Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης σηματοδότησε το τέλος μιας ιδιαίτερα σημαντικής περιόδου της ιστορίας, και δρομολόγησε εξελίξεις οι οποίες μακροπρόθεσμα οδήγησαν στη διαμόρφωση της εικόνας του κόσμου μας όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Ωστόσο, η ΕΣΣΔ δεν κατέρρευσε μέσα σε μία ημέρα: Η πτώση της ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς παραγόντων και διεργασιών που διήρκεσαν χρόνια, και με τη σειρά τους πυροδοτούσαν άλλες εξελίξεις και αλληλεπιδράσεις, τόσο εντός της Σοβιετικής Ένωσης, όσο και με το εξωτερικό της.
Η γνωστή διαβεβαίωση του Αμερικανού ΥΠΕΞ Τζέιμς Μπέικερ στον πρόεδρο της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, πως το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτεινόταν «ούτε μία ίντσα προς ανατολάς» σε συνάντησή τους στις 9 Φεβρουαρίου 1990 ήταν απλά τμήμα ενός «χειμάρρου» παρόμοιων διαβεβαιώσεων από ηγέτες της Δύσης σχετικά με την ασφάλεια της Σοβιετικής Ένωσης από τις αρχές του 1990 μέχρι και το 1991, στο ευρύτερο πλαίσιο της ενοποίησης της Γερμανίας, σύμφωνα με αποχαρακτηρισμένα αμερικανικά, σοβιετικά, γερμανικά, βρετανικά και γαλλικά έγγραφα, τα οποία δημοσιοποιήθηκαν από το National Security Archive στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσινγκτον των ΗΠΑ.
Τα έγγραφα αυτά δείχνουν πως πολλοί ηγέτες της Δύσης εξέταζαν και απέρριπταν τα ενδεχόμενα ένταξης χωρών της ανατολικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ το 1990-1991, καθώς και ότι οι συζητήσεις πάνω στο ζήτημα της ενοποίησης της Γερμανίας δεν είχαν να κάνουν μόνο με την ανατολική Γερμανία. Επίσης, υποδεικνύεται πως οι σοβιετικές και ρωσικές διαμαρτυρίες περί παραπλάνησης όσον αφορά στο τι συνέβη τελικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ πήγαζαν από τα ανώτατα κλιμάκια της σοβιετικής/ ρωσικής ηγεσίας.
Όπως σημειώνεται σε σχετική ανάρτηση στην ιστοσελίδα του National Security Archive, τα έγγραφα αυτά ενισχύουν την (επικριτική) θέση του πρώην διευθυντή της CIA, Ρόμπερτ Γκέιτς, σχετικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς τη δεκαετία του 1990, ο οποίος υποστήριζε πως ο Γκορμπατσόφ και η σοβιετική ηγεσία είχαν «οδηγηθεί να πιστέψουν» («led to believe» είναι η φράση στα έγγραφα) πως κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, είχε διαβεβαιώσει τον Γκορμπατσόφ στη Μάλτα τον Δεκέμβριο του 1989 πως οι ΗΠΑ δεν θα εκμεταλλεύονταν τις επαναστάσεις στην ανατολική Ευρώπη για να βλάψουν τα συμφέροντα της ΕΣΣΔ, ωστόσο, όπως προκύπτει, ούτε ο Μπους, ούτε ο Γκορμπατσόφ, ούτε ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ της Δυτικής Γερμανίας περίμεναν την τόσο γρήγορη κατάρρευση της Ανατολικής Γερμανίας και την ταχύτητα της επανένωσης των Γερμανιών.
