Fake news : Άλλο ένα πρόβλημα ασφάλειας;

Πώς μπορεί και γιατί πρέπει να ξεπεραστεί;
Open Image Modal
JOE KLAMAR via Getty Images

Η εξάπλωση της τεχνολογίας οδήγησε σε αλματώδη διάδοση των γεγονότων, ειδικά σήμερα, όπου ο μισός πληθυσμός του πλανήτη είναι συνδεδεμένος στο διαδίκτυο και χρησιμοποιεί τόσο το ίντερνετ όσο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, πλέον τίθεται εν αμφιβόλω η εγκυρότητα των ειδήσεων που μεταδίδονται παγκοσμίως, καθώς σε αυτές παρατηρούνται και αναληθή γεγονότα. Ίσως αναρωτηθεί κάποιος τι μπορεί να προκληθεί αν συμβεί αυτό. Η απάντηση μπορεί να δοθεί παρουσιάζοντας ως παράδειγμα τα γεγονότα της Παρασκευής που έλαβαν χώρα στο Σταθμό Λαρίσης - όπου πρόσφυγες, μέσω ψευδούς είδησης, παρακινήθηκαν να μεταβούν στα Διαβατά διότι «άνοιξαν τα σύνορα». Αξίζει, επομένως, να παρατηρήσει κανείς πως οι ψευδείς ειδήσεις αποτελούν – ή γνωστές και ως fake news, λέξη ιδιαιτέρως αγαπητή στον πρόεδρο Donald Trump - ένα ακόμα πρόβλημα για την ασφάλεια ενός κράτους.

Το φαινόμενο της διάδοσης των ψευδών ειδήσεων είναι αρκετά ανησυχητικό στις δημοκρατικές κοινωνίες, διότι γίνεται εκμετάλλευση του δικαιώματος του λόγου και της πληροφόρησης. Κάποιοι υποστηρίζουν πως οι ψευδείς ειδήσεις είναι απλά μιας μορφής προπαγάνδα, επομένως θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αντιστοίχως. Η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων προπαγάνδας κι αποδείξεων επιτυχούς εξαπάτησης, με τον Δούρειο Ίππο να αποτελεί ένα από τα πιο λαμπρά. Οι ψευδείς ειδήσεις όμως διαφοροποιούνται εξαιτίας της ταχέως διάδοσής τους, της προσαρμογής και της διαδραστικής φύσης τους.

Για να καταστούν επιτυχείς οι ψευδείς ειδήσεις χρειάζονται τρία συστατικά: εργαλεία, μέσο διάδοσης και σκοπό. Τα εργαλεία χρησιμεύουν για χειραγώγηση και διάδοση του μηνύματος διαμέσου των κοινωνικών μέσων δικτύωσης (social media). Με τους ανθρώπους να ξοδεύουν όλο και περισσότερο χρόνο στους χώρους των κοινωνικών δικτύων (social networks) προκειμένου να ενημερωθούν, γίνεται αντιληπτό ότι η σημασία της διάδοσης των ψευδών δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Όσο για το σκοπό θα λέγαμε ότι ποικίλλει, καθώς η αιτία και ο λόγος μπορεί να είναι είτε εγκληματικής φύσης είτε πολιτικής.

Μελέτη που διεξήχθη από το Stanford έδειξε πως οι φοιτητές δυσκολεύονται αρκετά στο να διακρίνουν τί είναι ψευδές και τι σωστό όσον αφορά αυτό που διαβάζουν. Η ανίχνευση των ψευδών ειδήσεων είναι δύσκολη λόγω του εύρους και της ταχύτητας αναμετάδοσης που έχουν, θέτοντας μέσα από αυτό σε κίνδυνο την ευημερία της κοινωνίας, της δημοκρατίας και των μέσων ενημέρωσης γενικότερα. Επιπλέον, μπορεί να παρατηρηθεί πως η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τα παραδοσιακά κι επαγγελματικά μέσα ενημέρωσης έχει διαρραγεί και μεταφέρεται στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης , τα οποία σταδιακά κερδίζουν έδαφος στο κομμάτι της ενημέρωσης.

Ο απόηχος των όσων διαδραματίστηκαν από την ψευδή είδηση που μεταδόθηκε στους κόλπους των μεταναστών, χωρίς αμφιβολία είχε ως στόχο την πρόκληση αναταραχής, τόσο στην Αθήνα όσο και στα Διαβατά. Έχουμε γίνει όλοι μάρτυρες για το πώς μπορούν τα ΜΜΕ και το Διαδίκτυο στο σύνολό του να αποτελέσουν πόλο έλξης και καταφύγιο ριζοσπαστικών οργανώσεων, αλλά και ατόμων μεμονωμένα, οι οποίες έχοντάς τα ως βήμα προπαγανδίζουν και διαδίδουν ψεύτικα νέα. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να ξεπεραστεί μέσω της διαφάνειας, της αξιοποίησης σημαντικών πληροφοριών και της καλύτερης κατανόησης των μηχανισμών διάδοσης και των χρηματοοικονομικών ροών – δηλαδή να βρεθεί όχι μόνο ποιος/οι κρύβονται πίσω από την εκάστοτε ψευδή είδηση αλλά και το πώς και το από πού χρηματοδοτούνται -, έτσι ώστε οι πολιτικοί, τα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα να μπορέσουν να εργαστούν πιο αποτελεσματικά με γνώμονα την εθνική ασφάλεια.