο γνωστές υποθέσεις που αναφέρει ο Καλμέ προέρχεται από τον Αυστριακό στρατιωτικό χειρουργό Γιόχαν Φλίκινγκερ: Ο γιατρός περιέγραψε την περίπτωση του Άρνολντ Πάολε, στρατιώτη και υποτιθέμενου θύματος βρικόλακα από ένα σερβικό χωριό. Για να προστατευτεί, ο Πάολε έφαγε χώμα από τον τάφο του και πασαλείφτηκε με το αίμα του. Στη συνέχεια επέστρεψε στην κανονική του ζωή ως αγρότη- αλλά λίγο καιρό μετά πέθανε σε ατύχημα με κάρο. Έναν μήνα μετά τον θάνατό του, χωρικοί ισχυρίστηκαν πως ο Πάολε είχε ζωντανέψει και σκοτώσει πολλούς ανθρώπους, καθώς και ότι είχε επιτεθεί σε ζώα και πιει το αίμα τους. Οι χωρικοί ξέθαψαν τη σορό του και τη βρήκαν ακέραια, με τα νύχια να έχουν μεγαλώσει και αίματα στο εσωτερικό του φερέτρου. Σύμφωνα με τις περιγραφές, του κάρφωσαν σφήνα στην καρδιά, οπότε και «άφησε μια κραυγή και αιμορράγησε». Επίσης, έγινε εκταφή και των άλλων νεκρών χωρικών, τα πτώματα των οποίων διαμελίστηκαν.
Το να μένει σχετικά ακέραιο ένα πτώμα πιστευόταν ότι αποτελεί απόδειξη ότι ο νεκρός είχε βρικολακιάσει. Ο Καλμέ σημειώνει πως κάποια πτώματα, μετά από μήνες ή και χρόνια στον τάφο, βρίσκονταν με «αίμα σε υγρή μορφή, τη σάρκα ακέραια, τα άκρα ευλύγιστα».
Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα του National Geographic, οι παρατηρήσεις αυτές πιθανότατα μπορεί να ήταν όντως ακριβείς- και υπάρχει επιστημονική εξήγηση, η οποία έχει να κάνει με την καλή διατήρηση ενός πτώματος: Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί μέσω σαπωνοποίησης, η οποία παρατηρείται όταν ένας νεκρός θάβεται σε κρύο, υγρό περιβάλλον (κοινό στην ανατολική Ευρώπη). Κατά τη διαδικασία αυτή, τα λιπαρά οξέα μετατρέπονται σε μια ουσία που θυμίζει σαπούνι, η οποία καλύπτει το πτώμα και εμποδίζει την αποσύνθεση. Επίσης, διατηρείται ένας βαθμός ευλυγισίας/ ευκαμψίας.
Επίσης, στα κείμενα του Καλμέ αναφέρεται πως τα μαλλιά και τα νύχια του βρικολάκων συνέχιζαν να μακραίνουν και μετά θάνατον: Πρόκειται για μια ψευδαίσθηση, η οποία οφείλεται στην αφυδάτωση του δέρματος του νεκρού, που οδηγεί στην υποχώρησή του από τους θυλάκους των τριχών και τα νύχια. Αυτό προκαλεί την εντύπωση πως οι τρίχες έχουν μακρύνει.
Όσον αφορά στο αίμα σε ένα πτώμα που έχει εκταφεί, υπάρχει και πάλι εξήγηση: Ο Καλμέ γράφει πως οι βρικόλακες πίνουν τόσο πολύ αίμα ανθρώπων και ζώων, που κάποιες φορές τρέχει από το μύτη τους και ότι το πτώμα του νεκροζώντανου μπορεί να βρεθεί να κολυμπά στο αίμα.
Όπως τονίζει και πάλι το National Geographic...υπάρχει επιστημονική εξήγηση: Ο χρόνος που το αίμα παραμένει σε υγρή μορφή εξαρτάται από τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Σε χαμηλές θερμοκρασίες, το αίμα παραμένει σε υγρή μορφή για τουλάχιστον 3-4 ημέρες. Εάν τα πτώματα είχαν εκταφεί μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, δεν θα ήταν απίθανο να έχουν ακόμα αίμα στις φλέβες τους- και οι (πιθανότατα υπερβολικές) αναφορές για κηλίδες αίματος ή για πτώματα που «κολυμπούσαν» στο αίμα ίσως να προκύπτουν από μεταθανάτιες αιμορραγίες. Ακόμη, χτυπήματα στο σώμα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς μπορεί να έκαναν να τρέξει αίμα από τη μύτη ή το στόμα.
Και η «κραυγή» του βαμπίρ (που υποτίθεται ότι άφησε ο Πάολε όταν του κάρφωσαν τη σφήνα): Όλοι (τουλάχιστον, όσοι ξέρουν κάποια πράγματα για τις σχετικές δοξασίες, ή, έστω, βλέπουν ταινίες) γνωρίζουν ότι για να σκοτώσεις έναν βρικόλακα πρέπει να του καρφώσεις σφήνα στην καρδιά και να τον διαμελίσεις (ή να τον βγάλεις στον ήλιο, ή να τον ρίξεις στο νερό και αρκετά άλλα που έχει μεταφέρει η παράδοση και έχουν αξιοποιήσει το σινεμά και η λογοτεχνία). Ωστόσο, ακόμα και εδώ, υπάρχει εξήγηση: Ο αέρας που βρίσκεται κλεισμένος στη θωρακική κοιλότητα εκτοξεύεται με δύναμη έξω όταν το πτώμα δέχεται χτύπημα- και μπορεί να παράξει ήχο ενώ βγαίνει από τον λαιμό. Εάν κάποιος ήταν προδιατεθειμένος να αντιμετωπίσει ένα βαμπίρ, ο ήχος αυτός θα μπορούσε να ακουστεί ως κραυγή πόνου- εξ ου και η σχετική περιγραφή.
Αξίζει να πούμε πως ο γνωστός φιλόσοφος Ζαν Ζακ Ρουσό είχε σχολιάσει τη δουλειά του Καλμέ- και δεν ήταν θετικός απέναντί της: «Εάν υπάρχουν στον κόσμο μας καλά τεκμηριωμένες αναφορές, είναι αυτές για βρικόλακες. Δεν λείπει τίποτα: Επίσημες αναφορές, καταθέσεις...χειρουργών, ιερέων, δικαστών. Και με όλα αυτά, ποιος πιστεύει στα αλήθεια στους βρικόλακες;».
Παρόλα αυτά, παρά τις αμφιβολίες του Ρουσό και άλλων, οι πεποιθήσεις περί νεκροζώντανων που στοίχειωναν και απειλούσαν τους ζωντανούς ήταν διαδεδομένες σε πολύ μεγάλο βαθμό κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα στην ανατολική Ευρώπη- και η δουλειά του Καλμέ ενέπνευσε μεταγενέστερους συγγραφείς του 19ου αιώνα μεταξύ των οποίων ο Τζον Γουίλιαμ Πολιντόρι, ο Τζόζεφ Σέρινταν Λε Φανού και ο Μπραμ Στόκερ, οι οποίοι έθεσαν τις λογοτεχνικές βάσεις της εικόνας του βαμπίρ, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.