Με βάση την σχετικά μακρά σταδιοδρομία μου στην ακαδημαϊκή κοινότητα ανέπτυξα κάποιες προσωπικές πεποιθήσεις. Ένα προσωπικό μου μόττο είναι ότι δεν υπάρχει υποκατάστατο της εμπειρίας. Η ευφυία ή η εργατικότητα βοηθάνε μεν αλλά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν πλήρως την εμπειρία. Και μιά και μιλάμε για ευφυία, πρέπει να είσαι ευφυής για να καταλάβεις ότι δεν είσαι νοητικά ανεπαρκής.
Ο νοητικά ανεπαρκής λοιπόν αδυνατεί να το καταλάβει. Και έτσι βλέπουμε τους νοητικά ανεπαρκείς να πιστεύουν σε περίεργες παράλογες θεωρίες σαν να είναι η αλήθεια. Για παράδειγμα, οι θεωρίες συνομωσίας κάνουν τους νοητικά ανεπαρκείς να αισθάνονται ευφυείς που μόνο αυτοί τις καταλαβαίνουν. Άλλο παράδειγμα, οι νοητικά ανεπαρκείς πίστευαν ότι υπήρχαν λεφτά ως μάννα εξ ουρανού που θα ξεπλήρωναν δια μαγείας το εθνικό χρέος. Είχαμε και κάποιους συναδέλφους που πίστευαν το ίδιο με κάτι περίεργα χρηματοοικονομικά εργαλεία που δεν κατανοούσαν πλήρως.
Μια αρχή του Μάνατζμεντ είναι η αποκαλούμενη Peter Principle που λέει ότι «people tend to be promoted to their level of incompetence», δηλαδή, «οι άνθρωποι τείνουν να προάγονται στο επίπεδο της ανικανότητάς τους». Παραδείγματος χάριν, ένας καλός πωλητής μπορεί να προαχθεί σε μάνατζερ, αλλά δεν έχει τα κατάλληλα εφόδια για να κατευθύνει άλλους υπαλλήλους, ενώ ήταν εξαίρετος πωλητής. Για να επεκτείνουμε και λίγο την ερμηνεία, ένας χειριστικός, ένας επιρρεπής στο μπούλινγκ ή ένας γλυφοκολάριος μπορεί να ανεβούν την ιεραρχία ενός οργανισμού γρήγορα, αλλά δεν έχουν αναγκαστικά την εμπειρία, ταλέντο ή οξυδέρκεια που χρειάζονται στα ανώτερα επίπεδα. Μην ξεχνάμε ότι στα ανώτερα επίπεδα μιάς ιεραρχίας μπορεί να είναι και άλλοι που ανέβηκαν με τον ίδιο τρόπο οπότε το συγκριτικό πλεονέκτημα του παρελθόντος εξανεμίστηκε.
Πού θέλω να καταλήξω; Αν ψάχνουμε για τα χαρακτηριστικά ενός καλού ηγέτη, πρέπει να είναι έμπειρος, ταλαντούχος, οξυδερκής, με διοικητικά προσόντα, και με όραμα που να ενστερνίζεται ο κόσμος. Και ένας καλός ηγέτης θα προσλάβει συνεργάτες με τα ίδια προσόντα. Άτομα που μπορούν να τον κάνουνε challenge και να τον αντικαταστήσουν αν χρειαστεί ή όταν έρθει η ώρα. Τι ισχύει στην πράξη όμως;
Ο καλός ηγέτης θα προσλάβει άλλους καλούς ηγέτες. Ο κακός ή ανασφαλής ηγέτης θα προσλάβει άτομα που δεν τον προκαλούν, άοσμα, άχρωμα και αόρατα που είναι πειθήνια, δεν θα πάρουν πρωτοβουλίες, δεν θα ταράξουν τα νερά, άτομα που νομίζει ότι μπορεί να ελέγξει. Και αυτοί με τη σειρά τους επιλέγουν παρόμοιους συνεργάτες. Και κάπως έτσι καταλήγουμε στη «δικτατορία των μετρίων» που εξοστρακίζει τους καλύτερους. Τα παραδείγματα στην παγκόσμια και στην Ελληνική ιστορία είναι δυστυχώς πάρα πολλά. Και δυστυχώς στην Ελλάδα πληρώσαμε μεγάλο κόστος για αυτά τα παραδείγματα.