Οι πρώτες σαφείς διαβεβαιώσεις από τους ηγέτες της Δύσης σχετικά με το ΝΑΤΟ άρχισαν στις 31 Ιανουαρίου 1990, όταν ο υπουργός Εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας, Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, έδωσε ομιλία στη Βαυαρία σχετικά με την ενοποίηση. Η αμερικανική πρεσβεία στη Βόννη πληροφόρησε την Ουάσινγκτον ότι ο Γκένσερ αποσαφήνισε πως «οι αλλαγές στην ανατολική Ευρώπη και η διαδικασία της ενοποίησης της Γερμανίας δεν πρέπει να βλάψουν τα σοβιετικά συμφέροντα ασφαλείας». Οπότε, το ΝΑΤΟ θα έπρεπε να αποκλείσει μια επέκτασή του προς ανατολάς- επίσης ο Γκένσερ είχε προτείνει να αφεθεί η περιοχή της Ανατ. Γερμανίας εκτός των στρατιωτικών δομών και σχεδιασμών του ΝΑΤΟ, ακόμα και με την ενωμένη Γερμανία εντός ΝΑΤΟ. Η «φόρμουλα» αυτή προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον, το οποίο αποκρυσταλλώθηκε στη συνάντηση Κολ- Γκορμπατσόφ στη Μόσχα στις 10 Φεβρουαρίου 1990, όπου ο Γερμανός καγκελάριος απέσπασε τη συναίνεση των Σοβιετικών ως προς την ενοποίηση- αρκεί το ΝΑΤΟ να μην επεκτεινόταν ανατολικά. Της συνάντησης αυτής είχαν προηγηθεί συζητήσεις μεταξύ των δυτικών ηγεσιών σχετικά με το πώς οι Σοβιετικοί θα πείθονταν: Για παράδειγμα, στις 6 Φεβρουαρίου, όταν ο Γκένσερ συναντήθηκε με τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, Ντάγκλας Χερντ, ο Γκένσερ (σύμφωνα με τα βρετανικά αρχεία) είπε πως «οι Ρώσοι πρέπει να λάβουν κάποια διαβεβαίωση πως εάν, για παράδειγμα, η πολωνική κυβέρνηση βγει από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας μία ημέρα, δεν θα μπει στο ΝΑΤΟ την επομένη». Ο Μπέικερ έδωσε έμφαση σε αυτό όταν συναντήθηκε με τον ΥΠΕΞ της ΕΣΣΔ, Έντβαρντ Σεβαρντνάντζε, και μετά με τον ίδιο τον Γκορμπατσόφ. Για την ακρίβεια, ο Μπέικερ τόνισε τρεις φορές τα περί «ούτε μίας ίντσας προς ανατολάς» στη συνάντηση στις 9 Φεβρουαρίου και συμφώνησε με τη δήλωση του Γκορμπατσόφ, η οποία επήλθε ως αποτέλεσμα των διαβεβαιώσεων αυτών πως «η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν είναι αποδεκτή».
Μετά επικοινώνησε με τον Κολ (που θα είχε συνάντηση με τον Γκορμπατσόφ την επόμενη ημέρα) και του μετέφερε τα συζητηθέντα: Συγκεκριμένα ο Μπέικερ πληροφόρησε τον καγκελάριο πως «έθεσα (στον Γκορμπατσόφ) το ερώτημα: Θα θέλατε να δείτε μια ενωμένη Γερμανία εκτός ΝΑΤΟ, ανεξάρτητη και χωρίς αμερικανικές δυνάμεις, ή θα προτιμούσατε μια ενωμένη Γερμανία συνδεδεμένη με το ΝΑΤΟ, με διαβεβαιώσεις πως η δικαιοδοσία του ΝΑΤΟ δεν θα επεκτεινόταν ούτε μια ίντσα προς ανατολάς από την παρούσα θέση της; Απάντησε πως η σοβιετική ηγεσία εξέταζε σε βάθος όλες αυτές τις επιλογές...και πρόσθεσε “σίγουρα οποιαδήποτε επέκταση της ζώνης του ΝΑΤΟ δεν θα ήταν αποδεκτή”...οπότε, υπαινίχθηκε πως η διατήρηση του ΝΑΤΟ στην παρούσα ζώνη του θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή». Ο καγκελάριος, ενημερωμένος σχετικά, διαβεβαίωσε τον Σοβιετικό πρόεδρο πως «πιστεύουμε πως το ΝΑΤΟ δεν θα έπρεπε να επεκταθεί εκτός της σφαίρας δραστηριοτήτων του», αποσπώντας την πολυπόθητη συναίνεση για την ενοποίηση, καθώς και για το ότι η Γερμανία θα έπρεπε να μπορούσε να επιλέξει το ΝΑΤΟ.
Όλοι οι δυτικοί ΥΠΕΞ υποστήριζαν τον Γκένσερ, τον Κολ και τον Μπέικερ- ο οποίος επανέλαβε τη δέσμευση στον Γκορμπατσόφ στις 18 Μαΐου στη Μόσχα πως «οι πολιτικές μας δεν έχουν σκοπό να χωρίσουμε την ανατολική Ευρώπη από τη Σοβιετική Ένωση. Είχαμε αυτήν την πολιτική στο παρελθόν. Αλλά σήμερα μας ενδιαφέρει να χτίσουμε μια σταθερή Ευρώπη, και να το κάνουμε μαζί σας».
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν, δεν συμφωνούσε απόλυτα με τους Αμερικανούς- μάλλον το αντίθετο, κρίνοντας από το ότι στις 25 Μαΐου 1990 είπε στον Γκορμπατσόφ στη Μόσχα πως «προσωπικά προτιμούσε τη σταδιακή κατάργηση των στρατιωτικών μπλοκ», αλλά παρόλα αυτά συνέχισε στο ίδιο πνεύμα, παρέχοντας και αυτός διαβεβαιώσεις. Ο Μπους το έκανε επίσης στις 31 Μαΐου 1990 στην Ουάσινγκτον, όπως και η Βρετανίδα πρωθυπουργός, Μάργκαρετ Θάτσερ. Η Διακήρυξη του Λονδίνου του ΝΑΤΟ (5 Ιουλίου 1990) βοήθησε τον Γκορμπατσόφ να αντιμετωπίσει την αντίσταση των σκληροπυρηνικών εντός ΕΣΣΔ.
Οι διαβεβαιώσεις περί συμπόρευσης με την ΕΣΣΔ για τη δημιουργία μιας «νέας Ευρώπης» συνεχίστηκαν- και τα έγγραφα δείχνουν πως, εν τέλει, ο Γκορμπατσόφ συναίνεσε στην ενοποίηση της Γερμανίας εντός ΝΑΤΟ ως αποτέλεσμα αυτού του «χειμάρρου» διαβεβαιώσεων, με βάση την ανάλυσή του πως το μέλλον της Σοβιετικής Ένωσης ήταν εξαρτημένο από την ενσωμάτωσή της στην Ευρώπη, στην οποία έπαιζε καθοριστικό ρόλο το τι θα γινόταν με τη Γερμανία. Ο ίδιος και οι σύμμαχοί του εκτιμούσαν πως ήταν δυνατή η δημιουργία ενός πιο ανοιχτού, κοινού ευρωπαϊκού χώρου, παράλληλα με τη μεταμόρφωση του ΝΑΤΟ.
Εντός των κύκλων της αμερικανικής κυβέρνησης ωστόσο τα πράγματα ήταν διαφορετικά, καθώς οι απόψεις διέφεραν: Ενδεικτικά, η πρόταση του Πενταγώνου στις 25 Οκτωβρίου 1990 ήταν να παραμείνει η πόρτα ανοιχτή για την ένταξη στο ΝΑΤΟ χωρών της ανατολικής Ευρώπης. Η άποψη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, όμως, ήταν πως η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν ήταν στα σχέδια, καθώς δεν ήταν προς συμφέρον των ΗΠΑ να δημιουργήσουν μια αντισοβιετική συμμαχία στα ίδια τα σύνορα της ΕΣΣΔ, καθώς αυτό μπορεί να ανέστρεφε τις θετικές τάσεις που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται εντός ΕΣΣΔ. Η κυβέρνηση Μπους υιοθέτησε τη δεύτερη γραμμή- και αυτό πέρασε στους Σοβιετικούς. Τον Μάρτιο του 1991, σύμφωνα με το ημερολόγιο του Βρετανού πρέσβη στη Μόσχα, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τζον Μέιτζορ διαβεβαίωνε τον Γκορμπατσόφ πως «δεν μιλάμε για ενίσχυση του ΝΑΤΟ», ενώ στον υπουργό Άμυνας, Ντμίτρι Γιάζοφ, έλεγε , ερωτηθείς σχετικά με τα περί ένταξης ανατολικοευρωπαϊκών χωρών στη Συμμαχία, πως «τίποτα τέτοιο δεν θα συμβεί».
Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 1991, ο γγ του ΝΑΤΟ, Μάνφρεντ Βέρνερ, τόνιζε πως «δεν θα έπρεπε να επιτρέψουμε την απομόνωση της ΕΣΣΔ από την ευρωπαϊκή κοινότητα».
Οπότε, ο Γκορμπατσόφ οδηγήθηκε στο τέλος της Σοβιετικής Ένωσης έχοντας λάβει τη διαβεβαίωση πως η Δύση δεν απειλούσε την ασφάλειά της και δεν θα επέκτεινε το ΝΑΤΟ. Η πτώση ήλθε εκ των έσω, από τον Μπόρις Γέλτσιν και τον Γενάντι Μπούρμπουλις, μαζί με υψηλόβαθμα πολιτικά στελέχη άλλων σοβιετικών δημοκρατιών (ειδικά της Ουκρανίας).
Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε λάβει τέλος, και η επέκταση του ΝΑΤΟ μεταφέρθηκε χρόνια μετά, στο μέλλον, όταν προέκυψαν ξανά αυτές οι διαφωνίες (που συνοδεύτηκαν επίσης από διαβεβαιώσεις, αυτή τη φορά στον Μπόρις Γέλτσιν).
Εν τέλει, ως γνωστόν, η μεγάλη επέκταση της Συμμαχίας προς ανατολάς επήλθε το 1999, με την ένταξη της Τσεχίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, και συνεχίστηκε το 2004, με τη Βουλγαρία, την Εσθονία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία, και τη Σλοβενία. Το 2009 εισήλθαν στο ΝΑΤΟ η Αλβανία και η Κροατία, και το 2017 το Μαυροβούνιο.