Ερχόμαστε λοιπόν στην Ελληνική πολιτική σκηνή. Από τη μια, οι επιλέγοντες ψάχνουν για άοσμα, άχρωμα, αόρατα και πειθήνια άτομα που δεν θα πάρουν πρωτοβουλίες, δεν θα ταράξουν τα νερά, άτομα που νομίζουν ότι μπορούν να ελέγξουν, δηλαδή άτομα που δεν θωρούνται δελφίνοι. Και από την άλλη όμως, σοβαροί και ταλαντούχοι άνθρωποι δεν θέλουν να ασχοληθούν με την πολιτική και ιδίως με την συνακόλουθη λάσπη. Έτσι καταλήγουμε να έχουμε ακόμα και υπουργούς που «ούτε ο περιπτεράς της γειτονιάς τους δεν τους ήξερε». Έχουμε βέβαια και τους περιφερόμενους πολιτικούς αιθεροβάμονες. Άτομα που δεν μπόρεσαν να πάρουν καμία θέση με το αρχικό τους κόμμα, και δεν άξιζαν κιόλας, και μετακομίζουν σε άλλα κόμματα με την υπόσχεση εξουσίας. Κανείς δεν μίσησε την εξουσία.
Αλλά έχουμε και κάτι το ιδιαίτερο στην Ελλάδα, την οικογενειοκρατία. Μπορεί αυτό να ισχύει και σε άλλες χώρες σε κάποιο μικρό βαθμό, αλλά στην Ελλάδα έχει αναχθεί σε θεσμό όπου τρείς οικογένειες κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή.
Έχει κάτι το καλό η οικογενειοκρατία; Βεβαίως, το καλό είναι ότι ένας απόγονος ενός πολιτικού τζακιού έχει γαλουχηθεί στην πολιτική και τη διπλωματία. Αλλά όπως βλέπουμε στη βασιλική οικογένεια της Αγγλίας, για παράδειγμα, παρότι ο ρόλος της βασιλικής οικογένειας είναι κυρίως τελετουργικός, η γαλούχηση στην πολιτική και τη διπλωματία δεν αρκεί.
Γιατί έχουμε λοιπόν οικογενειοκρατία; Γιατί οι Έλληνες δεν αξιολογούν τους πολιτικούς τους; Μα διότι ο Έλληνας είναι αρκετά έξυπνος και ενδιαφέρεται για το προσωπικό όφελος πρωτίστως. Το προσωπικό όφελος λοιπόν τον οδηγεί στις πελατειακές σχέσεις. Όπως έλεγαν παλιά στον τόπο καταγωγής των γονέων μου, την Κορινθία, «εμείς είμαστε του Παπακωνσταντίνου». Ο Παπακωνσταντίνου ήταν βουλευτής που φρόντιζε να βρίσκει δουλειές στους ψηφοφόρους του όπως και οι άλλοι πολιτικοί βέβαια. Οπότε, οι ψηφοφόροι ήταν κτήμα του αείμνηστου βουλευτή… Δηλαδή, οι πελατειακές σχέσεις εξηγούν την οικογενειοκρατία.
Τουναντίον, στην Αμερική τουλάχιστον, όχι ότι δεν υπάρχουν πελατειακές σχέσεις, αλλά υπάρχει και αξιοκρατία. Οι Αμερικανοί θέλουν οι πολιτικοί τους να έχουν αποδείξει την επαγγελματική αξία τους ανεξάρτητα του επαγγέλματός τους. Καμμιά φορά βέβαια ψηφίζουν και με βάση το όνομα, που έχει όμως ολέθριες συνέπειες όπως είδαμε στην περίπτωση του George W. Bush.
Και ερχόμαστε στους εθνάρχες και τους εθνοσωτήρες. Τι κάνει το λαό να βάλλει κάποιον στο βάθρο σαν να είναι ημίθεος; Προσωπική μου άποψη είναι ότι ο Έλληνας δύσκολα αναγνωρίζει κάποιον ως καλύτερο. Και ο Έλληνας βέβαια τα ξέρει όλα. Πηγαίνετε σε ένα καφενείο για επιβεβαίωση. Θυμάμαι κάποτε, που είχα ήδη δέκα χρόνια στην Αμερική, μιλούσα με κάποιον για Αμερική. Και μου λέει, εγώ να σου πω για Αμερική. Του λέω ευγενικά, έχετε πάει στην Αμερική, και μου λέει όχι. Οπότε όταν ο Έλληνας παραδέχεται κάποιον, πρέπει να είναι Θεός. Αν δεν είναι, θα τον κάνει. Είμαστε έθνος ανάδελφον που έλεγε και ο άλλος αείμνηστος.
Επειδή παν μέτρον άριστον, ούτε εθνάρχες χρειαζόμαστε στην Ελλάδα, ούτε οικογενειοκρατία, ούτε πολιτικούς αιθεροβάμονες. Χρειαζόμαστε καλούς και πεπειραμένους ηγέτες γιατί είναι θέμα εθνικής επιβίωσης τοιαύτας ημέρας χαλεπάς.
* Ο Φάνης Τσουλουχάς, tsoulouhas.eu, είναι Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Μερσέντ. Αυτό το άρθρο περιέχει αυστηρά προσωπικές απόψεις που δεν αντιπροσωπεύουν το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας.